Νίκος Μυλόπουλος: «Ερασιτέχνης σχοινοβάτης»

Με τον ενδεικτικό, παραπέμποντα ξεκάθαρα στη μορφή και τον ρόλο του ποιητικού υποκειμένου τίτλο Ερασιτέχνης σχοινοβάτης, ο Νίκος Μυλόπουλος συστήνει τη νέα του ποιητική συλλογή με την οποία, μεταξύ άλλων, επιχειρεί μια καταβύθιση στην έννοια του παρελθόντος, όχι μέσα από θεωρητικά στιχουργικά σχήματα, αλλά μέσα από μια περιγραφική προσέγγιση του περιβάλλοντος χώρου, ο οποίος λειτουργεί σαν αφορμή, αλλά και απόληξη της όλης ποιητικής σύνθεσης. Τα περισσότερα από τα ποιήματα του Μυλόπουλου,

πράγματι, λειτουργούν σαν αποτυπώσεις αισθητηριακές, οι οποίες όμως δεν λιμνάζουν σε μια περιγραφική απεικόνιση, αλλά γίνονται η αφετηρία για την ποιητική ενατένιση της ίδιας της ζωής. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίον ο ποιητής στήνει το δημιούργημά του ανταποκρίνεται και υπηρετεί πολύ αποτελεσματικά την πρόθεσή του να αναγνωρίσει στις εικόνες και, γενικότερα, στα αισθητηριακά ερεθίσματα την πρώτη ύλη της ποιητικής του σκέψης και έκφρασης: Οι περαστικοί τυχάρπαστοι και μοιραίοι/ Ενώ τα βιβλία σαν δεσμίδες χαρτονομίσματα/ Με τα τριμμένα εξώφυλλά τους/ Παλιούς συμβόλιζαν συμμαθητές/ Τα γραφεία γεμάτα υπολογιστές/ Στα εργοστάσια μηχανές ακούραστες δίχως κρότο/ Κι οι εργάτες άνεργοι να συζητούν στα χορτάρια χαμηλόφωνα («Κύκλος αέναος»). Πιο συγκεκριμένα, η αυτοτέλεια και η αυτονομία των στίχων, καθένας από τους οποίους συγκροτεί από μόνος του ένα ποιητικό μικροσύμπαν, συνιστά μια μέθοδο και μια τεχνική που εντοπίζει στη λεπτομέρεια το επιμέρους, το αποσπασματικό, το νόημα και την ουσία της ύπαρξης, είτε πρόκειται για την ύπαρξη μέσα και μέσω της ζωής, είτε μέσω της τέχνης.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Η φωνή του Μυλόπουλου είναι χαμηλή, δεν διακρίνεται από εξάρσεις ή αυξομειώσεις και αυτό ακριβώς ενισχύει την οικείωση του αναγνώστη με την ποίησή του. Παρόλο που τα ποιήματά του δεν κρύβουν τον αυστηρά τεχνουργημένο τους χαρακτήρα, επενδύονται με τον τόνο μιας ομιλίας χαμηλόφωνης, απόλυτα γήινης, έτσι που η πρόσληψή τους να μην παρουσιάζει προσκόμματα ή δυσκολίες, ακόμα και εκεί που οι λέξεις και η σύζευξή τους εκτρέπεται κατά πολύ από το τυπικό ακόμα και μιας πεποιημένης ομιλίας. Αυτή ακριβώς είναι και η ιδιοτυπία της ποίησης του Μυλόπουλου, το γεγονός δηλαδή ότι ενώ η σύνθεση είναι απόλυτα πλαστουργημένη, το κλίμα και η ατμόσφαιρά της είναι, με τον ίδιο απόλυτο τρόπο, απροσποίητη, έτσι που η ποίηση μοιάζει να εισχωρεί στο οικείο λεκτικό του καθενός για να το μεταστοιχειώσει, να το μεταπλάσει, προσδίδοντας έτσι στο μεταξύ τους όριο μια ρευστότητα που τόσο έχει ανάγκη η σύγχρονη έκφραση. Ο προσανατολισμός, άλλωστε, αυτός έρχεται για να ποικίλει και να εμπλουτίσει το νεοελληνικό ποιητικό πεδίο με μια διαφορετική προσέγγιση πάνω στον ποιητικό λόγο, με ένα διαφορετικό ύφος και ήθος, που βρίσκει στη χαμηλόφωνη έκφραση και έκθεση τον δρόμο για την καταβύθιση στην αλήθεια της ζωής, στην αλήθεια του χρόνου που τη διατρέχει.

Ο χρόνος αποτελεί, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλα θέματα, το στοιχείο εκείνο που λειτουργεί ως πυρήνας από τον οποίο εκκινεί και γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η δημιουργική τέχνη του ποιητή. Ο χρόνος, κυρίως στη διάσταση του παρελθόντος, αναδεικνύεται ως η απόλυτη μέριμνα του Μυλόπουλου στο μέτρο και στον βαθμό που κανοναρχεί και κυριαρχεί όχι τόσο στη ζωή, όσο στην τέχνη του. Πρόκειται για τη μνήμη που επανέρχεται σαν μια σειρά και συσσώρευση στιγμών που διεκδικούν τη μνημείωσή τους, αλλά και ως έννοια συγκεκριμένη και αφηρημένη ταυτόχρονα η οποία, μάλιστα, δεν αποτελεί μονάχα προσωπικό κτήμα, προσωπική κατάκτηση και περιορισμένο, απολύτως προσωπικό χώρο, αλλά συλλογική και συνεκτική δύναμη που τοποθετεί τον ποιητή μέσα σε ένα πρώτο πληθυντικό, το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο τους ομηλίκους, αλλά τον άνθρωπο γενικά, σε όποια ηλικία και φάση κι αν βρίσκεται: Τώρα που οι μέρες της ανέχειας μεγαλώνουν/ Στον πυρετό βυθιζόμαστε της θύμησης καθώς/ Βιοποριζόμαστε αμυδρά απ’ τις φωνές μας μόνο/ Σε δημόσια πια εθισμένοι εκτέλεση («Αχνά σημάδια»). Κι αυτό γιατί η αναμνηστική λειτουργία και διάθεση προσφέρει σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα ενός απολογισμού και της περίσκεψης πάνω στον ρόλο και τον στόχο του μέσα στη συγκυρία. Αν μάλιστα η συγκυρία αυτή είναι τόσο ρευστή όπως η σύγχρονη, τότε η καταφυγή στη μνήμη αποτελεί τη μόνη ασφαλή ατραπό που θα οδηγήσει στην επιθυμητή βεβαιότητα, τη σταθερότητα που έχει ανάγκη ο άνθρωπος προκειμένου να περισώσει –κυρίως, όμως, να επικυρώσει– την ύπαρξή του.

{jb_quote}Τα περισσότερα από τα ποιήματα του Μυλόπουλου, πράγματι, λειτουργούν σαν αποτυπώσεις αισθητηριακές, οι οποίες όμως δεν λιμνάζουν σε μια περιγραφική απεικόνιση, αλλά γίνονται η αφετηρία για την ποιητική ενατένιση της ίδιας της ζωής.{/jb_quote}

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ποίηση του Μυλόπουλου αποκτά μια διφυή υπόσταση και ταλαντεύεται ανάμεσα στην αποδοχή της δύναμης και, ταυτόχρονα, της αδυναμίας του ανθρώπου να ελέγξει τον χρόνο, της ικανότητάς του δηλαδή να μιλήσει γι’ αυτόν και με τον τρόπο αυτόν να τον ορίσει, να τον προσδιορίσει, να τον κλείσει μέσα στα στενά και ευρέα μαζί όρια του ποιήματος και, την ίδια στιγμή, της ανικανότητάς του να συγκρατήσει το πέρασμά του και όσα αυτό επιφέρει. Η όλη προβληματική, εν τέλει, κορυφώνεται καθώς μετακυλίει και ενσωματώνεται στο ζήτημα και το ζητούμενο του έρωτα, που αποτελεί τον άλλο μεγάλο πόλο της ποιητικής δημιουργίας του Μυλόπουλου. Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς για τα ερωτικά του ποιήματα είναι αυτή μιας εξυμνητικής διάθεσης και τάσης, μιας τρυφερής και ταυτόχρονα δυναμικής ενατένισής του ως ενέργειας καθοριστικής για την αναγωγή της ύπαρξης σε ένα επίπεδο ανώτερο, σε έναν χωροχρόνο πολύ πέρα από τον πάγιο και καθιερωμένο από την καθημερινή πράξη και πρακτική. Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Γιατί αν υπεισέλθει κανείς βαθύτερα στο νόημα και την ουσία της στιχουργίας του Μυλόπουλου, θα μπορέσει να αντιληφθεί τη ματαίωση που, όπως συμβαίνει και με τον χρόνο, συνέχει και εμποτίζει και τον έρωτα, την ερωτική ένωση που, συχνά, αποβαίνει και παρουσιάζεται ως διχασμός: Κι ο έρωτας πληγή/ Πυροφάνι αγιάτρευτο από την τόση αλμύρα.// Σε καιρούς κορεσμού της φαντασίας/ Ζευγαρωμένοι βαδίζουμε/ Μα πάντοτε μόνοι («Ερωτολόγιο»).

Θα μπορούσε κανείς εν τέλει να υποστηρίξει ότι το σύνολο των ποιημάτων του βιβλίου στρατεύονται στην από κοινού προσπάθεια να διερευνηθεί όχι τόσο ο χρόνος, ο έρωτας, η ύπαρξη, όσο η ψευδαίσθηση με την οποία είναι συνυφασμένες οι εκδηλώσεις όλων αυτών μέσα στη ζωή και μέσα στον κόσμο. Γιατί, στην πραγματικότητα, αν υπεισέλθει κανείς βαθύτερα και θελήσει να διερευνήσει την πρόθεση του ποιητή, πιθανότατα θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι εκείνο που κινητοποιεί και εμπνέει τη γραφίδα του είναι η τραγικότητα από την οποία είναι ποτισμένος ο ανθρώπινος βίος, μια τραγικότητα που το μόνο περιθώριο που αφήνει είναι αυτό της ανάδυσης ενός ανάμεικτου συναισθήματος από γλυκασμό και πόνο, από τρυφερότητα και ματαίωση, από ελπίδα και απελπισία μαζί. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός είναι που θρέφει την ποίηση, που την κάνει «δοχείο» της πικρής συνειδητοποίησης και κέντρο της περίσκεψης και του προβληματισμού για την αποδοχή και, εν τέλει, τη συμφιλίωση.

Ερασιτέχνης σχοινοβάτης
Νίκος Μυλόπουλος
Κοράλλι
88 σελ.
ISBN 978-960-954-282-1
Τιμή €8,48

Keywords
Τυχαία Θέματα