«Νυχτερινές ειδήσεις» του Νίκου Αδάμ Βουδούρη
Ξενυχτούσε και περίμενε, στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα προβαλλόταν σε επανάληψη η μεγαλύτερη επιτυχία του, δηλαδή η μοναδική επιτυχία του. Μια σαπουνόπερα ανάξια του ταλέντου του. Αυτό, του το λέγανε οι στενοί του φίλοι. Έβγαλε λεφτά απ’ αυτό, καθημερινή σειρά με υψηλή θεαματικότητα, από κάποιο επεισόδιο και μετά ο ρόλος του μεγάλωσε, σχεδόν πρωταγωνιστής. Αγόρασε τότε τα ωραία έπιπλα και το αμάξι του, το σπίτι αυτό το πήρε με δάνειο, το αμάξι το πούλησε και μεθαύριο χάνει το σπίτι. Μεθαύριο έρχονται οι κλητήρες. Κάθεται στα σκοτάδια και περιμένει να δει τον εαυτό του, ήτανε ωραίος τότε.
{loadmodule
Κοιμήθηκε χαράματα, ξύπνησε προχωρημένο απόγευμα προς βράδυ, άναψε όλα τα φώτα. Κοίταξε την ώρα, ήτανε αργά για να πιει καφέ, νωρίς για ουίσκι, για τσαγάκι όμως; ήτανε καλή ώρα για τσαγάκι. Με το φλιτζάνι στο χέρι έκανε τις βόλτες του. Χάιδευε τα έπιπλα, ίσιωνε τα κάδρα, κατόπιν πήρε το μπιτόνι με το πετρέλαιο, που προμηθεύτηκε χτες, με το φλιτζάνι στο ένα χέρι το μπιτόνι στο άλλο περιφερότανε από δωμάτιο σε δωμάτιο, κάπου-κάπου στεκότανε όρθιος και έτριβε τα πέλματά του στο ακριβό παρκέ, τα έτριβε με μανία μέχρι να ζεσταθούνε οι πατούσες του. Βγήκε στη βεράντα, άφησε το μπιτόνι κι επέστρεψε στο καθιστικό, τέλειωσε το τσάι και ξεκίνησε γενική καθαριότητα. Κατά τις έντεκα έκανε διάλειμμα για τσιγάρο, ήπιε και μια γουλιά ουίσκι. Έκανε μια σύντομη επιθεώρηση, εντάξει, τα πάντα καθαρά εκτός από το πάτωμα, του έμενε μόνο αυτό, το άφηνε πάντα τελευταίο. Σκούπισε, σφουγγάρισε, και έπειτα έπεσε στα τέσσερα και με το κατάλληλο κρεμώδες υγρό, με το ειδικό, απαλό πανί, γυάλιζε το παρκέ, το έκανε να αστράφτει και σκεφτόταν πως δεν είχε στήθη βαριά να πηγαίνουν πέρα-δώθε έτσι καθώς έτριβε την ξύλινη επιφάνεια, ούτε είχε τορνευτούς γοφούς σαν τις παλιές νοικοκυρές που φρόντιζαν πεσμένες στα γόνατα τη λάτρα του σπιτιού τους, μετά σκέφτηκε κι άλλα.
Όρθιος τώρα, περπατά σέρνοντας τα πόδια του σα να κάνει πατινάζ, μα δεν φορά πατίνια, απλώς πατάει πάνω σε δυο χνουδωτά πατάκια και κάνει βόλτες σ’ όλο το σπίτι, έτσι ολοκλήρωσε τη δουλειά του. Καθρέφτης το παρκέ. Κάθισε αναπαυτικά κι έβλεπε τα λιγοστά καλόγουστα, και κάπως εξαντρίκ, έπιπλα του ευρύχωρου σαλονιού να καθρεφτίζονται στη λαμπερή επιφάνεια, σηκώθηκε να βάλει ένα ποτό και να ανάψει και κάτι επιτραπέζιες λάμπες για να φαίνεται το γυαλισμένο δάπεδο ακόμα πιο εντυπωσιακό. Γλίστρησε, παραλίγο να πέσει, αναποδογύρισε ένα μικρό τραπέζι, ξύπνησε από τον θόρυβο τη γάτα του, ήρθε κι αυτή και τρίφτηκε για λίγο στα πόδια του, μετά άρχισε τις βόλτες της με νωχελικό βήμα, εκείνος με το ποτό στο χέρι χάζευε το είδωλο του χαριτωμένου αιλουροειδούς στο απαστράπτον δάπεδο. Έλα, της φώναξε και κάθισε στην πολυθρόνα του, η γάτα τον αγνόησε.
Σηκώθηκε ξανά και ξανά για να γεμίζει το ποτήρι του, γλίστρησε μια-δυο φορές ακόμα μα ισορροπούσε πάντα εγκαίρως, τέλος τ’ αποφάσισε, παράτησε το ποτήρι, πήρε το μπουκάλι αγκαλιά και χώθηκε στην πολυθρόνα. Αφού βάρυνε από το πολύ ποτό κι αφού ήρθε και η γάτα στην αγκαλιά του, άνοιξε την τηλεόραση, του άρεσε πάντα να βλέπει τις νυχτερινές ειδήσεις καθώς περίμενε να δει την αφεντιά του. Δεινά, καταστροφές, η πείνα που θερίζει, φωτιές που ξεχαστήκαν, βροχές που θα έρθουν, όχι απλές βροχές αλλά δυνατές, ικανές να δημιουργήσουνε πλημμυρικά επεισόδια. Πλημμυρικά επεισόδια, επανέλαβε μιμούμενος τη φωνή του εκφωνητή.
Το γατί κλαψούρισε, το χάιδεψε απαλά, τύλιξε τα δάχτυλά του στον λαιμό του ζώου, τα έσφιξε ελαφρά, το γατί αγρίεψε, το καθησύχασε με τρυφερά λόγια, ανασήκωσε το ξεχειλωμένο του μακό και κείνο κρύφτηκε από κάτω. Αισθάνθηκε την απαλή γούνα κατάσαρκα στο στομάχι του. Κάθε φορά που μετατοπιζόταν στο κάθισμά του, το γατί ξυπνούσε, ανεπαίσθητες νυχιές τον έκαναν να χαμογελά. Το κανάκευε, του μιλούσε γλυκά και κείνο γουργούριζε ευχαριστημένο.
Λαγοκοιμόταν καθώς ρουφούσε το ποτό του ακούγοντας τα ζοφερά νέα, αυτό που ξεχώρισε, εκτός από τα πλημμυρικά επεισόδια, ήτανε η πρόβλεψη για παγωμένα σπίτια τον χειμώνα μιας και το κόστος της θέρμανσης θα έφτανε στα ύψη. Τον πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα με την τηλεόραση ανοιχτή. Κοιμήθηκε και το γατί. Σε καμιά ώρα ξύπνησε. Η σαπουνόπερα δεν είχε ξεκινήσει. Κρύωνε, έπιασε πάλι το μπουκάλι, είχε τελειώσει το δελτίο ειδήσεων, τώρα έπαιζε ένα ξενόγλωσσο πρόγραμμα, κάποιος έλεγε ανέκδοτα κι ακούγονταν γέλια και χειροκροτήματα κονσέρβα. Κρατώντας το γατί αγκαλιά, φασκιωμένο μέσα στην μπλούζα του, σηκώθηκε για να κατουρήσει. Τύφλα καθώς ήτανε, σωριάστηκε μπρούμυτα, τα εκατό κιλά του ήτανε πολλά για το μικρό ζωάκι, το καταπλάκωσε και κείνο ούρλιαξε. Τώρα! είπε και πάλεψε να το ακινητοποιήσει στην αγκαλιά του, μάζευε τα μπράτσα του, κράταγε σφιχτά το μπλουζάκι του μπας και το ζουπήξει, και το σκάσει, πίεζε με τον κορμό του το παρκέ, μα από αυτή την αστεία συμπλοκή των λίγων δευτερολέπτων βγήκε χαμένος, το γατί με νυχιές και ελιγμούς κατάφερε να απεγκλωβιστεί νιαουρίζοντας σπαραχτικά. Αυτός μυξοκλαίγοντας, μισογελώντας, κατουρήθηκε εκεί, πεσμένος μπρούμυτα, κι αποκοιμήθηκε.
Όταν ξύπνησε, έξω ήταν ακόμα νύχτα, η σαπουνόπερα είχε από ώρα τελειώσει, τουρτούριζε μουδιασμένος σύγκορμα, χαϊδεύτηκε για να ζεσταθεί και τότε είδε το ματωμένο του μακό, κατάλαβε στο στομάχι και στο στήθος του τις νυχιές της γάτας. Έριξε μια ματιά μπας και την εντοπίσει. Άφαντη. Σηκώθηκε με δυσκολία, έβγαλε την μπλούζα του, κοιτούσε το είδωλό του στην τζαμαρία της βεράντας, ψαύοντας τις γρατζουνιές, που ήταν ακόμα νωπές, μάτωσε τα δάχτυλά του, τα έγλειψε ένα-ένα, είδε το μπιτόνι με το πετρέλαιο στα πόδια της αντανάκλασής του, στην τσέπη του είχε ένα κουτί σπίρτα, άναψε ένα κι έμεινε ακίνητος να κοιτάζει τη φλογίτσα, πώς καθρεφτίζεται στα τζάμια, έσκυψε λίγο, τώρα το είδωλο της φλόγας προβαλλόταν στο κέντρο ακριβώς του μπιτονιού. Μπουμ είπε, εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε και του έκαψε λίγο το χέρι. Άνοιξε τα τζάμια, σημάδεψε με το σβησμένο σπίρτο το μπιτόνι, μπουμ ξαναείπε, έπιασε το τηλέφωνο, πληκτρολόγησε έναν αριθμό, περίμενε να απαντήσουν, άκουσε μια νυσταγμένη φωνή. Ρε Θωμά, τι έπαθες; Τι θες τέτοια ώρα; Δεν μιλούσε. Τι είναι, ρε Θωμά; μη με τρομάζεις, ξαναείπε η φωνή, τι είναι γαμώτο; Τότε ο Θωμάς είπε: Αν πηδήξω στο κενό θα σκοτωθώ, θα πάω στον αγύριστο, το γατί όμως; Γιατί αν πηδήξω, με το γατί αγκαλιά θα πηδήξω. Τι λες, ρε Θωμά, με το γατί αγκαλιά, με το γατί αγκαλιά; Μη με τρομάζεις, ρε Θωμά, κοιμήσου σε παρακαλώ, τι να πηδήξεις με το γατί αγκαλιά, μίλα μου, ρε Θωμά. Μετά από μια παύση ο Θωμάς είπε: Πώς αλλιώς να γίνει; κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι Μεσσηνίας. Απ’ τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του Ο βυθός είναι δίπλα (διηγήματα) και Καϊάφας (μυθιστόρημα). Προσεχώς θα εκδοθεί το τρίτο βιβλίο του, με τον τίτλο Γλυκάνισος.
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Survivor: Έσπασε η γκίνια των Μαχητών στα έπαθλα φαγητού;
- Ξέσπασε στο Survivor ο Γιάννης Τσολάκης – «Όλο αυτό μου βγάζει μια έκρηξη, δεν αντέχω άλλο»
- Ο Πάνος Κιάμος μίλησε αποκλειστικά στο «MEGA Star»
- 7 τάσεις που αγαπούν τα πιο fashionable κορίτσια της Generation Z
- Βιβλιοπωλεία σπάνε την απαγόρευση του «Maus» σε σχολεία του Τενεσί
- «Νυχτερινές ειδήσεις» του Νίκου Αδάμ Βουδούρη
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Diastixo
- Τελευταία Νέα Diastixo
- «Νυχτερινές ειδήσεις» του Νίκου Αδάμ Βουδούρη
- Άννα Δενδρινού
- «Μιστέρο Μπούφο» του Ντάριο Φο σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Άνεσις
- Τα οφέλη και η παγίδα του βραδινού διαβάσματος
- Βιβλιοπωλεία σπάνε την απαγόρευση του «Maus» σε σχολεία του Τενεσί
- Κάρλο Γκολντόνι
- Ρούμπεν Νταρίο
- Άγγελος Τερζάκης. Αγωνιών και άγρυπνος
- Ευάγγελος Κοροβάγκος
- «Το ατέλειωτο της μνήμης μυστικό» του Λεωνίδα Κακάρογλου
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- 7 τάσεις που αγαπούν τα πιο fashionable κορίτσια της Generation Z
- Ο Πάνος Κιάμος μίλησε αποκλειστικά στο «MEGA Star»
- Ξέσπασε στο Survivor ο Γιάννης Τσολάκης – «Όλο αυτό μου βγάζει μια έκρηξη, δεν αντέχω άλλο»
- Survivor: Έσπασε η γκίνια των Μαχητών στα έπαθλα φαγητού;
- Survivor: Κατέρρευσε η Ευρυδίκη Παπαδοπούλου – «Δεν θέλω να μου μιλάει κανείς»
- Survivor: Η Μυριέλλα Κουρεντή δεν παύει να διακρίνει τις αρετές του Κατσαούνη
- Ο Αλέξανδρος Τσουβέλας στο Provocateur
- Τάσος Ξιαρχό: Κι όμως ανέβασε φωτογραφία με την Κόνι Μεταξά