«Όποιος δεν έκλεψε ποτέ του λεμόνι, να σηκώσει το χέρι» της Ευαγγελίας Χαραλάμπους-Παυτίνου

Λεμόνια. Λεμόνια μικρά, μεγάλα, γυαλιστερά, με μυρωδιά θεία, ειδικά τη στιγμή που τα έκοβε από το δέντρο. Στα κλεφτά. Ποτέ της δεν είχε φλερτάρει με την παρανομία, αλλά τώρα τελευταία, τα λεμόνια την κοίταζαν σχεδόν με αυθάδεια και της στένευαν τα περιθώρια.

Ήταν πρωινός τύπος, το σώμα της άλογο που ήθελε να ξαμοληθεί, να τρέξει στα λιβάδια, στο πάρκο στην αντίστοιχη περίπτωση. Ένα μισαωράκι πριν από το δικαστήριο, αλλιώς δεν έβγαζε τη μέρα. Τα τελευταία χρόνια έτρεχε κάθε πρωί ανελλιπώς, ακόμα και με ψιλόβροχο, αλλιώς ένιωθε κάτι να κλειδώνει μέσα της και να χτυπιέται σαν κλειστοφοβικό

γατί.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Τις τελευταίες μέρες ξεσήκωσε καινούριο χούι. Τα λεμόνια. Ήταν να μην κλέψει το πρώτο λεμόνι. Πριν από μία εβδομάδα έγινε το πρώτο συμβάν. Σταμάτησε το τρέξιμο μπροστά από ένα σπίτι με μπλε πόρτα για να δέσει τα κορδόνια της. Δύο τεράστιες λεμονιές, φορτωμένες τόσο πολύ με λεμόνια, που αν είχαν φωνή, θα την εκλιπαρούσαν να τις απαλλάξει από το βάρος. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Άπλωσε το χέρι και μέσα σε δευτερόλεπτα τα έχωσε στην τσέπη της. Ίσα που χώραγαν, τα ένιωθε σε όλη τη διαδρομή. Την επομένη σταμάτησε πάλι έξω από το σπίτι με την μπλε πόρτα. Το παρατήρησε λίγο καλύτερα. Το πόμολο της πόρτας είχε σκουριάσει, το χρώμα είχε ξεβάψει με τα χρόνια, ευχαρίστως θα δεχόταν ένα χέρι φρεσκάρισμα. Και ο κήπος έμοιαζε τελείως παρατημένος. Αγριόχορτα είχαν φυτρώσει, τα παράθυρα ήταν κλειστά, η Νιόβη υπέθεσε πως το σπίτι πρέπει να ήταν εγκαταλελειμμένο. Μόνο οι λεμονιές ήταν ακμαιότατες και υπερπλήρεις. Και κάπως έτσι έγινε και η δεύτερη κλεψιά. Και μέσα σε μια βδομάδα, τα κλοπιμαία άρχισαν να στοιβάζονται στο ψυγείο. Μα περνιέται αλήθεια για κλεψιά;

Και έπειτα, τι είναι η ηθική; Δεν έχει να κάνει ξεκάθαρα με την οπτική γωνία με την οποία βλέπεις τα πράγματα; «Η ηθική είναι ένα λάστιχο, που το τεντώνεις όσο θες», της είπε προχθές η κυρία που μένει στο απέναντι διαμέρισμα. Η κυρία Βάσω, με το καροτί μαλλί και τη βλεφαρίδα κάγκελο από το πρωί, κι αυτή την αγωνία στο βλέμμα αν περνάει ακόμα η μπογιά της. Συναντήθηκαν στο ασανσέρ, ούτε καλημέρα δεν είπαν. Αυτό μόνο. Και το μάτι κάτω από τη βλεφαρίδα να την καρφώνει.

«Αυτό με το τεντωμένο λάστιχο κολλάει κάπου;» τη ρώτησε η Νιόβη.

«Κολλάει. Πώς δεν κολλάει. Σε είδα πώς με κοίταξες. Σαν να με δικάζεις. Και δεν σου πέφτει λόγος». Μάλλον η κυρία Βάσω είχε στον νου της το πρωί. Είχε συναντηθεί κρυφά με τον εραστή της στο πάρκο, αχάραγα, την ώρα που η Νιόβη έκανε τζόκινγκ. Πέτυχε το παράνομο ζεύγος την ώρα που αντάλλαζαν καυτά φιλιά και πασπατευόντουσαν πίσω από τις φυλλωσιές. Οι δύο γειτόνισσες κοιτάχτηκαν, ο εραστής δεν πρόλαβε να καταλάβει και πολλά, ήταν πολύ συγκεντρωμένος στο πασπάτεμα. Πρέπει να αρχίσω να δουλεύω λιγότερο, σκέφτηκε η Νιόβη. Κι όμως το δικαστήριο το κουβαλάς μέσα σου, δεν είναι παλτό να το αφήσεις στην είσοδο, στον καλόγερο.

Και σήμερα, από το πρωί έχει μια αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί, μόνο που δεν μπορεί να προσδιορίσει αν η ζυγαριά του γεγονότος γέρνει προς το καλό ή το κακό. Πάντως κάτι θα γίνει. Είναι έξι και δέκα το πρωί, έχει ελάχιστη ψύχρα, ίσα για να τσιτώσει το δέρμα και ο ήλιος ανεβαίνει σταθερά. Τρέχει με ρυθμό αλέγκρο, ακούει μέσω ακουστικών κουβανέζικη μουσική και είναι αλλού. Σε μισή ώρα θα ξυπνήσει η άλλη της ζωή, η τετράγωνη, αλλά για την ώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να πάρει την πρωινή δόση αλητείας. Σταματάει έξω από το γνωστό, μάλλον εγκαταλελειμμένο σπίτι με τις λεμονιές και την μπλε πόρτα. Ρίχνει μια ματιά στα γρήγορα, μην την πάρει κανένα μάτι, και πλησιάζει τα λεμόνια με σβέλτες κινήσεις.

Την ώρα που τα κόβει νιώθει μια τέτοια ηδονή, που συνδέεται με κατώτερα ένστικτα. Σαν να κόβει το νήμα της ζωής ενός πλάσματος, ηδονή και ναυτία μαζί. Μια αίσθηση υπεροχής και την ίδια στιγμή μια πλήρης συναίσθηση μικροπρέπειας. Δικαστές την κοιτάνε αυστηρά, αγορεύουν ποινές, νιώθει το μέσα της να συρρικνώνεται. Ο θρίαμβος της κενότητας κονταροχτυπιέται με μια αίσθηση ζωντάνιας. Δεν θυμάται να ένιωθε ποτέ τόσο ζωντανή, όσο τη στιγμή που αποσπάει τα λεμόνια από το δέντρο.

«Καλέ! Σαν δεν ντρέπεστε!»

Παγώνει από την τσιριχτή φωνή, είναι τόσο δυνατή που επισκιάζει ακόμα και τη μουσική. Βγάζει τα ακουστικά, της πέφτει το κινητό από το χέρι, το ένα λεμόνι που πρόλαβε να κόψει γλιστράει στον δρόμο.

Κοιτάει για να δει ποιος την τσάκωσε, τα χέρια της ιδρώνουν.

Η φωνή ανήκει στην κυρία του απέναντι σπιτιού. Η Νιόβη τη βλέπει να διασχίζει τον δρόμο με απειλητικές διαθέσεις. Φοράει ένα παρδαλό φόρεμα με τεράστια λουλούδια, που μέχρι και αυτά μοιάζουν να θέλουν να της κάνουν επίθεση. Το λίπος ξεχειλίζει από παντού και το ύψος της δεν τη βοηθάει καθόλου. Ένα καλοξυσμένο μολύβι συγκρατεί ψηλά τα μαλλιά της. Προσγειώνεται σε απόσταση εκατοστών από τη Νιόβη. Τη στραβοκοιτάζει. Κραδαίνει ένα μικρό ριγέ χαλί με τεράστιους λεκέδες και το χτυπάει με τη βέργα για να φύγει η σκόνη, σαν να βρισκόμαστε στα Μέθανα στη δεκαετία του ’50, χωρίς να έχει μεσολαβήσει ο θρίαμβος της ηλεκτρικής σκούπας.

«Σας είδα. Που κλέβετε τα λεμόνια. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Το έχετε κάνει σύστημα, μου φαίνεται».

Η Νιόβη δεν απαντάει, δεν έχει τι να πει. Δεν την είχε σκεφτεί αυτή την πιθανότητα, είναι η αλήθεια. Ξαφνικά η μικρή της παρανομία λαμβάνει διαστάσεις σοβαρές.

«Μα κοτζάμ δικαστίνα! Γιατί σας ξέρω. Εσείς δεν μένετε στην Αστυδάμαντος; Εκεί που κάνει κούρμπα ο δρόμος, σ’ αυτή την τεράστια πολυκατοικία; Η κουνιάδα μου μένει απέναντι, σας ξέρουμε, κυρά μου. Άκουσον άκουσον. Τι παράδειγμα θα δώσετε στην κοινωνία; Σας λείπουν δύο ευρώ; Ας γελάσω. Χάθηκε να πάτε μέχρι τον μπακάλη; Να στηρίξετε λίγο την οικονομία; Μόνο να παίρνετε ξέρετε; Και να αμολάτε πρόστιμα και φυλακίσεις; Αλλά έννοια σας και σας έβγαλα φωτογραφία επί το έργον! Θα το δώσω εγώ στον γιο μου να το βάλει στα φέισμπουκ. Ρεζίλι των σκυλιών θα γίνεις. Θα γίνει βάιβαλ!»

«Viral», τη διορθώνει ασυναίσθητα η Νιόβη.

«Αυτό. Έχεις και μούτρα να με διορθώνεις; Εμείς δεν έχουμε τα πτυχία σου, κυρά μου, αλλά έχουμε τσίπα, τουλάχιστον!»

Σείεται ολόκληρη καθώς χτυπάει το χαλί με λύσσα. Το πρόσωπό της ιδρώνει από την ένταση, το πορτοκαλί κραγιόν μετατοπίζεται στα δόντια.

Η Νιόβη βήχει, όλη η σκόνη τής έρχεται στα μάτια και στη μύτη. Κάνει να φύγει, σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να τα βάλει με αυτή την κυρία. Θα τη νικήσει το παρδαλό φουστάνι κατά κράτος.

«Σας παρακαλώ! Αφήστε την». Άναυδες και οι δύο, παρατηρούν την μπλε πόρτα που τρίζει καθώς ανοίγει διάπλατα. Ένας κύριος καλοστεκούμενος, υπερβολικά ψηλός, τις πλησιάζει.

«Εδώ είστε, κύριε Γιώργο;» η γειτόνισσα έγινε ξαφνικά μελιστάλαχτη. «Νόμιζα πως λείπατε, έχω καιρό να σας δω. Μα τι κάνετε κλεισμένος μέσα; Και ο κήπος σας… Παρατημένος. Ζιζάνια μέχρι τη μύτη μου, αν είναι ποτέ δυνατόν. Άρρωστος ήσασταν;»

Ο κύριος δεν απαντάει, πλησιάζει μόνο τη Νιόβη, αγνοώντας τις αδιάκριτες ερωτήσεις. Όσο πιο πολύ την αγνοεί, τόσο πιο πολύ σκυλιάζει εκείνη.

«Κύριε Γιώργο, εδώ, η κυρία. Δεν θα το πιστέψετε. Εδώ, κοτζάμ κυρία. Δικαστίνα. Να σας κλέβει τα λεμόνια. Και όχι μόνο σήμερα. Μια βδομάδα τώρα. Αλλά έννοια σου και θα δει τι θα πάθει!»

«Φτάνει!» υψώνει τον τόνο της φωνής, τόσο, που η κυρία κονταίνει και μαζεύει κι άλλο. Δεν θυμάται να τον έχει ακούσει ποτέ να φωνάζει, τόσα χρόνια. «Και εσάς τι λόγος σάς πέφτει; Κάντε τη δουλειά σας με τα χαλιά σας, δεν θέλουμε μπάτσους και ρουφιάνους στη γειτονιά!»

Το χαλί τρέμει στα χέρια της. «Δεν σας επιτρέπω!» Χτυπάει το χαλί με τη βέργα ανάμεσα στο πρόσωπό τους, σαν να θέλει να κηρύξει τη λήξη του συμβάντος. Το χαλί θα πει την τελευταία λέξη. Αποχωρεί μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια.

Η σκόνη μπαίνει τώρα στη μύτη και των δυο τους. Βήχουν, γελάνε από αμηχανία.

«Σας παρακαλώ πολύ. Πολύ. Μη σταματήσετε να μου... παίρνετε λεμόνια. Θα ήταν... δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Απλά συνεχίστε. Κοιτάξτε πόσα λεμόνια! Κρίμα δεν είναι;»

«Με συγχωρείτε, κι εγώ δεν ξέρω τι με έπιασε. Με τα λεμόνια, εννοώ. Δεν έχω κλέψει ποτέ μου τίποτα, και τώρα…» προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις η Νιόβη.

«Μα ούτε που να το σκέφτεστε. Είναι κλεψιά τώρα αυτό;» σηκώνει τους ψηλούς του ώμους και της γελάει.

«Απλά, έβλεπα τις λεμονιές τόσο φορτωμένες, κι έπειτα, σκέφτηκα ότι αν δεν κόψει κάποιος τα λεμόνια, ο νόμος της βαρύτητας αργά ή γρήγορα θα τα φέρει στον δρόμο».

«Βέβαια, τα λεμόνια τώρα, στον δρόμο;» ο κύριος Γιώργος συνεχίζει το σκεπτικό της.

«Ναι, τα λεμόνια, τόσο γυαλιστερά, στον δρόμο, στην άσφαλτο, να χτυπιούνται, να βρομίζουν; Αυτό είναι ύβρις. Ύβρις απέναντι στη φύση», λέει η Νιόβη δείχνοντας το λεμόνι στο χέρι της.

«Μα τι ωραία που τα λέτε…» κοιτάει τα χέρια της.

Κοιτιούνται και δεν μιλάνε για λίγο.

«Περιμένετε λίγο, σας παρακαλώ», της λέει τελικά. Η Νιόβη κάθεται στο πεζούλι του δρόμου και σύντομα τον βλέπει να καταφθάνει με ένα ψάθινο καλάθι. Καθώς το γεμίζει με λεμόνια, νιώθει τους φθόγγους να γυροφέρνουν στο στόμα του χωρίς να βρίσκουν τη δίοδο για να βγουν. Θέλει να της πει για τους μήνες που έχει να βγει από το σπίτι, για τη γυναίκα του που αρνείται να την επισκεφτεί στο νεκροταφείο γιατί είναι σίγουρος πως αυτή είναι αλλού, για τα λεμόνια που θέλουν ένα χέρι σαν το δικό της να τα κόψει, να τους δώσει αξία. Για τον κήπο του που θέλει φροντίδα. Και πιο πολύ γι’ αυτήν. Να της πει πως εδώ και μια βδομάδα παραφυλάει στις έξι το πρωί και την περιμένει, την παρακολουθεί πίσω από τις γρίλιες. Και τι να της πει; Πόσο απαραίτητες του είναι αυτές οι κλοπές;

Γεμίζει το καλάθι μέχρι τέρμα και της το προσφέρει.

«Σας παρακαλώ πολύ, δεχτείτε τα. Τα λεμόνια μου είναι δικά σας», της λέει.

Κάτι πάει να ψελλίσει η Νιόβη, αλλά δεν την αφήνει. Τη χαιρετάει, στρίβει και ξαναμπαίνει στο σπίτι.

Το βράδυ, δύσκολα την παίρνει ο ύπνος. Και όταν πια έρχεται, την περιμένουν σκηνές που δεν μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο με όνειρα. Και σήμερα, ειδικά σήμερα, δικαστές με τις λευκές περούκες, σαν από ταινία, κοπανάνε τα σφυριά και μεροληπτούν εναντίον της. Γυναίκες που χτυπούν τα χαλιά την πολεμάνε με λεμόνια και πέτρες. Κι αυτή θέλει να πει πολλά, αλλά δεν λέει τίποτα. Θέλει να τρέξει, αλλά δεν κάνει βήμα, μόνο βρίσκεται στο πρωτοδικείο και δεν λέει ούτε μια λέξη για να υπερασπιστεί τη θέση της. Η κλέφτρα των λεμονιών.

Ξυπνάει κάθιδρη και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Το ρολόι δείχνει τρεις και μισή. Για να την ξαναπάρει ο ύπνος, ούτε λόγος. Ας κάνει κάτι λοιπόν με όλα αυτά τα λεμόνια.

Το επόμενο πρωί αφήνει έξω από την πόρτα του δύο μπουκάλια με σπιτική λεμονάδα. Παρατηρεί τον κήπο, υπάρχουν εμφανή σημάδια βελτίωσης. Τα αγριόχορτα καθάρισαν, κάποιος πρέπει να έχει ρίξει πολλή δουλειά, παρόλο που τα παράθυρα παραμένουν κλειστά. Έστω, σκέφτεται και προσπαθεί να φανταστεί τον ψηλό άντρα να περιφέρεται μες στο σπίτι.

Παρατηρεί τα λεμόνια, αλλά τώρα πια το χούι της με την κλοπή κάπως μοιάζει παράταιρο. Αναρωτιέται αν η γειτόνισσα την κρυφοκοιτάζει πίσω από τα παράθυρα. Δεν βαριέσαι, θα έπρεπε να με ευχαριστεί που της έδωσα τροφή για τέτοιο κουτσομπολιό. Θα πρέπει να είμαι το θέμα της εβδομάδας της, σκέφτεται και συνεχίζει να τρέχει.

Κάθε πρωί περνάει έξω από το σπίτι με την μπλε πόρτα, μέχρι που, έναν μήνα αργότερα, όταν πια οι λεμονιές έχουν ανθίσει, βλέπει ένα γράμμα στερεωμένο με μανταλάκι πάνω σε ένα κλαδί. «Προς κυρία πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου», γράφει – δεν χωράει αμφιβολία, γι’ αυτήν είναι.

Η γειτόνισσα του ψηλού κυρίου, αρκετό καιρό μετά, βλέπει ένα παράξενο αλλά εντελώς συμβατό ζευγάρι να παραφυλάει στην άκρη του δρόμου. Ο κύριος κρατάει τσίλιες, παρόλο που το ύψος του δεν τον βοηθάει καθόλου, και η κυρία αρπάζει με φοβερή ταχύτητα τα σύκα. Λίγα δευτερόλεπτα κρατάει η κλοπή και άλλα τόσα η απόλαυση των ζουμερών καρπών στα κρυφά. Τι κι αν η εποχή των λεμονιών έχει παρέλθει; Τώρα είναι η περίοδος των σύκων.

Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε το 1980 στην Πάφο. Σπούδασε Ελληνική φιλολογία στο E.K.Π.Α. και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Διαθέτει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α.). Διηγήματα και παραμύθια της έχουν διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα και Κύπρο. Διηγήματα και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, 121 words, periou.gr, fractalart.gr, koukidaki.gr και στο λογοτεχνικό περιοδικό Άνευ. Το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο Κατακαλόκαιρο, είναι υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.

Keywords
λεμονι, μπλε, θες, ώμους, θεατρο, ελλαδα, κυπρος, blogspot, μωβ, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, ελληνικο ανδρικο casting , αξια, Καλή Χρονιά, η ζωη ειναι ωραια, φεισμπουκ, το θεμα, βημα, γυναικα, γωνια, δουλεια, ζιζανια, ηδονη, ηθικη, θεμα, κηπος, λουλουδια, μουσικη, μωβ, ονειρα, περιοδος, ρωτησε, υβρις, υψος, φιλια, φωτογραφια, ψυγειο, ωρα, blogspot, αγωνια, αμηχανια, αρθρα, ακουστικα, αλογο, ασανσερ, απλα, βδομαδα, βλεμμα, βραδυ, βρισκεται, γινει, γραμμα, δερμα, δεντρο, διδακτορικο, διηγηματα, δειχνει, δοντια, δωσει, δρομος, διπλωμα, εγινε, ειπαν, ειπε, εβδομαδα, εννοια, εξι, εποχη, επρεπε, ερχεται, ευαγγελια, ζευγος, ζυγαρια, ζωη, ζωης, ιδια, ηλιος, υπνος, καλημερα, εκδοσεις, κινητο, κουζινα, κυριε, κυρια, κι αλλο, κλοπη, λεκεδες, λεμοναδα, λεμονια, ληξη, λυσσα, μαλλια, ματια, ματι, μεθανα, μηνες, μπλε, μικρο, μυθιστορημα, μυτη, νημα, ο ηλιος, παραμυθια, πιο πολυ, πορτα, πρωι, ρεζιλι, ρολοι, σιγουρος, συντομα, σημαδια, σκηνες, σκιουρος, σωμα, σπιτι, στομα, συκα, τυπος, τι ειναι, τρεξιμο, φωνη, φορα, χερι, χαθηκε, χρωμα, ψηλος, ανηκει, αρρωστος, ερωτησεις, κηπο, κρυφα, λιπος, μια ματια, μοιαζει, μπροστα, νεκροταφειο, ριγε, σφυρια, θεια, ώμους, χερια, ζευγαρι
Τυχαία Θέματα