«Ποιήματα για ποιητές» του Αλέξιου Μάινα

Η ΑΦΡΙΚΗ ΤΟΥ ΡΕΜΠΟ

(Η ανηφόρα, ο ήλιος, η διάχυση.)

Κόκκινες φωτογραφίες δρόμου
αέρας που λιώνει στον θάμνο
τούφες τούφες καφέ παιδιά
μια ρόδα σ’ έναν άδειο τοίχο
από χώμα

μια παλιά κούραση στη σκόνη
ένα παλιό δέντρο
μ’ ένα κομμάτι εφημερίδας
στα κλαδιά.

ΑΚΟΥΜΠΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗ ΣΟΜΠΑ
Ο ΓΙΕΣΕΝΙΝ ΨΙΘΥΡΙΖΕΙ

(Κομμένων και βλαστών.)

Ήρθε και πάλι η άνοιξη.
Τα σύννεφα διαλύονται για λίγο.
Οι χήνες επιστρέφουν.
Το σούρουπο

δεν πείθεται.
Το δειλινό δεν πείθει.

Το τζάμι αυτό δεν είναι γλάστρα.
Λουλούδια και χαλίκι. Κάποιες φρέζες.
Τα άνθη, οι φρέζες – και γλυσίνες σε τσαμπιά.
Τα άνθη, ο πάγκος, το ψωμί
τα χέρια σου στο τζάμι.
Τα χρώματα των άσπρων σκύλων.
Ο αέρας που ακουμπά στον σβέρκο σου.
Τα όντα, ο ήλιος…

Ήρθε για λίγο η άνοιξη
και τα ’φερε ένα απόγευμα
στον νου μου.

ΟΜΗΡΟΣ

(Το στόμα βγάζει στάχτες.)

Σου γράφω στην κουζίνα την ώρα του δείπνου
Ελένη
γιατί
τώρα
που
έφυγες
δεν θέλω
να τρώω
μόνος.

Η ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ ΚΟΙΤΑ ΤΑ ΔΥΟ ΜΑΧΑΙΡΙΑ

(Σαλάτα με κυπαρίσσια.)

Μου γράφεις,
επειδή λες πως για σένα πέθανα
και θα με ξεχάσεις,
απ’ την αιωνιότητα των χαρτιών
γιατί μόνο τα γραπτά μένουν,
καλώντας με μια Κυριακή το βράδυ.

Έβαλες λουλούδια ήδη έβαλες κεριά.
Ήδη ο θάνατός μου κάθισε
με τη λήθη σου και τρώνε.

Ο ΡΙΛΚΕ ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΕΤΑΙ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

(Αμφίβολες οι νίκες του εφικτού.)

Εδώ θα υπήρχε ένα παγκάκι
σαν όχθη.
Μια αόριστη απειλή.
Εκεί η σειρά από λόφους
με τα θηράματα.
Εδώ κι εκεί η σιωπή –
αδύνατη σ’ όποιον την ψάχνει.

Τα διπλοσάινα κι οι βαρβακίνες.
Στους θάμνους με τα λαγοκέρασα
μια αλεπού.
Κανείς που οδοιπορεί
δεν λέει υπήρξαμε ως εδώ
και φτάνει.

Εδώ ας είναι ένα παγκάκι.
Πρώτα θα σκοτεινιάζει
το λιβάδι ζωντανό.
Τα σμέουρα. Μετά η ερυθρελάτη
κι οι αμμόλιθοι της στέρνας
με τα σκυμμένα μέσα της
παιδιά.
Η σιωπή της οικογένειας
στην είσοδο του δάσους,
τα χρυσόψαρα κι η δύση
σαν κόκκινα φλουριά
κυλάνε απόψε στα νερά
του ανήμπορου
βυθού μου.

Ο ΤΣΕΛΑΝ ΣΕ ΜΙΑ ΣΟΦΙΤΑ ΑΠΟΜΕΡΑ
ΦΟΒΑΤΑΙ ΜΗΝ ΜΗΔΙΣΕΙ

(Ψιλόβροχο σαν πρόποση
πνιγμένη από το σάλιο.)

Σβήσε το φως και στάσου στα παράθυρα –
σκοτείνιασε. Το σούρουπο θ’ αφήσει
δυο σκεπές και μια στροφή του δρόμου.
Ω μείνε στο παρόν, μυαλό μου.
Βυθίστηκες στην ποίηση χωρίς να δρέψεις λάφυρα.
Θα βγεις, ψυχή! Θα περπατάς τη νύχτα στο Παρίσι!

Η ΠΙΣΑΡΝΙΚ ΚΡΑΤΙΕΤΑΙ ΑΠ’ ΤΙΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ
[2η εκδοχή]

(Ξάπλωσε και λύσε τα σανδάλια.)

Σκληροί και τούτοι οι μήνες.
Έξι και δέκα – θάμπος. Η νύστα με διαλύει.
Οι λόφοι πέρα. Ο κάμπος.
Σύννεφα φέρνουν πιο κοντά τη νύχτα με τη μέρα.
Σφίγγω τα γόνατα μα δεν τα περιβάλλω.
Ο ήλιος δύει.
Ο ήλιος δύει.
Ο ήλιος δύει κι άλλο.

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΠΟΣΟ
ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΣΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
[2η εκδοχή]

(Απ’ το Ιόνιο γέρνοντας στο αιώνιο.)

Πότε θα ξαναρθείς
στο κόκκινο ακρογιάλι
της νιότης κέρινο «θέλω».

Σύμπλεγμα άφθαρτο
κοντά στη φλόγα
θα δεις του κορμιού
τη φωλιά της φθοράς.

[ Ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή: Το θεώρημα του λυγμού ]

Keywords
Τυχαία Θέματα