Σωτήρης Σπαθάρης: «Τα απομνημονεύματά μου»

Ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου που όλοι ξέρουμε, μπορεί με τα Απομνημονεύματά του να σταθεί ισάξια πλάι στον στρατηγό Μακρυγιάννη και στον ζωγράφο της Λέσβου Θεόφιλο. Με τον πρώτο μοιάζει ως προς το γράψιμο το «απελέκητο» και τόσο συγκινητικό, με τον άλλον μοιάζει στα θέματα της τέχνης του. Σαν ο Θεόφιλος να έχει ζωγραφίσει τις φιγούρες του Σπαθάρη.

Είναι, επομένως, μεγάλη η συγκίνηση και μεγαλύτερο το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να περιδιαβάσει τις σελίδες αυτού του ογκώδους τόμου, να πάει πίσω σχεδόν 60, 80 χρόνια και να ακούσει έναν αγράμματο άνθρωπο

με πόση δύναμη ψυχής προσπαθεί να ασκήσει την τέχνη του, η οποία στην εποχή του διασκέδασε αλλά και μόρφωσε πολλούς απλούς ανθρώπους. Κι ακόμα, είναι πολύ συγκινητικό να ξαναδεί και να ξανανιώσει με την καρδιά του την καθημερινή ιστορία της Ελλάδας, τις πολιτικές και εθνικές περιπέτειες, κόπους και θυσίες που η επίσημη Ιστορία προσπερνάει με μία φράση.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ο Σπαθάρης είναι ένας λαϊκός καλλιτέχνης, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του, «Ανέκδοτα αυτοβιογραφικά κείμενα του λαϊκού καλλιτέχνη», γίνεται φορέας του προφορικού λόγου. Τα κείμενά του τα διαβάζουμε ακούγοντάς τα, όπως εκείνος προφέρει τα ονόματα των προσώπων και των πραγμάτων· όπως τα άκουσε και που ίσως ποτέ δεν τα είδε γραμμένα.

Τα απομνημονεύματα γράφτηκαν τρεις φορές (1944, 1950-1955 και 1957-1959). Γράφτηκαν, χάθηκαν, ξαναγράφτηκαν, αλλάχτηκαν, συμπληρώθηκαν, τα είδε ο επιμελητής, παραλλήλισε τις τρεις γραφές και μας παρέδωσε το σώμα με τις σημειώσεις και τις αλλαγές. Έτσι, καλλιτέχνης και έργο ζουν βίο παράλληλο. Και τα δύο συγκινούν, ξαναθυμίζουν, διδάσκουν, σαν τους παλιούς παραμυθάδες.

Ο Γιάννης Κόκκωνας, ο επιμελητής του τόμου, ειδικευμένος στη Βιβλιολογία, μελετητής της ελληνικής εθνικής ιδέας και του εθνικού κινήματος του 1821, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, επιμελήθηκε αυτόν τον τόμο όχι μόνο με επιστημονική φροντίδα αλλά και με αγάπη. Για τα συναισθήματα που αποπνέουν οι 700 σελίδες του τόμου, για την ιδέα αυτής της έκδοσης, τη δουλειά και τη φροντίδα του, του οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Ο ήρωας, ο Σωτ. Σπαθάρης, όπως υπογράφει ο ίδιος, ήταν οικοδόμος, γεννήθηκε –από ποιους;– το 1887, υιοθετήθηκε από τους Σαντορινιούς Ευγένιο και Μαριέττα Σπαθάρη. Έζησε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στην περιοχή του Μεταξουργείου, μαθήτευσε πλάι στον Θεοδωρέλο, που ήταν μαθητής του Μίμαρου, παντρεύτηκε, στρατεύτηκε, υπηρέτησε στο Μακεδονικό, γέννησε τον Ευγένιο το 1924, μετακόμισε στα Αλώνια Κηφισιάς και έγινε ο αγαπημένος καραγκιοζοπαίχτης καλλιτεχνών όπως του Γ. Τσαρούχη, του Νίκου Καρτσωνάκη και το 1945 του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, ο οποίος τον περιέβαλλε με εκτίμηση, θαυμασμό, απεριόριστη φιλία και αγάπη… Ο Σικελιανός δημοσίευσε και αποσπάσματα των απομνημονευμάτων στην πρώτη μορφή τους.

{jb_quote} Έτσι, καλλιτέχνης και έργο ζουν βίο παράλληλο. Και τα δύο συγκινούν, ξαναθυμίζουν, διδάσκουν, σαν τους παλιούς παραμυθάδες. {/jb_quote}

Η φωτογραφία του στο εξώφυλλο του βιβλίου είναι του Άρη Κωνσταντινίδη. Στα περιεχόμενα του βιβλίου, θα βρούμε σε τίτλους τις λεπτομέρειες της ζωής, όπως αυτή αντανακλά στο έργο του και το επηρεάζει. Γεγονότα που ο γράφων ξεχωρίζει, αλλά και ο αναγνώστης αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικά. Και γεμάτα ανθρωπιά. Δυσκολίες οικονομικές και πολιτικές, συγκρούσεις με τον πατέρα, βάσανα, επιτυχίες και αποτυχίες, χαρές και λύπες. Στο ερώτημα, αν μπορούμε να πιστέψουμε όλα όσα αφηγείται, ο Κόκκωνας μιλάει για πιθανές αποσιωπήσεις ή υπερβολές, αλλά μάλλον θα πούμε «ναι», διαβάζοντας ότι μία παράσταση εγκωμίασε ο Παπανούτσος στο Βήμα, όπου μεταξύ πολλών άλλων «ο καραγκιόζης του κ. Σπαθάρη […] ήταν στα κέφια του… Χόρεψε, τραγούδησε, εσάρκασε, έκανε τα τερτίπια του, έδειρε, δάρθηκε – με την καρδιά του. Και ελάλησε χύμα […] όλες τις γλώσσες που του έμαθαν οι ατελείωτες εθνικές περιπέτειες: φράγκικα, τούρκικα, αρβανίτικα, ιταλικά, γερμανικά, εγγλέζικα. Την καθεμία στη θέση της και με τη διάθεση, το χρώμα που έπρεπε…»· και το κείμενο καταλήγει με τον χαρακτηρισμό της παράστασης: «άχραντο ποτήρι των πηγαίων λαϊκών συγκινήσεων». «Σε γενικές γραμμές τα κείμενα είναι αξιόπιστα» μας λέει ο Κόκκωνας. Ο Σπαθάρης ήταν αληθινός, πεινούσε, όπως ο ήρωάς του, ο Καραγκιόζης, και όπως το κοινό του. Είτε έκλαιγαν είτε γελούσαν, ήταν η Ελλάδα πίσω από τον μπερντέ και οι Έλληνες μπροστά του.

Η φήμη του Σπαθάρη απλώθηκε τόσο πολύ, ώστε κατέφθαναν στην Κηφισιά αυτοκίνητα που μετέφεραν επιφανείς. Έτσι έφτασε εκεί και ο Άγγελος Σικελιανός, ο οποίος δάκρυσε σε μία παράσταση και από τότε έκανε ό,τι μπορούσε για να προσφέρει στον λαϊκό καλλιτέχνη κάθε εξυπηρέτηση και υψηλές γνωριμίες, ανάμεσά τους ο διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας Μερλιέ και ο Γάλλος υπουργός Αντρέ Μαρί, στον οποίο χάρισε μερικές φιγούρες με τη σημείωση «Για να θυμάται την πατρίδα μου την Ελλάδα». Στις αξιοσημείωτες γνωριμίες του ανήκει και ο Πέτρος Κυριακός, ηθοποιός της επιθεώρησης και της οπερέτας, ο οποίος τραγουδούσε στα τραγουδιστικά μέρη του Καραγκιόζη (και στο θέατρο: «Θα το πω κι ας το πιω. Το ψωμί θα πάει δεκάξι και το λάδι θα πετάξει»· το είπε και το ήπιε το ρετσινόλαδο που κέρναγε ο Μεταξάς τους αντιφρονούντες).

Ο Σπαθάρης έπαιξε σε όλη την Ελλάδα σχεδόν. Στον Σταθμό Πελοποννήσου, στα Σεπόλια, στο Ρουφ, στη Βάθη, στο Μαρούσι, στην Κηφισιά, στη Δράμα, στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τον επαίνεσε ο αρχηγός: «Σπαθάρη, μπράβο, με ικανοποίησες. Βάζει ένα εκατόδραχμο εις τον δίσκο του καφέ του και μου λέγει. Πήγαινε και στους άλλους αξιωματικούς. Αφού επήγα, όλοι σχεδόν εμιμούντουστε τον αρχηγό… εγιόμισε ο δίσκος χαρτονόμισμα… ο αρχηγός διατάζει: Αύριον θα έλθει να παίξει πάλι ο καραγκιοζοπαίκτης» και παρά τον Καλαματιανό ζόρικο λοχία του, στο τέλος ο διοικητής του τον φρόντισε στο φαΐ, έφτιαξαν λουκουμάδες και έκτοτε τον είχε σαν αδελφό. Έπαιξε στα νοσοκομεία για να διασκεδάσει τους τραυματίες, με εμπειρίες ενθουσιαστικές αλλά και πένθιμες. Με τη μεσολάβηση του Τσαρούχη έπαιξε στο Αγγιλκό Ινστιτούτο. Ήταν «πλέον καλλιτέχνης» αλλά «ξυπόλυτος».

Η αφήγηση κυλάει σαν το νερό, τα κωμικοτραγικά επεισόδια πολλά, τα τραυματικά αρκετά, τα ενθουσιαστικά πάρα πολλά. Ο Σωτήρης Σπαθάρης πέθανε το 1974, αφού πρόλαβε να δει τον γιο του Ευγένιο να συνεχίζει την τέχνη του και να κερδίζει την αγάπη του κοινού.

Το υπέροχο αυτό βιβλίο με κείμενα, εικόνες, χάρτες, αφίσες, ταυτότητες, φωτογραφίες, σκίτσα, αφήνει το ήχο της γραφής/φωνής του: «Τέντωσα το γέρικο και καμπουριασμένο μου κορμί και είπα στον εαυτό μου, αλλά με την ψυχή μου: Μπράβο Σπαθάρη, […] το ’δειξες […] τι στοιχίζεις, άσχετο εάν ζεις μια ζωή πεινασμένη και άχαρη».

Τα απομνημονεύματά μου
Ανέκδοτα αυτοβιογραφικά κείμενα του λαϊκού καλλιτέχνη
Σωτήρης Ε. Σπαθάρης
Εισαγωγή – Επιμέλεια – Επεξηγηματικά σχόλια: Γιάννης Κόκκωνας
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
712 σελ.
ISBN 978-960-524-596-2
Τιμή €25,00

Keywords
Τυχαία Θέματα