«Τα ήσυχα απογεύματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες» του Πέτρου Γκάτζια

«La bolsa o la vida?» Δηλαδή: «Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου;» Ο νεαρός που εκείνη τη στιγμή είχε ο Μπόρχες απέναντί του, σε ένα σοκάκι, σε γειτονιά του Μπουένος Άιρες, έδειχνε αποφασισμένος. Ήταν σίγουρος πως θα έβγαζε καλό μεροκάματο απ’ αυτόν τον περίεργο άντρα που τον κοιτούσε απορημένος. «Τη ζωή μου», είπε απλά ο Μπόρχες και τότε ο ληστής έκανε απότομα μεταβολή και εξαφανίστηκε. «Κρίμα», σχολίασε χρόνια αργότερα ο μεγάλος δημιουργός, όταν μιλούσε γι’ αυτό το περιστατικό σε φίλους, στο αεροδρόμιο της αργεντίνικης πρωτεύουσας, το 1975. «Θα ήταν μια κάποια λύση!»

Είναι γνωστό πως

ο Μπόρχες υπήρξε ένας ακάματος storyteller. Δεν κουραζόταν ποτέ να πει μια ιστορία, που χανόταν βέβαια στα όρια του πραγματικού και του φανταστικού. Του άρεσαν εκείνα τα ήσυχα απογεύματα στο Μπουένος Άιρες, όταν μπορούσε να παρασύρει αυτούς που ήθελε κάθε φορά, αρχικά στο εστιατόριο Maxim και έπειτα στο Saint James Café.

«Δεν είμαι παρά ένας φιλήσυχος και σιωπηλός αναρχικός», συνήθιζε να επαναλαμβάνει. Ο Μπόρχες είχε ξεκαθαρίσει από πολύ νωρίς ότι δεν θα μπορούσε να ανήκει σε καμία παράταξη. Δεν ήταν ο συγγραφέας που χαμογελούσε και έσφιγγε τα χέρια με τους εκπροσώπους της εκάστοτε κυβέρνησης, που τον καλούσαν για να τον τιμήσουν. «Το κράτος για μένα είναι ο κοινός εχθρός», έλεγε. Τον ενοχλούσαν επίσης οι κομμουνιστές, οι οποίοι αποκαλούσαν φασίστες όλους όσοι ασκούσαν κριτική απέναντί τους.

Για κάτι τέτοια μιλούσε ο μεγάλος Αργεντίνος τα απογεύματα. Άλλωστε, παρότι άλλοι Λατινοαμερικανοί συγγραφείς, όπως ο Μαρκές, ο Κορτάσαρ, ο Φουέντες, ο Λιόσα, είχαν –από την πρώτη στιγμή– ταχθεί υπέρ της κουβανικής επανάστασης, ο ίδιος δεν το έκανε ποτέ. Καταδίκαζε κάθε προσπάθεια της συλλογικότητας να επιβληθεί στο άτομο. Το θεωρούσε βιασμό της προσωπικότητας.

Συγκέντρωνε λέξεις και φράσεις που άκουγε γύρω του και τις χρησιμοποιούσε στις αφηγήσεις και στα κείμενά του. Έδινε όμως και μεγάλη σημασία στα λεγόμενα της Φάνι, μιας γυναίκας από την Ινδία, η οποία τον φρόντιζε επί δεκαετίες. Έλεγε πως η Φάνι διέθετε μια φυσική, λαϊκή σοφία. Εκείνη δεν συνήθιζε να μεταφράζει τα όσα έλεγε. Η μετάφραση ήταν κάτι το άγνωστο γι’ αυτήν. Πίστευε πως οι γλώσσες επικοινωνούν μεταξύ τους και αυτό άρεσε στον Μπόρχες.

Μια μέρα, μάλιστα, είχε ενθουσιαστεί μαζί της για τις θεολογικές ανησυχίες της. Τον είχε ρωτήσει εάν οι Ιάπωνες ήταν εκείνοι που εφηύραν τον Θεό. «Πώς σου ήρθε αυτό;» τη ρώτησε. Η Φάνι τού απάντησε αφοπλιστικά εκείνο το απόγευμα: «Πιστεύω ότι οι Ιάπωνες το έκαναν, επειδή ξέρω ότι ανακάλυψαν και τα λουλούδια…»

[Τα περισσότερα βιβλία του Χόρχε Λουίς Μπόρχες κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη με πιο πρόσφατο Το τάνγκο]

Keywords
Τυχαία Θέματα