«Τα θλιμμένα μάτια του σκύλου» του Πέτρου Γκάτζια

Να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Ούτε εγώ γούσταρα τον Τζακ, ούτε εκείνος εμένα. Με τον καιρό όμως είχαμε αναπτύξει μια σχέση ανοχής. Δεν εισέβαλλα ποτέ στον χώρο του και εκείνος σεβόταν το γεγονός ότι κάποιες φορές μέσα στην εβδομάδα ερχόμουν στο σπίτι. Είχαμε και οι δυο εξάρτηση από την ίδια γυναίκα.

Στην αρχή μού είχε φανεί περίεργο. Καθόμασταν στον καναπέ και αρχίζαμε τα χάδια και τα φιλιά και ο Τζακ στεκόταν απέναντι και μας κοιτούσε, με κάτι πελώρια θλιμμένα μάτια. Ήμουν σίγουρος ότι τον ενοχλούσα. Ποτέ του άλλωστε δεν με άφησε να τον χαϊδέψω – όχι ότι εγώ είχα και την όρεξη

να το κάνω.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Όταν πάλι αποσυρόμασταν στην κρεβατοκάμαρα, ένιωθα ξαφνικά αυτά τα πελώρια μάτια να με κοιτάζουν από το άνοιγμα της πόρτας, μέσα στο σκοτάδι. Το υπόλοιπο κορμί του δεν φαινόταν. Κατάμαυρος και γυαλιστερός. «Του βάζω λίγο λαδάκι στην τροφή του», μου έλεγε συχνά-πυκνά η Μάριον, η αφεντικίνα του. «Γι’ αυτό γυαλίζει έτσι. Του κάνει και καλό!»

Ο Τζακ ήταν τεράστιος. Μολοσσός. Ή μάλλον κάποιος πρόγονός του ήταν, γιατί ο ίδιος υπήρξε ένα χαμίνι του δρόμου μέχρι που τον περιμάζεψε εκείνη, θα ήταν δεν θα ήταν δύο ετών τότε. Ποιος ξέρει; Έκτοτε έγινε το πιστό σκυλί της, ο προστάτης της. Ο άνδρας του σπιτιού. Και σε έναν άνδρα δεν αρέσουν οι άλλοι άνδρες στο σπίτι.

Με τη Μάριον δεν ήμουν ερωτευμένος, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να σταματήσω να τη βλέπω. Την είχα γνωρίσει τυχαία μέσω κάποιας κοινής παρέας. Δεν ήταν και πολύ μικρή τότε. Θα πρέπει να πλησίαζε τα σαράντα. Ούτε πολύ όμορφη την έλεγες. Μετρίου αναστήματος, με μεγάλα στήθη και αυθάδικα χείλη. Ένας φίλος μού είχε πει πως η Μάριον τη γλεντούσε τη ζωή της για τα καλά, αλλά αυτό ήθελα κι εγώ. Μόνο που εκείνη ήταν σα να ζούσε δύο ζωές. Από τη μια φρόντιζε να μου ικανοποιήσει ό,τι ζητούσα και από την άλλη προσπαθούσε να δείχνει σοβαρή. Κορίτσι για σπίτι. Γιατί εκείνη τη δεδομένη περίοδο, η Μάριον ήθελε να αποκατασταθεί. Μόνο που δεν ήθελα εγώ και σιγά-σιγά αυτή η εμμονή της την έκανε μια άλλη. Σίγουρα όχι τη γυναίκα η οποία αρχικά με είχε γοητεύσει.

Για κάτι λιγότερο από έναν χρόνο, πήγαινα δύο φορές την εβδομάδα, τα βράδια, στο σπίτι της. Ένα αστικό σπίτι της δεκαετίας του ’60, καλοδιατηρημένο όμως, σε ένα στενάκι κάπου στην Πατησίων.

Την πρώτη φορά, ο Τζακ δεν ήταν εκεί. Ούτε και τη δεύτερη. Ωστόσο, την τρίτη, περνώντας με ορμή την πόρτα, ήρθα αντιμέτωπος μ’ αυτό το βλέμμα του. Έδειχνε μάλιστα και άγριος. Η Μάριον έσπευσε τότε να με καθησυχάσει, λέγοντάς μου ότι ήταν ακίνδυνος. «Ένας ήσυχος γίγαντας», μου είπε. Ο Τζακ αποσύρθηκε, όπως του είπε, αλλά γύριζε το κεφάλι και με κοιτούσε συνεχώς.

Έκτοτε η ιεροτελεστία επαναλαμβανόταν κάθε φορά. Με τη Μάριον βγαίναμε σπάνια. Μας ενδιέφερε και τους δύο το σεξ. Και αυτό κάναμε. Συνέχεια. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που βρεθήκαμε μαζί. Πήγαινα στο σπίτι. Μου έφτιαχνε πάντοτε κάτι πρόχειρο να φάω. Μου έβαζε το ποτό μου και μετά αρχίζαμε, μέχρι το πρωί.

Στην αρχή δεν μπορούσα να λειτουργήσω όπως έπρεπε, με τον Τζακ να κοιτάζει. Μετά το συνήθισα κι αυτό. Μόνο μια φορά πετάχτηκα όρθιος, όταν στη διάρκεια της συνουσίας ένιωσα πολύ κοντά μου την ανάσα του. Λες και μύριζε το σεξ, το οποίο ο ίδιος δεν μπορούσε πλέον να κάνει. Γιατί όταν τον γνώρισα, ο Τζακ θα πρέπει να είχε ξεπεράσει τα δώδεκα.

«Δεν ξέρω τι σου έχουν πει για μένα», μου πέταξε κάποια στιγμή η Μάριον ενώ ήμασταν έξω, σ’ ένα μπαρ με παρέα. Από τις σπάνιες φορές που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Την είχε ενθαρρύνει και το γεγονός ότι ήταν τα γενέθλια καλού φίλου και μετά τις παραινέσεις της παρέας δεν ήθελα να πάω ασυνόδευτος. Όλοι τους είχαν ακούσει για τη Μάριον και ήθελαν να τη γνωρίσουν. Μόνο που, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν για να την παρουσιάσεις για δεσμό σου. Το απέπνεε αυτό που ήταν όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ήταν απαραίτητα κακό, αλλά δεν θα μπορούσε κανείς να την πάρει στα σοβαρά, πόσο μάλλον εγώ.

«Σε βλέπω σοβαρά», συνέχισε. «Θα ήθελα να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω, αν το θέλεις κι εσύ», μου είπε.

Έμεινα να την κοιτάζω. Σίγουρα δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο και από μέσα μου βλαστημούσα την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να την πάρω μαζί μου.

Δεν της απάντησα, ωστόσο. Μόνο της είπα: «Τι είναι αυτά που λες! Έχω την καλύτερη εικόνα για σένα!»

Αυτό όμως ήταν και το τέλος. Βρήκα δικαιολογία για να μην περάσω από το σπίτι μέσα στην εβδομάδα, μέχρι να σκεφτώ τι να κάνω. Της είπα ότι με στέλνουν σε δουλειά στην επαρχία.

Συνήθως περνούσα κάθε Τρίτη και Πέμπτη, ίσως και κάποιο Σάββατο. Μια εβδομάδα μετά, ήταν Τετάρτη όμως αν δεν κάνω λάθος, βρέθηκα και πάλι στο κατώφλι της αποφασισμένος να εξηγηθώ. Στο κάτω-κάτω δεν μου έφταιγε σε τίποτα και είχαμε περάσει καλά, πολύ καλά.

Ήξερα πού έβαζε το κλειδί και θέλησα να της κάνω μια τελευταία έκπληξη. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο σπίτι, όπως έκανα πολλές φορές. Μέσα στο σκοτάδι είδα τα μάτια του Τζακ να με κοιτάζουν. Μόνο που το βλέμα του ήταν διαφορετικό. Έκανε στροφή και πήγε προς τα μέσα κι εγώ τον ακολούθησα. Λες και με οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Από εκεί ακούγονταν βογκητά.

Η Μάριον στο κρεβάτι με έναν άλλον άνδρα και εγώ κοιτούσα από τη χαραμάδα, μαζί με τον Τζακ, το σεξ που απολάμβανε.

«Γι’ αυτό ερχόμουν Τρίτη και Πέμπτη», είπα στον εαυτό μου, συνειδητοποιώντας τότε ότι αυτές τις ημέρες δεν τις είχα επιλέξει εγώ τελικά.

Απλώς έφυγα όπως ήρθα. «Μια φορά πουτάνα, πάντοτε πουτάνα», είπα από μέσα μου. Δεν καταλάβαινα πώς ένιωθα: ανακουφισμένος ή προδομένος;

Βγήκα από το σπίτι. Ο καιρός ήταν καλός και ένα από τα παράθυρα –αν και ήταν επικίνδυνο– ήταν ξεχασμένο ανοιχτό.

Γύρισα να δω για τελευταία φορά. Ο Τζακ στεκόταν στο πρεβάζι και με κοιτούσε να απομακρύνομαι. Με αυτά τα τεράστια μάτια. Αυτή τη φορά όμως μου φάνηκαν πραγματικά θλιμμένα...

Keywords
Τυχαία Θέματα