Τασούλα Καραγεωργίου: «Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι»
Μια περιδιάβαση στον ποιητικό κόσμο της Τασούλας Καραγεωργίου θα αποπειραθώ, επιχειρώντας να επισημάνω τις βασικές έννοιες οι οποίες διέπουν το έργο της, να διακρίνω τα οδόσημα, τα κλειδιά της ποίησής της.
«Time present and time past, are both perhaps present in time future. And time future contained in time past»: «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών είναι και οι δύο, πιθανώς, παρόντες στον μελλοντικό χρόνο. Κι ο μελλοντικός εμπεριέχεται στον παρελθόντα». Αυτοί οι αρχικοί στίχοι από τον «Burnt Norton» του Τ.Σ. Έλιοτ μου ήρθαν στον νου μόλις επέστρεψα από την περιπλάνησή μου στα ποιήματά της. Σχημάτισα την εντύπωση πως η ποιήτρια, είτε έχει εγκλωβιστεί ή εθελούσια έχει αποζητήσει ασφαλές καταφύγιο σωτηρίας στον παρελθόντα χρόνο. Αυτός ο χρόνος μάλλον ελπίζει να της αναδείξει την προοπτική της ύπαρξής της και να την καταξιώσει. Πλάθει, ως εκ τούτου, συγκροτεί το μέλλον της παρέα με τις μυθικές, αιθέριες μορφές αβρότατων ποιητριών και ποιητών, με τους ένδοξους ήρωες της αρχαιότητας, παρόλο που σε διάφορα ποιήματα αυτός ο φιλόξενος χρόνος αναδύεται ως απειλή γι’ αυτήν, Μινώταυρος ανθρωποφάγος, καθώς μεταλλάσσεται ερήμην της, καθώς αλλάζει μορφές και αποβαίνει τότε δυσερμήνευτος, αγνώριστος, ακόμα και για την ίδια. Γίνεται δηλαδή «χρόνος-δεσμώτης και χρόνος-λυόμενος», για να επικαλεστώ τον Οδυσσέα Ελύτη στα Εν Λευκώ δοκίμιά του.
Η Τασούλα Καραγεωργίου, αν και δηλώνει ως οικείο και προσωπικό, ως το σπίτι της, τον ιστορικό χρόνο, συχνά φαίνεται σε μένα να αισθάνεται παρείσακτη, παράταιρη μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο, να διαπιστώνει πως ασφυκτιά, επειδή ακριβώς βιώνει αυτή τη συνύπαρξη με απόλυτη ένταση, ένταση η οποία οφείλεται στις αντιφάσεις της ποιητικής ιδιοσυστασίας της. «Οι αισθήσεις μας δεν έχουν, όπως και τα αισθήματά μας, ιστορία», καταφεύγω πάλι στον Ελύτη και στα Ανοιχτά Χαρτιά του. Δεν μπορεί, επομένως, κανείς να τα εμπιστευτεί απόλυτα, μεταλλάσσονται κι αυτά διαρκώς και είναι κατεξοχήν άπιστα.
«Ο ίσκιος μας συχνά μας παρωδεί, κι άλλοτε μας κολακεύει, κυρίως όταν στρέφουμε την πλάτη μας στο φως», παραδέχεται από την πρώτη κιόλας συλλογή της, από τα αυθεντικά εκείνα σπαράγματα, Fragmentum αρ. 53, σελ. 15.
«If all time is eternally present, all time is unredeemable. What might have been is an abstraction, remaining a perpetual possibility, only in a world of speculation»: «Αν όλος ο χρόνος είναι διαρκώς παρών, τότε όλος ο χρόνος δεν μπορεί να είναι λυτρωτικός. Ό,τι ίσως θα μπορούσε να απομείνει απ’ αυτόν, μόνο μια ανεξάντλητη πιθανότητα στον κόσμο της φαντασίωσης», διαβάζω λίγο παρακάτω από τον «Burnt Norton». Δεν μπορεί, ερμηνεύω, να είμαστε αδιάλειπτα προσκολλημένοι στην κάθε στιγμή του παρόντος μας, γιατί τότε το παρόν καθίσταται ανυπόφορο, πολύ περισσότερο όταν προσδοκούμε να μας φιλοξενεί στο παρελθόν.
Στη Νέκυια, γυρεύει, γυροβολά η μνήμη, ισχυρίζεται δικαιολογούμενη, η Τασούλα Καραγεωργίου στο ομότιτλο ποίημα της καινούργιας συλλογής της, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, με την ποίηση να αποτρέπει, να κοιμίζει για λίγο τον θάνατο. «Με το ποίημα το άρρητο να ξορκίσω τον θάνατο», διευκρινίζει σε επόμενο ποίημα («Ελευσίνα») της ίδιας συλλογής. Αυτή τη λύτρωση προσδοκά από την ποίησή της, χωρίς η ίδια να διαχωρίζει τον κόσμο της φαντασίωσης από τον πραγματικό κόσμο, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Είπα ν’ αναφερθώ στις εμβληματικές μορφές του αρχαίου κόσμου, στα μυθικά πρόσωπα που συνοδεύουν, πορεύονται με τα ποιήματα της Τασούλας Καραγεωργίου και πώς την επηρεάζουν. Τα εντόπισα όλα, τα κατέγραψα, αλλά κατέληξα πως αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρης διατριβής, γιατί είναι αμέτρητα. Θρυλικοί ήρωες της Ιστορίας και του Μύθου, αισθαντικές ποιήτριες και τρυφεροί ποιητές, υπερχρονικές μορφές του αρχαίου κόσμου, νοσταλγικές φιγούρες της ιστορικής μας μνήμης, ανεβοκατεβαίνουν αδιάλειπτα από τον κάτω στον επάνω κόσμο. Η Σαπφώ, η Τελέσιλλα, η Ισμήνη, η Αντιγόνη, η Ιώ, η Ιφιγένεια προπαντός, η Βαυκίδα, η Ήριννα, ο Αίαντας, ο Αχιλλέας, ο Σύρος ποιητής Μελέαγρος, ο Ευριπίδης ανάμεσά τους, ο Ελπήνορας, εκείνος ο ηδονικός κατά τον Σεφέρη, η Τέκμησσα, η Ηγησώ, ο Περσέας και η Ανδρομέδα, η Ανδρομάχη ασφαλώς, η οποία αέναα επαναλαμβάνει, σχεδόν σε κάθε ποίημα, «κι ήμουνα πρώτα η πολυζήλευτη, μα τώρα απ’ όλες η πιο δυστυχισμένη».
Μ’ αυτές συντροφιά, συνοδεία καλύτερα, και με πολλούς άλλους ακόμα, η ποιήτρια πορεύεται, προσδοκώντας να αναληφθεί στον ουρανό της υπέρβασής της, στην αθανασία. Εκεί όπου θα καταφέρει να καταργήσει τον ανούσιο χρόνο της πραγματικότητας, «να απωθήσει την αμεσότητα του πραγματικού», κατά τον Ρολάντ Μπαρτ, να τον αποσβέσει και να τον αποσβολώσει, να τον καταστήσει φιλεύσπλαχνο και παρηγορητικό. «Είμαστε χώμα και νερό κι όλο διψάμε ουρανό», ομολογεί, ή αλλού «κι εγώ αιθέρια ύπαρξη, θα υψωθώ στα σύννεφα», Fragmentum αρ. 53.
«Ο χρόνος, όμως, γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό. Κι αφού γεννήθηκαν μαζί, θα διαλυθούν μαζί, αν βέβαια χρειαστεί ποτέ να διαλυθούν», τονίζει ο Πλάτων στον Τίμαιο. Ό,τι επιχειρεί, επομένως, η Τασούλα Καραγεωργίου, να μεταστοιχειώσει τον άδειο χρόνο της πάσχουσας ύπαρξης σε ουσιώδη, να αναχθεί επομένως και η ίδια στον υπερβατικό κόσμο, τον άχρονο.
Η ποιήτρια συμπάσχει και συμπονεί τις λέξεις, οι οποίες, εγκλωβισμένες κι αυτές στο μακρινό παρελθόν, ξεψυχούν μόνες και απροστάτευτες. Με αυτοθυσία, μάλιστα, αναλαμβάνει και η ίδια να τις προστατέψει. «Κιμάς, έτσι λένε τη μικρή Δορκάδα. Μες στην κουζίνα μου σε σκέφτομαι Κιμάς, σε νοιάζομαι που ασφυκτιάς παγιδευμένη μέσα στο Κ της Ιλιάδας».
{jb_quote}Η ποιήτρια συμπάσχει και συμπονεί τις λέξεις, οι οποίες, εγκλωβισμένες κι αυτές στο μακρινό παρελθόν, ξεψυχούν μόνες και απροστάτευτες.{/jb_quote}
Είναι πολλές οι ξεχασμένες, οι αρχαίες λέξεις, που ζητούν απεγνωσμένα τη συνδρομή της για να αναστηθούν, λέξεις που την κυνηγούν στον ύπνο και τον ξύπνιο της και εκλιπαρούν, καθώς πιστεύει, τη βοήθειά της. «Ερυσίπελας, λέξη μαγική, ερυσίπελας ένα σμάρι στο μυαλό μου ζουζουνίζει», εξομολογείται στο τρίτο κιόλας ποίημα της πρώτης συλλογής, του 1986, Fragmentum αρ. 53. Τη λέξη «αλγεσίδωρος», αναφωνεί ως δέλεαρ («Η πήλινη χορεύτρια»), προκειμένου να γητεύσει τον Ανδρέα Κάλβο. Δεν θέλει, μάλλον, να παραδεχτεί πως και οι λέξεις πεθαίνουν και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο γεννιούνται πάντα οι νέες.
Πρόσωπα, λοιπόν, του Μύθου και της Ιστορίας, λέξεις εγκατεστημένες μέλισσες στο κουκούλι, στην κηρήθρα μέσα της. Λαχανιασμένη η περιδιάβαση, απελπισμένη η τρεχάλα της σ’ έναν κόσμο νεκρό, ή έστω σε λήθαργο, τον οποίο με κραυγές και επικλήσεις σπαρακτικές η ποιήτρια επιχειρεί να αφυπνίσει και να αναστήσει. Τραγικό, ίσως, πρόσωπο η ίδια, και ταυτόχρονα πρόσωπο οιστρήλατο, όπως όλοι οι ποιητές, μαγεμένο και αξιοθαύμαστο γι’ αυτή τη βασανιστική περιπλάνηση, τη ζηλευτή υπνοβασία της. Πάσχουσα μαζί με τις ηρωίδες της, αποζητώντας μερίδιο από τη δόξα τους, αλλά και από την τραγική μοίρα τους.
Μια άλλη ιδέα-εμμονή –δύσκολο να το ορίσω– αυτή της πατρίδας. Έννοια που αναδύεται στα ποιήματά της από τους αρχαίους χρόνους και ανανεώνεται σε διάφορες μετέπειτα ιστορικές στιγμές του ελληνισμού, έννοια η οποία έρχεται πάντα διωκόμενη, κυνηγημένη, λαβωμένη βαριά στις μέρες μας. Η Τασούλα Καραγεωργίου αποπειράται τώρα, στο σήμερα, να την προστατέψει, να την υμνήσει ή και να τη μοιρολογήσει, ελπίζοντας να της δώσει νέα πνοή. «Δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσσω», ανατρέχει στον Αρχιμήδη. Λαχταρά έναν τόπο, μια πατρίδα, όπως το πουλί στη φωλιά του, για να μπορέσει εκεί να κελαηδήσει.
Ένα ακόμη γνώρισμα των επτά ποιητικών συλλογών της, αλλά και των δύο δοκιμίων της, Στην αίθουσα της ποίησης και στο Ατάρακτον βλέμμα: Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, η τάση της να ορίσει, να οριοθετήσει και την έννοια της ποίησης, όπως η ίδια την προσλαμβάνει και την αντιλαμβάνεται, προκειμένου να την προστατέψει, ως σάρκα εκ της σαρκός της.
«Το ένα μάτι στο ποίημα και το άλλο να σε δικάζει». Έχει, ωστόσο, συνείδηση για την επικινδυνότητα, για το ανοίκειο του εγχειρήματος, γι’ αυτό δεν ορρωδεί, τολμά να ειρωνεύεται, να σαρκάζει εαυτήν, αντιλαμβανόμενη το υπερφίαλο, όσο κι αν τρυφερό, της τάσης της, της συνταύτισής της. «Τασούλα, τι όνομα κι αυτό, να ’χεις την αίσθηση ότι είσαι ηρωίδα τραγωδίας και να θυμίζεις –το πολύ– βουκολικό ειδύλλιο», Fragmentum αρ. 53, με τέτοιο τρόπο, όπως το έξοχο αυτό ποίημα αποκαθηλώνει και λοιδορεί τον παράταιρο, πλην οιστρήλατο, τρόπο της. «Κόρες αβρές προσφέρονται γι’ αναλύσεις φιλολογικές», διαπιστώνει πικραμένη, για εκείνους που καρατομούν με προφάσεις επιστημοσύνης τα αγαπημένα πρόσωπα της ποίησης. Αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τους υπερφίαλους που καπηλεύονται την ιερότητά της και τη χρησιμοποιούν για σκοπούς ευτελείς, ως μέσον ατομικής προβολής, κοινωνικής προπαγάνδας κ.ο.κ.
Γιατί η Τασούλα Καραγεωργίου αγαπά τους ήρωές της, τις παλιές ποιήτριες, ζωντανές στους αιώνες. Είναι γι’ αυτή παρούσες στην καθημερινή ζωή-βίωσή της. Πονά και η ίδια για την εργαλειοποίησή τους, λέξη που όλοι επαναλαμβάνουν τώρα –και μόνο αυτοί, οι ποιητές που αγαπήσαμε– πιστεύει πως μας προστατεύουν. Η υπεράσπισή τους την καθιστά υπερήφανη. Η νοσταλγία τους διασώζει και την ίδια από την αλλοτρίωση, την καθημερινή φθορά. Έχει συνείδηση, όμως, της φθαρτότητάς της, ότι πήλινα είναι τα ποιήματά της, τα ξόρκια της, όπως όλα τα ποιήματα άλλωστε, και η ίδια μια «πήλινη χορεύτρια», όσο κι αν αγαπά, κι αν έχει συμφιλιωθεί με τον πηλό και με ό,τι αυτός συμβολίζει και υπόσχεται.
«Εμπρηστές απειλούν τις λέξεις», μας προειδοποιεί η Τασούλα Καραγεωργίου, το φυλαχτό μας το πολύτιμο. Και ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω. Κομίζει, μεταφέρει πάνω στο σώμα της τους βασανισμένους της Διασποράς, τις χαμένες πατρίδες, τους ήρωες του 1821, τους μετανάστες του σήμερα, ταυτίζεται και συμπάσχει μαζί τους. Αγαπά π.χ. τον Μάρκο Μπότσαρη. Κι αυτό εγώ το βρίσκω συγκινητικό.
Όλες αυτές οι επισημάνσεις μου δεν είναι αυθαίρετα αποκυήματα ενός ασύστολου οίστρου, προκύπτουν από συγκεκριμένα ποιήματα, που δεν κρίνω τώρα σκόπιμο να τεκμηριώσω και να παραπέμψω ανάλογα.
Η καινούργια συλλογή, Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι, αναδεικνύει τον ίδιο, απαράλλαχτο, τον γνωστό κόσμο των προηγούμενων συλλογών. Οι ίδιες λέξεις, οι ίδιοι ήρωες να παρελαύνουν ξανά και ίδια η ποιήτρια ανακράζει μέσα από όλη τη συλλογή, εκείνη την ασίγαστη ιαχή των Μυρίων: «θάλαττα, θάλαττα». Μ’ αυτή την ιαχή επιχειρεί να αποδιώξει το κακό, προφητεύοντας, θερμαίνοντας θα έλεγα, την αποσταμένη ελπίδα μιας σωτήριας επιστροφής. Όταν θα λιώσουν οι πάγοι υπαινίσσεται, όταν θα συντελεστεί ο απόλυτος αφανισμός, οι μύθοι δεν μπορεί και δεν πρόκειται να πνιγούν. Αισιόδοξη, σίγουρα, οπτική, όταν πολλοί πιστεύουν πως οι πάγοι έχουν ήδη λιώσει και ο πνιγμός έχει πλέον συντελεστεί.
Γι’ αυτούς η οργή της Τασούλας Καραγεωργίου περισσεύει. «Οργή γι’ αυτούς που με τα χέρια τους λερά μιαίνουνε τις λέξεις» («Όταν θυμώνει η Σαπφώ»), ταυτιζόμενη με την αγαπημένη της ποιήτρια. Ο ίδιος, πάντως, σπαραγμός, ο ίδιος τρόμος, «καράβι είναι που πέτρωσε η ταξιδεύτρα κόρη» («Η ταξιδεύτρα κόρη», σελ. 19). Αυτό πιστεύω φοβάται κι αυτό επιχειρεί με τα ποιήματά της, να μην απομείνει και η ίδια αρόδο, ένα πετρωμένο καράβι. «Να τον σώσουμε πρέπει, απ’ τα τείχη να μην τον γκρεμίσουν τον Αστυάνακτα» («Ο μικρός Αστυάνακτας», σελ. 26), αφού, «εξελίσσεται ως φαίνεται ο πόλεμος». Έτσι αρχίζει το ποίημα κι έτσι βιώνει η ποιήτρια την πραγματικότητά της, ως αδιάκοπο πόλεμο.
Στο ομότιτλο ποίημα της νέας συλλογής, για να γίνω σαφέστερος, αρχίζει διερωτώμενη: «Αν λιώσουν οι πάγοι, αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση, αν το χώμα αλλού ξεραθεί κι αλλού πλημμυρίσει, τι θα γίνει αλήθεια ό,τι έχουμε τόσο πολύ αγαπήσει; Τι θα γίνουν οι μύθοι;»
{jb_quote}Βιώνει διαρκώς απώλειες, όπως η κάθε ποιητική συνείδηση. Τον αιμοβόρο χρόνο, που όλο λιγοστεύει, τον έρωτα που απουσιάζει.{/jb_quote}
Εύκολο, θεωρώ, να το αντιληφθεί κανείς, πως ό,τι διατρέχει και χαρακτηρίζει τα ποιήματά της είναι ο τρόμος του θανάτου και της επακόλουθης ανυπαρξίας. Γι’ αυτό ίσως γραπώνεται, κρέμεται απ’ ό,τι έχει αγαπήσει, από το δεντράκι της ποίησης, πάνω στον γκρεμό. Τρέμει, όπως όταν ήταν μικρή, για τον κόσμο που αγάπησε, τι θα απογίνει όταν εμείς φύγουμε, και επιζητεί από τους μύθους της μια σταλίτσα αθανασίας, μια σταλίτσα ευχούλα, όπως θα έλεγε κι ο Καραγκιόζης. Ειρωνεύεται, ωστόσο, ανελέητα αυτή τη νόμιμη φιλοδοξία της, ξορκίζει το κακό, παρέα με τις αμέτρητες θρυλικές μορφές που τη συνδράμουν πάλι, που έρχονται αρωγοί της και σ’ αυτή τη συλλογή. Φιλεύσπλαχνες, με λέξεις παλιές, μαγικές, με ιαχές και σπαράγματα (fragmenta) στίχων, με αναστεναγμούς και ασίγαστους θρήνους. Γιατί βιώνει διαρκώς απώλειες, όπως η κάθε ποιητική συνείδηση. Τον αιμοβόρο χρόνο, που όλο λιγοστεύει, τον έρωτα που απουσιάζει. «Ήλιος κυκλοδίωκτος ως αράχνη με εδίπλωνεν και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», επικαλείται τον Ανδρέα Κάλβο, για να συνοψίσει τον κόσμο της, σ’ όλα νομίζω τα ποιήματά της.
Εγώ κρατώ από τις επτά ποιητικές συλλογές της, από τις πολύτιμες μεταφράσεις και τα δοκίμιά της, τους στίχους από το «Αδράχτι που ματώνει»: «Σιγανά να περπατάς, μέσα στην αίθουσα κυκλοφορεί μια Μυκηναία βασίλισσα». Κι αυτό συστήνω και σε σας.
Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι
Τασούλα Καραγεωργίου
Κέδρος
σ. 72
ISBN: 978-960-04-5456-7
Τιμή: 9,90€
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- J2US: Γιάννης Σεβδικαλής και Σοφία Κουρτίδου ανέτρεψαν τα δεδομένα και πήραν τη μεγάλη νίκη
- Νίκος Γκέλια: «Μας έδιωχναν από τα σπίτια επειδή ήμασταν Αλβανοί»
- Euro 2024, Πορτογαλία – Γαλλία: Η αγωνία του Εμπαπέ στην εκτέλεση του Ερναντέζ
- Ρένια Λουιζίδου: Ο ρόλος της στη σειρά της ΕΡΤ «Η Μαρία που έγινε Κάλλας»
- Η Γη της Ελιάς: Εμπλέκεται σε κύκλωμα αρπαγής ανηλίκων
- 10 γεγονότα που συνέβησαν σαν σήμερα, 6 Ιουλίου. Σταλόνε, Φρίντα Κάλο, Ένιο Μορικόνε και λοξή φάλαγγα
- Το Toyota Mirai πωλείται στα μισά της τιμής του
- Γιάννης Δενδρινός
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Diastixo

- Τελευταία Νέα Diastixo
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ψυχαγωγία
- Euro 2024, Πορτογαλία – Γαλλία: Η αγωνία του Εμπαπέ στην εκτέλεση του Ερναντέζ
- Wimbledon: Έκλαψε η Μπαντόσα μετά την πρόκρισή της
- Τι πρέπει να γνωρίζουν οι εργαζόμενοι για το επίδομα και την καλοκαιρινή άδεια
- Το Toyota Mirai πωλείται στα μισά της τιμής του
- J2US: Γιάννης Σεβδικαλής και Σοφία Κουρτίδου ανέτρεψαν τα δεδομένα και πήραν τη μεγάλη νίκη
- 10 γεγονότα που συνέβησαν σαν σήμερα, 6 Ιουλίου. Σταλόνε, Φρίντα Κάλο, Ένιο Μορικόνε και λοξή φάλαγγα
- Εξωδικαστικός μηχανισμός: Ιστορικό υψηλό ρυθμίσεων τον Ιούνιο
- Telegraph: Ο Κιρ Στάρμερ καταργεί το σχέδιο για τους μετανάστες
- Τζένη Διαγούπη: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για κάθαρση στον χώρο του θεάτρου»