The National – Τραγούδια που μπλέκονται με τις ζωές μας

10:56 10/6/2013 - Πηγή: Mixtape

Τραγούδια ψυχοπνευματικής φόρτισης, λέξεις και νότες που εκπέμπουν μύχιες σκέψεις αλλά κυρίως συναισθηματική αμεσότητα. Στις ηχητικές περιπλανήσεις των National αρκεί μονάχα να (συν)αισθάνεσαι…

Σε μια εποχή όπου οι μουσικές τάσεις ανακατεύονται δημιουργώντας περίπλοκα μουσικά υποείδη, ιδιώματα που οφείλουν τα μέγιστα στην παγκοσμιοποίηση και υβρίδια στα οποία μετά βίας διακρίνεις την προέλευση των κυρίαρχων συστατικών τους, σμίγεις με συγκινητικά συγκροτήματα που χαρακτηρίζονται από απόλυτα προσανατολισμένα και μη επικεντρωμένα στην καινοτομία εγχειρήματα, όπως οι National.

Μετοικίζοντας

στη Νέα Υόρκη, το εν λόγω πενταμελές μουσικό όχημα από το Οχάιο, εμφύσησε πνοή στο καλλιτεχνικό του όραμα. Δεκατέσσερα χρόνια και έξι άλμπουμ ολοκληρωτικού δοσίματος μετά, κι εξακολουθεί να μας ρουφά στο βιωματικό του πεδίο με καταθέσεις αφτιασίδωτης ειλικρίνειας σαν αυτές που ακολουθούν…

13. “Slipping Husband” [από το Sad Songs For Dirty Lovers του 2003]
Έπειτα από ένα φερώνυμο ντεμπούτο με σποραδικές εκλάμψεις, οι National παραδίδουν ένα από τα πιο ευθύβολα rock n’ roll δείγματά τους, στο δεύτερο άλμπουμ τους. Ευκολομνημόνευτες καμπανιστές κιθαριές, συγκοπτόμενος ρυθμός, 60s garage pop θύμησες, διαλλείμματα με αρπίσματα και οι εξάρσεις καταφθάνουν πριν τον τερματισμό. Με μια-δυο ακροάσεις εθίζεσαι…

12. “Sea Of Love” [από το Trouble Will Find Me του 2013]
Το κομμάτι που τιτλοφόρησε μέσα από το στιχουργικό του αποτύπωμα τον φρεσκοκυκλοφορημένο τους δίσκο Trouble Will Find Me (τοποθετήθηκε έξοχα επ’ αυτού ο Γιάννης Σαμούρκας εδώ). Οι φουρτούνες δεν κοπάζουν, τους συναντούν τακτικά κι εκείνοι ανταπαντούν ενσωματώνοντας αυτές σε άμεσα ροκ κομψοτεχνήματα, με αντίβαρο στην ψυχρότητα της θεματολογίας τους μια λυτρωτική θέρμη. Βαρύτονες από μικροφώνου εκδηλώσεις και μελωδικά οργανική ώθηση αναλαμβάνουν δράση…

11. “Green Gloves” [από το Boxer του 2007]
Κοιτώντας πλέον πίσω, στον δισκογραφικό μποναμά των προκείμενων Αμερικανών, καταλήγεις αβίαστα σε έναν απολογισμό ευαισθησιών. Διαπιστώνεις, λοιπόν, πως το σημείο εστίασης για τα μέλη του σχήματος μπορεί να είναι κάθε είδους ανθρώπινη σχέση και ψυχολογική κατάσταση. Η κατασταλαγμένη ωριμότητά τους, δε, κατορθώνει να παραστήσει στο νου σου με τον πλέον ειδυλλιακό τρόπο προβληματισμούς, σαν αυτόν της αποξένωσης από το φιλικό περιβάλλον, ο οποίος καθρεπτίζεται στην χαμηλών τόνων country του ακουστικού “Green Gloves”. Θα μπορούσε να ανήκει και στις καλύτερες ημέρες τόσο των Tindersticks όσο και των Walkabouts…

10. “Little Faith” [από το High Violet του 2010]
Μια εντελώς προσωπική επιλογή, που έχει να κάνει με τη βιωματική αντιστοιχία στη δική μου πραγματικότητα. Όντας εγκλωβισμένος μια βροχερή νύχτα του 2010 στην Αθήνα, αντί για τη Νέα Υόρκη των στίχων, η ποιητική αλληγορία των φράσεων “All our lonely kicks are getting harder to find/ We‘ll play nuns versus priests until somebody cries/ All our lonely kicks that make us saintly and thin/ We‘ll play nuns versus priests until somebody wins”, αντανακλούσε κάτι από την μελαγχολία μου. Η σαν βάλσαμο ερμηνεία του Matt Berninger στο κλείσιμο, με ωθεί να συμπάσχω ακόμη και τώρα.

9. “Slow Show” [από το Boxer του 2007]
Ο Berninger ακούγεται σαν ένας Stuart Staples με αχτίδες συγκρατημένης αισιοδοξίας, στην προσπάθειά του να καλύψει το χαμένο έδαφος· “I made a mistake in my life today/ everything I love gets lost in drawers/I want to start over, I want to be winning/ way out of sync from the beginning/ I wanna hurry home to you/ put on a slow, dumb show for you/ and crack you up”. Αυτό που καταχρηστικά καλείται chamber pop, βρίσκει μια τέλεια ισορροπία στον μικρόκοσμο του “Slow Show”, συνεπικουρούμενο από ευήλιο strumming και feedback κιθάρας, βαθείες συγχορδίες πιάνου και γαλήνιες αρμονίες πνευστών. Μέσα από τον πρώτο αληθινά σπουδαίο δίσκο τους Boxer (ο άλλος είναι το High Violet) κι αυτό.

8. “Cherry Tree” [από το Cherry Tree EP του 2004]
Δραματική ένταση που κλιμακώνεται βασανιστικά με φωνητική ερμηνεία η οποία υποδηλώνει παραίτηση, εντεινόμενους ψιθύρους, σύζευξη κιθαριστικού αρπίσματος και ξεσπάσματος με ανάλογο μινόρε εγχόρδων. Ξεχωρίζει μέσα από το ομώνυμο EP του 2004, πλάι στα “About Today” και “All The Wine”, που μαζί με αυτό άνοιξαν δρόμους για την εξελεγκτική πορεία του γκρουπ. Συνιστά κι απόδειξη του ότι οι National ξεδιπλώνουν τις θλιμμένες πομπές τους σε ένα καθαρά προσωπικό σύμπαν που δεν επιδέχεται εξωγενείς παρεμβάσεις και δεν υποκύπτει στους πειρασμούς του ανταγωνισμού.

7. “Exile Vilify” [από το soundtrack του παιχνιδιού Portal 2 του 2011]
Σύνθεση ενδεικτική των δυνατοτήτων του κουιντέτου. Πιάνει το νήμα από τις επιρροές του που σχετίζονται με τη μοντέρνα κλασική μουσική και κατευθύνεται προς την ενήλικη ποπ γραφή των 60s-70s με ψήγματα Randy Newman και Burt Bacharach. Ο Matt άδει αισθαντικά μέχρι το τέλος του κόσμου, καθώς οι μουσικοί τους καλεσμένοι παραδίδουν και πάλι στίγμα, σε μια θεσπέσια ενορχήστρωση που προάγει το λυρισμό όσο λίγες.

6. “Conversation 16” [από το High Violet του 2010]
Η εκτεταμένη χρήση delay και reverb εφέ στα όργανα εγκαινιάζει μια νέα λογική στην τεχνοτροπία του συνόλου και συνεισφέρει στις πιο πυκνές ενορχηστρώσεις του High Violet. Συγχρόνως, οι μπασογραμμές υποστηρίζουν αποδοτικότερα το ρυθμικό μέρος των κομματιών, στήνοντας μαζί με τα ντραμς μια διάβαση για να περάσει ο μελωδικός οίστρος φωνητικών, κιθάρας, πλήκτρων και λοιπών εγχόρδων και πνευστών ανά περιστάσεις. Στο “Conversation 16”, ο προαναφερθείς συγκερασμός αγγίζει το αισθητικό του ζενίθ, καταγράφοντας μια υπέροχη ωδή στην προσωπική ανασφάλεια. Εκεί συναντάμε και τον αναστεναγμό του τραγουδιστή τους σε όλο του το εκφραστικό του μεγαλείο.

5. “Mr. November” [από το Alligator του 2005]
Αξιοποιώντας τα drumming εχέγγυα δια των εμπνεύσεων του Bryan Devendorf, οι National πορεύτηκαν καταθέτοντας ενίοτε συνθέσεις με απολαυστικό ρυθμικό σκέλος. Το “Mr. November” αποτυπώνει γλαφυρά αυτή τους την κλίση και στρώνει μονοπάτια για τις πιο ιδιοσυγκρασιακές μορφοποιήσεις των ηχητικών τους δομών που θα έπονταν. Παράλληλα, αποτελεί έναν από τους πολιορκητικούς κριούς του άλμπουμ που προοιώνισε την είσοδο των National στο γκρουπ των «δικών μας», με τραγούδια που κατόρθωσαν να περιφέρονται για πάντα στα ενδότερά μας. Μαζί με το “The Rat” των Walkmen, συγκροτούν αναμφισβήτητα δύο στολίδια indie δυναμισμού για τα 00s, ξυπνώντας μνήμες από την κιθαριστική πραγματικότητα της Αμερικής στα τέλη των 80s/στις αρχές των 90s.

4. “Brainy” [από το Boxer του 2007]
Ο πρωταγωνιστής επικαλείται τον ρομαντισμό του για να την φέρει πίσω, δίχως εντούτοις να πέφτει στα πατώματα, μα βοηθούμενος από μια απρόσμενη αυτοπεποίθηση για τα έως τώρα στιχουργικά δεδομένα του σχήματος. Καθηλωτική η γραμμή από τις μετά-πανκ υφής κιθάρες των καθοριστικών δίδυμων αδελφών Dessner, με τον λιτό ποιητικό λόγο της μπάντας να βρίσκει το άλλο του μισό στο λυρικό πρόσωπο εγχόρδων και πνευστών. Από τους περισσότερο σημαίνοντες κόμβους της σταδιοδρομίας των National, όπου ουσία και αρετές συμπυκνώνονται σε ένα τρίλεπτο. Όσο για την καταλυτική κρουστική συμβολή του Bryan Devendorf, δεν απαιτεί άλλους εκθειασμούς για να γίνει αντιληπτή…

3. “Bloodbuzz Ohio” [από το High Violet του 2010]
Οι National εξακολουθούν και στο High Violet να μην ενδιαφέρονται για τα κελεύσματα των καιρών, χτίζοντας μέρα με τη μέρα το ολόδικό τους σκηνικό, δίχως όμως να περιχαρακώνονται εντός αυτού. Στο συγκλονιστικά ελεγειακό “Bloodbuzz Ohio”, μετατρέπονται αφ’ ης στιγμής σε χειριστές της γραφομηχανής, περιστρέφουν τα κουμπιά της και πέφτουν πάνω στις ένδοξες wall of sound Spectorικές ημέρες, των οποίων οι σπόροι μεταφυτεύτηκαν στα 70s εδάφη της “Born To Run” εποποιίας του Springsteen…Η απόλυτη εικονογράφηση της αδιέξοδης συναισθηματικής περιπλάνησης σε ένα τραγούδι· “I never thought about love when I thought about home”.

2. “Abel” [από το Alligator του 2005]
Οι γεμάτες γρέζι ιαχές του Berninger αντηχούν ακόμα απόγνωση, κι ας παρήλθαν οκτώ χρόνια, κι ας αλλάξαμε δεκαετία. “My mind’s not right” θα επαναλάβει εκστατικά και θα συμπληρώσει “Abel, come on, give me a reason/ I am not as bright as I could be/ Abel, come on, take me with you/ Everything has all gone down wrong”. Σε ένα μη τυπικό National κομμάτι, το οποίο φέρει κάτι από την αύρα του πάλαι ποτέ αμερικανικού εναλλακτικού ροκ, καθώς και της εύληπτης garage αναβίωσης από τους Strokes (το διαισθάνεσαι ακούγοντας τα κιθαριστικά hooks του ρεφρέν). Φωνή, κιθάρες, μπάσο και τύμπανα εξεγείρονται αδιάκοπα έως και σήμερα.

1. “Fake Empire” [από το Boxer του 2007]
Ένας από τους στέρεους πυλώνες που θεμελιώνουν την τραγουδοποιία των National, εντοπίζεται σε τούτο εδώ το αριστοτέχνημα. Δεν είναι άλλος από την αίσθηση αχρονικότητας που αυτό σου εντυπώνει. Στο μυαλό μου, άλλωστε, η εν γένει μουσική τους δεν συμβαδίζει με εποχιακές επιταγές, δεν καιροσκοπεί. Γι’ αυτό ατενίζει τα σημεία του ορίζοντα δίχως να στέκεται αποκλειστικά σε όσα προηγήθηκαν, αλλά και σε όσα θα αφιχθούν. Πατάει στο εκάστοτε «τώρα», χωρίς να επιβάλλεται, μα απλώνοντας με ευγένεια οτιδήποτε επιδιώκει να εκφράσει. Κι εδώ το πράττει με πιανιστική πολυρυθμία και ήπιο κρεσέντο κόρνου καθοδηγούμενο από τον Padma Newsome των Clogs, σε φολκ αναλογίες και μπαρόκ ποπ αισθητική. Εσωκλείοντας κι έναν εύλογο συλλογισμό για την επίπλαστη (κι εσχάτως κλυδωνισμένη) ευημερία των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.

Keywords
Τυχαία Θέματα