Χταποδάκια και Άλλα Διηγήματα


Σε χτυπάει η γόβα, Παναγιωτάκη;

Κανείς δεν σ’αγαπάει, Παναγιωτάκη. Σε χλευάζουν, σε διώχνουν, ούτε καν το κέρασμα σου δεν τους ενδιαφέρει, καημένε Παναγιωτάκη.

Τι το φοβερό ήθελες και εσύ δηλαδή; Πήγες στην ταβέρνα με πλοκάμι χταποδιού εν είδει κλάδου ελαίας, με τα δυο χταποδάκια σου, Παναγιωτάκη, να τα βάλει ο σατράπης ο μαγαζάτορας στη χόβολη, να σερβίρει κανά ουζάκι, να κεράσεις το μαγαζί. Έτσι, να πιείτε να ξεχάσεις μια νύχτα και εσύ τη μοναξιά σου, να νιώσεις «σαν άνθρωπος ανάμεσα σε

ανθρώπους» που σ’αρεσει να λες.

Ο μοναχικός μέθυσος, ο γνώριμος ηττημένος και περιθωριακός Παναγιωτάκης του Καραγάτση, ήταν η πρώτη φιγούρα της νεώτερης μεταπολεμικής Ελλάδας που μας συστήθηκε μέσα από την μοναδική ματιά της τριάδας των νεαρών ταλαντούχων ηθοποιών-σκηνοθετών. Παρουσίασαν μια θεατρική προσαρμογή του διηγήματος “Χταποδάκια” στο διαγωνιστικό Scratch Night του Bob Theatre Festival στο Bios, κλέβοντας τις εντυπώσεις και κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των υπευθυνων του Bios για να τους καλέσουν να αναπτύξουν την ιδέα τους σε μια ολοκληρωμένη παράσταση στην σκηνή του Bios Basement.

Ξαναστήνουν λοιπόν τις σημαιούλες τους και τα γιορτινά φώτα τους και, παρέα πάντα με τον Παναγιωτάκη με τις γόβες στο πατάρι, φέρνουν στο σήμερα – σε αυτήν την ιδιότυπη σχολική γιορτή εορτασμού της διαχρονικής ταυτότητας του έθνους μας – να γνωρίσουμε τον καλοκάγαθο κοιμήση μπαρμπα-Σπούργο και τον άπληστο βυσματία κυρ Αντώνη Τσιάγαλο (τους γείτονες ταβερνιάρηδες του «Τάφου» του Χατζή), τον «κύριο Γαρύφαλλο» του Χριστιανόπουλου και το νεαρό τάχα μου αθώο χορευταρά Νίκο που του πήρε τα μυαλά (και την καρδιά και αργότερα το πορτοφόλι), τον ίδιο τον Ταχτσή (με τις προσπάθειες του να φανεί αντάξιος των προσδοκιών της αυταρχικής Μητέρας και της κοινωνίας του) στα «Ρέστα» και τον Χάκκα που παλεύει σε ελεύθερη αιώρηση με τις αναμνήσεις (μια γάτα, μια μουτζούρα στη μύτη από το ρήμελ που έφυγε κλαίγωντας και τις βρώμικες τσακισμένες σελίδες στα μυθιστορήματα) μιας κουκίδας στον ορίζοντα που όλο μικραίνει στον «Ένα Χωρισμό».

Όλοι τους χαρακτηρες του τοτε που μεταφράζονται σε σημερινές βάσεις και σαν να στοιχειώνουν τους τρεις ηθοποιούς, με τρόπο ταυτόχρονα καρικατουρίστικο και βαθύτατα αληθινό. Όσο και αν η ηλικία τους και οι, εντάξει, αδύναμοι σωματότυποι τους θα έπρεπε να στέκονται εμπόδιο, βγάζουν μια αιφνίδια «μαγκιά» και εμπειρία πέρα από τα χρόνια τους.

Ταυτόχρονα, η κωμική διάθεση της προσέγγισης δραματοποίησης (και μοντερνοποίησης) του κάθε διηγήματος, τα λεκτικά παιχνίδια, τα σκηνοθετικά ευρήματα και οι διακριτικοί συμβολισμοί κρύβουν πάντα, ακριβώς κάτω από την επιφάνεια, τη μελαγχολία της γνώσης της κυκλικότητας της ελληνικής ιστορίας και της ανθρώπινης κατάστασης. Ξεχασμένες φαινομενικά απλές αφηγήσεις-συναισθήματα πνιγμού, μοναξιάς, απελπισίας μιας άλλης εποχής που ζει την αβέβαιότητα του απόηχου ενός πολέμου μετουσιώνονται σε συγκλονιστικές μοντέρνες εξομολογήσεις της Ελλάδας στο μέσο μιας κρίσης.

Και αν σου βάλανε γόβες σήμερα, κακόμοιρε Παναγιωτάκη, και σε έχουν να χορεύεις τσιφτετέλι στο πατάρι, είναι για να θυμηθούμε πως είναι να τριγυρνάς μεθυσμένος ξημερώματα από ταβέρνα σε ταβέρνα χωρίς σπίτι και θαλπωρή, με τα δυο χταποδάκια και τη μοναξιά σου τυλιγμένα στην κόλλα κάτω από το μπράτσο, χωρίς κανείς να θέλει ούτε καν να σε ξέρει. Σαν άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους.

«Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα» -Ταχτσής

Διασκευή/ Σκηνοθεσία/ Ερμηνεία: Ηλίας Βογιατζηδάκης, Μυρτώ Πανάγου, Νατάσα Παπανδρέου
Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Σκηνικά/ Κοστούμια: Ευαγγελία Κατέχη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κυριαζίδης

BIOS Basement
Διάρκεια παραστάσεων: 12 Νοεμβρίου 2012 – 8 Ιανουαρίου 2013
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη
Έναρξη: 21.00
Τιμή Εισιτηρίου: 10 ευρώ (ενιαίο)

Keywords
Τυχαία Θέματα