A Quiet Place: The Road Ahead | Review

Μάλλον ήταν μία φυσική εξέλιξη να δούμε το franchise του A Quiet Place να μεταφέρεται στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών. Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μία ιδανική περίπτωση, χάρη στον αξιομνημόνευτο σχεδιασμό των τεράτων και την ιδιαιτερότητά τους, που τα θέλει άνευ οράσεως αλλά με εξωπραγματικά καλή ακοή. Αν προσθέσουμε στο παραπάνω και το post-apocalyptic σκηνικό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ήταν θέμα χρόνου για κάποιον επίδοξο δημιουργό να αναλάβει αυτό το πόνημα.

Εκ πρώτης όψεως, το άκουσμα του ονόματος

της Stormind Games θα λέγαμε ότι είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα άγχος μεγαλύτερο και από αυτό που μπορεί να εισπράξει κανείς παίζοντας το Silent Hill 2. Πώς να μην δημιουργηθεί μία αρχική καχυποψία όταν η εν λόγω ομάδα ανάπτυξης ήταν υπεύθυνη για το Remothered: Broken Porcelain, ένα από τα χειρότερα survival horror των τελευταίων ετών;

Ευτυχώς, από τις πρώτες στιγμές το A Quiet Place: The Road Ahead δείχνει ότι είναι ένα σαφέστατα πιο φροντισμένο παιχνίδι, αποτελώντας μία εμπειρία που μένει πιστή στο ύφος των ταινιών. Για άλλη μία φορά παρακολουθούμε μία ιστορία που δεν επιχειρεί να ρίξει περισσότερο φως πίσω από την εξωγήινη εισβολή των τεράτων (κάτι που, έτσι κι αλλιώς, θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνει στο ευρύτερο franchise).

Αντιθέτως, η ιστορία επικεντρώνεται πρωτίστως σε προσωπικές ιστορίες επιβίωσης, όπως συμβαίνει και στις τρεις ταινίες που έχουν προβληθεί έως τώρα. Το The Road Ahead ακολουθεί την νεαρή Alex, 105 μέρες μετά την εμφάνιση των τεράτων, την οποία τη βρίσκουμε μαζί με το αγόρι της, τον Martin, να εξερευνά την ύπαιθρο για εφόδια. Μερικά λεπτά έπειτα από την εύρεση ενός test εγκυμοσύνης, θα μάθουμε ότι είναι έγκυος, και λίγα λεπτά αργότερα θα δούμε τη θυσία του Martin προκειμένου να ζήσει η Alex.

Αποτελεί μία έντονη εισαγωγή, η οποία εντείνεται περισσότερο όταν φτάσουμε πίσω στη βάση μας, που βρίσκεται εντός ενός νοσοκομείου. Εκεί μαθαίνουμε ότι η πρωταγωνίστρια δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τη μητέρα του Martin, σε σημείο που να αφήνονται υπόνοιες ότι μπορεί και να κινδυνεύει και η ζωή της από την ίδια. Σύντομα θα φυγαδευτεί από τον πατέρα της και θα οδηγηθεί σε ένα οδοιπορικό για την εύρεση ενός διαφορετικού καταυλισμού, που υπόσχεται μία ασφαλέστερη κοινότητα.

Οι προθέσεις για το θέμα του σεναρίου είναι καλές και οι ηθοποιοί κάνουν καλή δουλειά στο να μεταφέρουν επαρκώς τον φόβο, το άγχος και την ανάγκη για διαλόγους χαμηλών τόνων, σε ένα σύμπαν όπου κάθε θόρυβος μπορεί να είναι θανατηφόρος. Εντούτοις, δεν κρύβεται η αδυναμία της Stormind Games στον τομέα της γραφής. Διάφορες εξελίξεις δεν έχουν αρκετές “ζυμώσεις” πριν παρουσιαστούν, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της μητέρας του Martin, η οποία παρουσιάζεται ως άκρως επικίνδυνη για τη ζωή της Alex, δίχως ποτέ να δίνονται επαρκείς εξηγήσεις.

Επιπλέον, ορισμένες δραματικές σκηνές δεν έχουν τον αντίκτυπο που θα έπρεπε, καθώς είναι βεβιασμένες και δίχως να έχει δημιουργηθεί πρότερα κάποιο δέσιμο ή ανάπτυξη για τους χαρακτήρες. Αν και η τρωτότητα της ίδιας της Alex μεταφέρεται ικανοποιητικά, βλέποντας μία χαρακτήρα που μετά βίας προσπαθεί να επιβιώσει, οι διαπροσωπικές σχέσεις ασθμαίνουν, με αποτέλεσμα να χάνεται ένα σημαντικό σκέλος του σεναρίου.

Η πορεία της Alex προς ένα καλύτερο μέρος θα τη μεταφέρει σε διάφορα σκηνικά, όπως εγκαταλελειμμένα σπίτια, κάμπινγκ, εργοστασιακούς χώρους κ.λπ. Η ποικιλία σε περιβάλλοντα είναι αρκετά καλή για τα δεδομένα της συγκρατημένης διάρκειας των 7-8 ωρών, διατηρώντας μία αυστηρά γραμμική δομή, ταιριαστή στο ύφος του gameplay. Το σκέλος του ήχου είναι φυσικά ιδιάζουσας σημασία για την επιβίωση, κάτι που μας ακολουθεί στο 95% της περιπέτειας.

Ίσως να είναι και το μόνο παιχνίδι όπου το κουμπί του τρεξίματος είναι μάλλον διακοσμητικό. Διαρκώς πρέπει να προσέχουμε την ένταση του ήχου που δημιουργείται από εμάς, κάτι που σημαίνει ότι όχι μόνο το τρέξιμο είναι απαγορευτικό, αλλά -συχνά- και το απλό περπάτημα. Υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις όπου πρέπει να προσέχουμε πόσο μπροστά κινούμε τον αριστερό αναλογικό μοχλό ώστε να προχωράμε με αργό βηματισμό.

Για το θέμα του ήχου που παράγουμε, σημαντικό βοήθημα αποτελεί η ιδιοκατασκευή του phonometer, ένα εργαλείο με δύο ενδείξεις, όπου η μία δείχνει την ένταση του περιβαλλοντικού ήχου και η άλλη την ένταση του ήχου που δημιουργεί η Alex. Το ζητούμενο είναι πάντα η μπάρα του δικού μας ήχου να μένει σε χαμηλότερα επίπεδα από τον ήχο του περιβάλλοντος. Ένας αόρατος μετρητής επιτρέπει περίπου τρεις φορές να ξεπεράσουμε αυτό το όριο, ειδάλλως θα ενεργοποιηθεί μία cutscene όπου ένα τέρας ορμάει στην Alex.

Κάπου εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν θα πρέπει να περιμένετε την εμφάνιση ενός τέρατος στα πρότυπα του Alien: Isolation. Τουτέστιν, η A.I. είναι εντελώς τυπική και τις περισσότερες φορές ανύπαρκτη. Με το τελευταίο εννοούμε ότι στην πλειοψηφία των περιβαλλόντων τα τέρατα είναι άφαντα, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να είμαστε ήσυχοι στις κινήσεις μας, καθώς τρία λάθη αρκούν για την προαναφερθείσα cutscene του game over.

Με την παραπάνω μέθοδο η Stormind Games βρήκε τρόπο να βγάλει έξω από την εικόνα -σε πολλές περιπτώσεις- την παρουσία ενός τέρατος (αφήνοντας εκτός τον “πονοκέφαλο” εκτενούς ανάπτυξης A.I.) διατηρώντας παράλληλα την ιδέα πως ένα τέρας διαρκώς καραδοκεί. Όπως είναι φυσικό, αυτό μπορεί να λειτουργεί σε gameplay όρους, αλλά αναιρεί πολλούς πόντους από το λεγόμενο “immersion”.

Στα σχετικά λίγα σημεία όπου εμφανίζεται κάποιο τέρας, είναι μάλλον εμφανής ο λόγος που η ομάδα ανάπτυξης θεώρησε σωστό να περιορίσει τη φυσική του παρουσία. Η κίνησή του στο χώρο κατά τις περιπολίες του είναι ιδιαίτερα τυπική και οι αντιδράσεις του σε κάποιους θορύβους μας αρκετά νωχελικές, ίσως επειδή σε άλλη περίπτωση θα ήταν υπερβολικά δύσκολο να πραγματοποιήσουμε την οποιαδήποτε ενέργεια.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η δημιουργία έντασης βρίσκεται σε αρκετά καλά επίπεδα και η ανάγκη για διαρκώς ήσυχες κινήσεις περνάει το αίσθημα του άγχους. Ακόμα και το άνοιγμα μίας πόρτας πρέπει να γίνει με αναλογικό τρόπο, ώστε να μην τρίξουν έντονα οι μεντεσέδες, όπως το ίδιο συμβαίνει και για κάθε λογής ντουλάπια, συρτάρια κ.λπ. Είναι κάτι που μπορεί να ακούγεται ως κουραστικό σε πρώτη ανάγνωση, αλλά στα πλαίσια του συγκεκριμένου παιχνιδιού λειτουργεί αρμονικά.

Διάφορα εμπόδια στον δρόμο μας απαιτούν επίσης την προσοχή μας, όπως τενεκεδάκια, κασέλες και άλλα αντικείμενα μπορούν να αποδειχθούν θανατηφόρα εάν τα ακουμπήσουμε κατά λάθος. Αντιστοίχως, μάλλον είναι η πρώτη φορά σε παιχνίδι stealth όπου τα ψηλά χόρτα πρέπει να αποφεύγονται διά ροπάλου, αφού η μετακίνηση μέσα από αυτά παράγει επικίνδυνους θορύβους. Παρόλο που η κίνησή μας πρέπει να είναι πάντα αργή και προσεκτική, είναι κάτι που λειτουργεί και αποφεύγει να γίνεται κουραστικό στο μεγαλύτερο τμήμα του παιχνιδιού, αν και στο τελευταίο επίπεδο η κατάσταση ξεφεύγει.

Σε μία προσπάθεια να έρθει μία κορύφωση στον θανατηφόρο κίνδυνο των τεράτων και στην ευαισθησία τους στους θορύβους, η επιβίωσή μας γίνεται σχεδόν με τυχαίο τρόπο σε αυτό το τελικό τμήμα. Ακόμα και η πιο αργή μας κίνηση μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο της Alex, μεταφέροντάς μας αρκετά λεπτά πίσω και εξαναγκάζοντάς μας να επαναλάβουμε ποικίλες αργές ενέργειες. Με λίγα λόγια, η τελευταία ώρα του παιχνιδιού είναι μακράν η πιο προβληματική και κουραστική, φέρνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που μάλλον ήλπιζε η Stormind Games.

Όσον αφορά στο οπτικό κομμάτι, το A Quiet Place δεν έχει να πει κάτι ιδιαίτερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποδίδει μια ικανοποιητική εικόνα. Τα περιβάλλοντα είναι πειστικά και –όπως αναφέραμε παραπάνω- έχουν αρκετά καλή ποικιλία. Καλή δουλειά έχει γίνει και στα animations της Alex, μεταφέροντας με ωραίο τρόπο τις κάθε λογής κινήσεις, όπως το σκαρφάλωμα, μέσω της κάμερας πρώτου προσώπου. Ο ηχητικός τομέας είναι αρκετά τυπικός και δίχως κάποια ιδιαιτερότητα, κάτι που θα μπορούσε να πει κανείς ως αρνητικό δεδομένου ότι μιλάμε για ένα παιχνίδι όπου το θέμα του ήχου αποτελεί τον κύριο gameplay μηχανισμό.

Το A Quiet Place: The Road Ahead έρχεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα movie tie-in παιχνιδιού που ναι μεν βρίσκεται στην κάπως θετική πλευρά αυτών των παιχνιδιών, αλλά κάτι που δεν λέει πολλά από μόνο του αν λάβουμε υπόψη τη γενικότερη ποιότητα που διακατέχει τέτοιου είδους δημιουργίες.

Το gameplay έχει τις σωστές ιδέες ώστε να αποδώσει κατάλληλα το πνεύμα των ταινιών, αλλά είναι εμφανής η αδυναμία στη δημιουργία των ίδιων των τεράτων. Το αποτέλεσμα είναι το τέρας να δείχνει περισσότερο ως ένα gimmick παρά ως μία αληθοφανώς θανατηφόρα παρουσία. Αν και θα καταφέρει να σας δημιουργήσει άγχος σε αρκετές περιπτώσεις, τελικά δεν καταφέρνει να προσφέρει κάτι αξιομνημόνευτο.

Το A Quiet Place: The Road Ahead κυκλοφορεί από τις 17/10/24 για PS5, PC και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5, με review code που λάβαμε από τη Saber Interactive.

The post A Quiet Place: The Road Ahead | Review first appeared on GameOver.

The post A Quiet Place: The Road Ahead | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα