Metal Gear Survive

No rest for the wicked.

Σίγουρα δεν χρειάζεται να κάνουμε κάποια μακροσκελή εισαγωγή για την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης του Metal Gear Survive. Ίσως να μπορούσαμε να την κάνουμε για τους χειρισμούς της KONAMI σε ένα από τα τελευταία μεγάλα ονόματα που της έχουν απομείνει, αλλά αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση για μια άλλη στιγμή. Και η αλήθεια είναι ότι πραγματικά δεν υπάρχουν και πάρα πολλά που μπορούν να γραφτούν για το, εκ φύσεως, «ανώμαλο» Metal Gear

Survive. Ναι, το "Metal Gear" στον τίτλο είναι εκτός τόπου και χρόνου, όσο και να προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν για το αντίθετο. Ουσιαστικά με τι έχουμε να κάνουμε ακριβώς εδώ;

Η KONAMI, αφαιρώντας την ιστορία, τους χαρακτήρες, το όποιο “πνεύμα”, και κρατώντας ουσιαστικά την μηχανή γραφικών και τα βασικά του gameplay, μας παραδίδει το...άψυχο «κουφάρι» του MGS V: The Phantom Pain. Ταυτόχρονα, επιχειρείται μια αχρείαστη και αστεία σύνδεση με το πραγματικό σύμπαν του MGS, που όμως παρουσιάζεται με έναν καθόλου αστείο τόνο, ο οποίος σίγουρα χρειάζεται όταν εμφανίζονται οι πρώτες τρύπες μιας άλλης διάστασης και καταπίνουν την Mother Base και τους επιζώντες μετά την επίθεση που πήρε μέρος στο Ground Zeroes.

Ο χαρακτήρας του παίκτη μεταφέρεται λοιπόν στον κόσμο Dite, μια εναλλακτική Γη, η οποία όμως υπάρχει σε μια άλλη διάσταση και είναι αρκετά διαφορετική, αφού είναι αφιλόξενη και κατοικείται από τέρατα όπως οι Wanderers, τα "ζόμπι" του παιχνιδιού. Ο κόσμος αυτός είναι πλούσιος στην Kuban Energy, η οποία εκτός από κεντρικό «συνάλλαγμα» στο παιχνίδι, ενδιαφέρει και την εταιρία Wardenclyffe Section, η οποία έχει ήδη στείλει την ειδική ομάδα Charon Corps να εξερευνήσει τον πλανήτη. Αποστολή του παίκτη είναι, φτάνοντας στον κόσμο Dite, να ανακαλύψει την μοίρα της ομάδας Charon Corps με τη βοήθεια του Virgil AT-9, ενός κεντρικού υπολογιστή που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς, συντονιστής και κέντρο της βάσης που χτίζει ο παίκτης κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Από αυτή τη βάση ο παίκτης ξεκινά να εξερευνά το αφιλόξενο περιβάλλον του Dite, και να συλλέγει τα απαραίτητα για την επιβίωσή του αλλά και την εξέλιξη του ίδιου και της βάσης. Ένα από λίγα τα ευχάριστα στοιχεία του Survive είναι το base building στοιχείο, το οποίο λειτουργεί απροβλημάτιστα και ελαφραίνει αισθητά το βάρος από τους ώμους του παίκτη, χτίζοντας φάρμες για φαγητό, συλλέκτες και φίλτρα νερού, αλλά και άμυνες για τις επιθέσεις των Wanderers.

Το Metal Gear Survive πάσχει από ένα βασικό πρόβλημα: ό,τι κι αν κάνεις, μοιάζει με αγγαρεία. Υπάρχει πάντα κάτι να κάνει ο παίκτης, ο οποίος είναι πάντα απασχολημένος, αλλά αυτό σπάνια μεταφράζεται σε διασκέδαση. Ήδη από το ξεκίνημα του παιχνιδιού είναι φανερό με την πραγματικά πληκτική εισαγωγή και... ξαναμανα εισαγωγή στα basics των survival μηχανισμών που τόσο έχουν χιλιοειπωθεί την τελευταία πενταετία. Ο κόσμος Dite, από την άλλη, ό,τι έχει να δώσει από ποικιλομορφία το δίνει στο πρώτο κιόλας μισάωρο, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψην την “Dust”, την περιοχή για την οποία θα μιλήσουμε περισσότερο παρακάτω. Ο παίκτης πνίγεται σε σχεδόν κάθε στιγμή του παιχνιδιού, από μια θηλιά που δεν φεύγει ποτέ από το λαιμό του. Μόνο χαλαρώνει για λίγο, και τη στιγμή που την αφήνει αρχίζει να ξανασφίγγει με γοργούς ρυθμούς.

Τι εννοούμε; Η ανάγκη για φαγητό και νερό είναι πραγματικά έντονη, οι δείκτες πέφτουν ταχύτατα και η εκνευριστική φωνή του Virgil μάς ενοχλεί τα αυτιά με το παραμικρό: «Captain, I must remind you to eat every once in a while». «Captain, have you had anything to eat yet?», και πάει λέγοντας. Επίσης, όταν πέφτει ο δείκτης πείνας και δίψας, μειώνεται η ζωή και το stamina του παίκτη. Ταυτόχρονα, το φαγητό «χαλάει» και το νερό είναι βρώμικο, και παρά τα χιλιάδες αντικείμενα που «σηκώνει» ο παίκτης, χρειάζεται μόνο ένα συγκεκριμένο σκεύος για να το βράσει και να γίνει πόσιμο, που γίνεται διαθέσιμο πιο μετά μέσω της ιστορίας. Ο παίκτης, δηλαδή, πίνει βρώμικο νερό, το οποίο δημιουργεί ασθένειες, οι οποίες θέλουν φάρμακα, τα οποία ή γίνονται crafting ή βρίσκονται στην Dust, την ζώνη με την φονική σκόνη.

Εκεί ο παίκτης χρειάζεται οξυγόνο το οποίο τελειώνει σιγά σιγά, και αναπληρώνεται στην ανάγκη με Kuban Energy, το οποίο κάνει ζημιά στην δεξαμενή οξυγόνου. Επιστροφή στην βάση για επισκευή δεξαμενής, επισκευή όπλων, επισκευή ρούχων, αναπλήρωση πυρομαχικών. Και φυσικά, για κάθε crafting ανάγκη έχουμε ξεχωριστό Gear Bench, Medical Bench, Weapons Bench, Gadgets Bench, τα οποία έχουν από τρεις αναβαθμίσεις το καθένα. Και στην πορεία μαζεύουμε και survivors, οι οποίοι παίρνουν πόστα στη βάση μας, και επίσης αρρωσταίνουν, πεινάνε, διψάνε. Και πολύ τρέξιμο μέχρι να επιτευχθεί μια σχετική αυτονομία της βάσης μας. Για να μην κουράσουμε περαιτέρω, γίνεται κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε, ότι δηλαδή το Survive χρησιμοποιεί καλούς και λειτουργικούς survival και μη μηχανισμούς, αλλά με τέτοιο τρόπο που "πλακώνουν" τον παίκτη και την όποια διασκέδαση.

Ταυτόχρονα, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του παιχνιδιού, η Dust, είναι ένα περιβάλλον με υψηλό ρίσκο, μικρή ορατότητα και έλλειψη προσανατολισμού (δεν λειτουργεί ο χάρτης), και ορισμένες ατμοσφαιρικές στιγμές που ανεβάζουν την αδρεναλίνη. Στιγμές όπου ο παίκτης κρατώντας έναν επιζόντα στην πλάτη, γεμάτος με υλικά που τον βαραίνουν, περιφέρεται ψάχνοντας ένα φως που αχνοφαίνεται και αναβοσβήνει στο βάθος της σκόνης, με το οξυγόνο να τελειώνει, την δίψα να του περιορίζει τις αντοχές και τέρατα να τον κυνηγούν. Από την άλλη, πρόκειται για ένα μονίμως άχαρο, μονότονο και μονόχρωμο περιβάλλον, το οποίο βελτιώνεται ελάχιστα εκτός της Dust, και ποτέ δεν προωθεί την εξερεύνηση. Επίσης, η ιστορία που υποτίθεται ότι υπάρχει είναι ρηχή και αδιάφορη, με κακό voice acting, ενώ το UI μπερδεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Και είναι κρίμα γιατί κάποιες βασικές αρχές survival σε συνδυασμό με τους μηχανισμούς του MGS V δίνουν ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, το οποίο όμως δεν είναι αρκετό για να καλύψει τις ελάχιστες προσπάθειες πρωτοτυπίας, το ατελείωτο grind, και το γεγονός ότι σπάνια ο παίκτης το διασκεδάζει. Το multiplayer στοιχείο θα έδινε ένα κάποιο νόημα, αλλά εξερευνάται μόνο επιφανειακά, με κάποια Salvage Missions τα οποία έχουν προβλήματα ακόμη στην υλοποίησή τους.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε για μια ακόμη φορά την πραγματικά αξιοθαύμαστη ικανότητα της KONAMI να βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό της. Μιλάμε φυσικά, πέρα από τα μη απαραίτητα microtransactions, για το γεγονός ότι η αγορά μιας έξτρα θέσης save κοστίζει 10 ευρώ. Εκτός του ότι είναι προσβλητικό αυτό, να είμαστε ξεκάθαροι, το Survive είναι ένα παιχνίδι που ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΤΑΙ δεύτερη φορά. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος, τουλάχιστον για το 99% των παικτών, να ξεκινήσουν και δεύτερο playthrough. Ο ορισμός της κουτοπονηριάς.

Το Survive, λοιπόν, είναι χοντρικά το νεκροζώντανο κουφάρι του MGS V χωρίς ιστορία, χαρακτήρες, χιούμορ και πνεύμα, χωρίς ψυχή να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του και εγκέφαλο να το κατευθύνει. Το ζόμπι αυτό περιφέρεται χωρίς προορισμό και χωρίς σκοπό, στέκεται όμως όρθιο χάρη σε λειτουργικούς και εκάστοτε διασκεδαστικούς survival μηχανισμούς και τις βάσεις του MGS V. Κυρίως, όμως, δεν δείχνει κανένα σεβασμό στο χρόνο του παίκτη, με τα πάντα να θυμίζουν ένα ατελείωτο grind.

Δεν δίνει τη εντύπωση ότι έχει λόγο ύπαρξης, και τα survival στοιχεία πράγματι είναι αρκετά για να κρατούν τον παίκτη απασχολημένο για πολλές ώρες, σπάνια όμως τον διασκεδάζουν. Ένας πραγματικός οπαδός των survival παιχνιδιών θα βρει πράγματα να κάνει, τα οποία όμως όλα υπάρχουν και σε άλλα παιχνίδια, και περιτυλιγμένα σε πολύ πιο ελκυστικά, λιγότερο μαζοχιστικά πακέτα.

To review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.

pcps4 Click to open image!Click to open image!Click to open image!Click to open image!Click to open image!Click to open image!Click to open image!Click to open image!
Keywords
Τυχαία Θέματα