Sorry We’re Closed | Review

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως η indie σκηνή έχει βρει τη λύση όταν επιθυμεί να βγάλει ένα αξιόλογο survival horror, αποφεύγοντας να παπαγαλίσει υψηλού επιπέδου παραγωγές, όπως είδαμε στα πρόσφατα Hollowbody και Pneumata. Ορισμένα από τα καλύτερα παραδείγματα πραγματικά αξιόλογων παιχνιδιών του είδους, από μικρές και ανεξάρτητες ομάδες δημιουργών, στοχεύουν στην ιδιοσυγκρασία και την τεχνοτροπία της εποχής των PS1 και PS2, με τους απαραίτητους βέβαια εκμοντερνισμούς

(λέμε “αντίο” στα tank controls).

Φυσικά, αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στους επίδοξους δημιουργούς να κερδίσουν πόντους αν καταφέρουν να πατήσουν γερά στο κομμάτι της νοσταλγίας, ενώ επίσης τους λύνει τα χέρια (σε -πάρα- πολλά εισαγωγικά) λόγω των χαμηλότερων απαιτήσεων σε σχέση με την προσπάθεια φωτορεαλιστικών αποτελεσμάτων. Η ρετρό αισθητική εξυπακούεται ότι δεν αναιρεί τη σκληρή δουλειά που και πάλι απαιτείται (εικαστικός τομέας, ηχητικός κ.λπ.). Τέτοιες περιπτώσεις είδαμε στο εξαιρετικό Signalis, το ιδιαίτερα συμπαθητικό Conscript και την αξιολογότατη περίπτωση του Tormented Souls – μεταξύ άλλων.

Το Sorry We ‘re Closed θα μπορούσε άνετα να θέσει υποψηφιότητα για την καλύτερη πρόταση μεταξύ των indie survival horror του τρέχοντος έτους, χάρη στο ιδιαίτερο στυλ του (πέραν του σαφούς φόρου τιμής στα παιχνίδια του PS1) και τα δουλεμένα δάνεια από εκκεντρικά και μη παιχνίδια του είδους. Εν ολίγοις, αναφορικά με το κομμάτι της μάχης και την αισθητική του, έχει σαφείς επιρροές από τα Killer7 και Shadows of the Damned, κοιτώντας σαφέστατα και προς το Silent Hill 2 στην αποτύπωση της διττής φύσης του κόσμου του.

Δεν δημιουργεί έκπληξη βέβαια πως η γενικότερη προοπτική της κάμερας παραπέμπει στα survival horror μίας παλιότερης και -πάντα- νοσταλγικής εποχής του είδους.

Το Sorry We ‘re Closed ξεκινάει σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά μίας μοντέρνας πόλης, όπου βρίσκουμε την Michelle να εργάζεται στωικά σε ένα παντοπωλείο, προσπαθώντας παράλληλα να ξεπεράσει τον πρόσφατο χωρισμό με την κοπέλα της (κάτι δύσκολο, αφού τη βλέπει διαρκώς στον πρωταγωνιστικό ρόλο μίας σαπουνόπερας). Τα υπόλοιπα μικρομάγαζα της γειτονιάς περιέχουν ορισμένες ακόμα προσωπικότητες, με τα δικά τους ερωτικά θέματα.

Η φαινομενικά απλοϊκή ρουτίνα δεν θα αργήσει να αλλάξει, καθώς το ίδιο βράδυ, μετά το τέλος της βάρδιάς της, ένας ισχυρός δαίμονας θα επισκεφτεί την Michelle στο κρεβάτι της, ανακοινώνοντάς της ότι της έχει μεταφέρει μία κατάρα, σύμφωνα με την οποία είναι καταδικασμένη να μείνει για πάντα μαζί του μέχρι να τον ερωτευτεί.

Αυτό είναι και το βασικό θέμα που πραγματεύεται: ο έρωτας, η απαγορευμένη αγάπη, οι δυσκολίες των σχέσεων και δη αυτών που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές, κάτι που σαφώς μεταφέρεται μέσα από έναν συμβολικό τρόπο και με έκδηλη υπερβολή, που συμβαδίζει άψογα με τον έντονο μεταφυσικό στοιχείο της εμπειρίας.

Η αποτύπωση του παραπάνω θέματος υπερβαίνει τα φύλα και περνάει σε μία πλήρως transgender φιλοσοφία, με τόσο ακομπλεξάριστο και ευθύ τρόπο που είναι απλά αφοπλιστικός. Στις περίπου πέντε ώρες διάρκειας, θα βρεθούμε μπροστά από διάφορες περιπτώσεις ζευγαριών που προσπαθούν να βρουν μία διέξοδο για τη μεταξύ τους σχέση, φέρνοντας μπροστά μας απαγορευμένες σχέσεις ακόμα και μεταξύ δαιμόνων και αγγέλων. Η δική μας συμβολή είναι ιδιάζουσας σημασίας, επιτρέποντάς μας να πάρουμε καίριες αποφάσεις για την τροπή των σχέσεων τόσο αυτών των δευτερευόντων χαρακτήρων όσο και της ίδιας της Michelle.

Η συγκεκριμένη θεματική του πάθους και του έρωτα αποφεύγει πλήρως μία ωραιοποιημένη κατάσταση, χωρίς ωστόσο να βαρύνει την ατμόσφαιρα, διατηρώντας διαρκώς έναν ελαφρώς σαρκαστικό τόνο. Δεν παύει ποτέ να περιστρέφεται πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ εμμονής και άκρατης αγάπης, αλλά και της προσπάθειας – που ενδέχεται να είναι ή όχι μάταιη – να έρθει το έτερον ήμισυ στον ίσιο δρόμο (όπως μπορεί να το θεωρεί το άλλο μισό).

Τα διαφορετικά φινάλε έρχονται με ορισμένες ενδιαφέρουσες καταλήξεις των περιφερειακών ιστοριών, αλλά κυρίως της Michelle, αποδίδοντας – άνευ εξιδανίκευσης – το αποτέλεσμα των αποφάσεών μας. Η όλη σουρεάλ κατάσταση μεταφέρει μία ιστορία που διατηρεί το ενδιαφέρον για την εξέλιξη των διαφόρων σχέσεων, με τους δημιουργούς να δείχνουν έμπρακτα ότι ήξεραν πολύ καλά την ιστορία που ήθελαν να αποδώσουν, αποφεύγοντας πλήρως μία συμβατική οπτική γωνία των -προβληματικών αλλά και πιθανά βιώσιμων- σχέσεων.

Ακριβώς επειδή η γραφή είναι καλή (δυστυχώς δεν υπάρχουν φωνές που να συνοδεύουν τα κείμενα), αποτελεί μειονέκτημα η συγκρατημένη διάρκεια των 5 ωρών. Δημιουργείται η εντύπωση ότι οι διάφοροι χαρακτήρες αλλά και η ίδια η τραυματισμένη προσωπικότητα της Michelle θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο. Ως έχει, η ιστορία είναι μεν ολοκληρωμένη αλλά ελαφρώς βεβιασμένη.

Πέραν του καλογραμμένου και ενδιαφέροντος σεναρίου, το Sorry We’re Closed δεν ξεχνάει ότι είναι και παιχνίδι, και δη τοποθετημένο στο είδος των survival horror. Υπάρχουν ορισμένα διακριτά επίπεδα όπου εκτυλίσσεται η δράση, μεταξύ των ειρηνικών περιηγήσεών μας στη γειτονιά της Michelle. Απέναντί μας θα βρούμε διάφορα είδη δαιμόνων, για την αντιμετώπιση των οποίων μπορούμε να χρησιμοποιούμε ένα τσεκούρι, μία καραμπίνα και ένα πιστόλι (με στόμα σκύλου, που γρυλίζει όποτε κάνουμε reload, για το σουρεάλ εφέ του πράγματος).

Εδώ έρχεται ένας ενδιαφέρων και λειτουργικός μηχανισμός, όπου όταν σημαδεύουμε η Michelle μένει ακίνητη και επίσης η κάμερα αλλάζει σε προοπτική πρώτου προσώπου. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η στατικότητα κατά το σημάδι αποτελεί έναν αναχρονιστικό μηχανισμό και εν μέρει θα είχε δίκιο. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η προσέγγιση λειτουργεί αρμονικά με τη δημιουργία έντασης. Έτερος μηχανισμός που λειτουργεί ιδανικά με αυτή τη μέθοδο μάχης αφορά στην ιδιαίτερη ικανότητα της Michelle να βλέπει μία δεύτερη έκφανση του κόσμου, αυτή των δαιμόνων.

Όταν ενεργοποιούμε αυτήν την ικανότητα, η εικόνα του περιβάλλοντος αλλάζει σε μία περίμετρο 2-3 μέτρων γύρω από τη Michelle. Αυτή η ικανότητα, πέραν από τη χρήση της σε περιβαλλοντικούς γρίφους, έχει επίπτωση και στις μάχες, καθώς όποτε οι δαίμονες εισέρχονται στον κύκλο της ενόρασης, τότε εμφανίζεται μία καρδιά στο σώμα τους. Η στόχευση στην καρδιά δίνει ένα σίγουρο critical hit, ενώ όποτε την πετυχαίνουμε η καρδιά εμφανίζεται σε άλλο μέρος του σώματός τους, απαιτώντας έτσι να στοχεύουμε αλλεπάλληλα σε διαφορετικά σημεία του δαίμονα για να τον εξοντώσουμε.

Με την παραπάνω μέθοδο, το παιχνίδι μάς προτρέπει να έρθουμε σε απόσταση αναπνοής με τους δαίμονες, απαιτώντας γρήγορο και εύστοχο σημάδι απέναντι από τα -διαρκώς- εναλλασσόμενα τρωτά σημεία τους. Είναι ένας απλός μηχανισμός, που όμως δίνει το κάτι παραπάνω στο τυπικό ύφος των συγκρούσεων που βλέπουμε στη συντριπτική πλειοψηφία των survival horror. Αποτελεί μάλιστα έναν μηχανισμό που λειτουργεί ωραία και στα λιγοστά αλλά επιβλητικά boss fights.

Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει και το σκέλος των περιβαλλοντικών γρίφων, ζητώντας τη συνήθη εύρεση αντικειμένων / κλειδιών για την επίλυση ορισμένων puzzles. Ιδίως προς τα τελευταία τμήματα της περιπέτειας ενσωματώνονται ορισμένοι έξυπνοι -αν και κάθε άλλο παρά απαιτητικοί – γρίφοι. Η υλοποίηση των γρίφων είναι αρκετά καλή, αλλά είναι ένα ακόμα σημείο όπου η προαναφερθείσα μικρή διάρκεια δίνει το παρόν. Αναμφίβολα, οι γρίφοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μεγαλύτερη ποικιλία και ίσως και μεγαλύτερη πρόκληση.

Σε οπτικό επίπεδο το Sorry We’re Closed έρχεται ως ένας ξεκάθαρος φόρος τιμής στα horror παιχνίδια της πρώιμης εποχής του PlayStation 2. Η lo-fi εικόνα των πολυγώνων αποδίδεται με μαεστρία, απεικονίζοντας ένα όμορφα ρετρό αποτέλεσμα.

Η ενόραση της Michelle, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε στο 99% της περιήγησής μας, σημαίνει πως η συντριπτική πλειοψηφία των περιβαλλόντων και των χαρακτήρων είναι σχεδιασμένα από δύο φορές, μία για τον πραγματικό κόσμο και μία για αυτών των δαιμόνων, με τον τελευταίο να αποτελεί σαφή αναφορά στα Silent Hill. Η εναλλαγή μεταξύ των δύο κόσμων γίνεται ομαλότατα, αποδίδοντας με ωραίο τρόπο τη συνύπαρξή τους. Το σύνολο ολοκληρώνουν τα ωραία και ιδιαίτερα ταιριαστά lounge και synthwave ακούσματα ιδίως στα boss fights.

Εν κατακλείδι, το Sorry We’re Closed έρχεται ως μία επιτυχημένη indie survival horror πρόταση, που στοχεύει στη νοσταλγική εποχή του είδους, διατηρώντας όμως τη δική του ταυτότητα σε όλες τις πτυχές του. Αποτελεί ένα από τα ιδανικά παραδείγματα παιχνιδιών που δείχνουν τον σωστό τρόπο δανείων από κλασικούς ή cult τίτλους, κάνοντάς τα κτήμα του και αποφεύγοντας το απλό παπαγάλισμα.

Το Sorry We’re Closed κυκλοφορεί από 14/11/24 για PC. Το review μας βασίστηκε σε review code που λάβαμε από την Akupara Games.

The post Sorry We’re Closed | Review first appeared on GameOver.

The post Sorry We’re Closed | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα