Tails of Iron 2: Whiskers of Winter | Review

Δεν πιστεύουμε ότι θα το περίμεναν και πολλοί αλλά ορίστε που το Tails of Iron επανέρχεται με ένα sequel. Η έκπληξη της κυκλοφορίας δεν υπάρχει επειδή το πρώτο ήταν κακή περίπτωση platformer, τουναντίον, ήταν ένα αρκετά συμπαθητικό παιχνίδι με ωραίο εικαστικό και έντονη μάχη. Ωστόσο, σπανίζουν τα indie παιχνίδια και δη αυτά που δεν άφησαν ιδιαίτερο αποτύπωμα, που να προχωράνε τελικά σε sequel.

Το Tails

of Iron 2 έρχεται εμπνευσμένο από το Game of Thrones, μεταφέροντάς μας στις βορινές περιοχές του βασιλείου και στο τελευταίο οχυρό των Αρουραίων. Εκεί, επικρατεί ένας ξεχασμένος μύθος για τις πάλαι ποτέ επιδρομές πανίσχυρων νυχτερίδων που κατακρεουργούσαν τον πληθυσμό των τρωκτικών. Όπως σύντομα θα μάθουμε βέβαια, οι white w… δηλαδή… οι νυχτερίδες αποτελούν μία πραγματική απειλή, καθώς θα τις δούμε να εφορμούν και να καταστρέφουν το οχυρό, εξοντώνοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού, παράλληλα με τον τοπικό άρχοντα και πατέρα του Arlo, τον πρωταγωνιστή.

Αυτό που θα ακολουθήσει είναι λιγότερο μία ιστορία εκδίκησης και περισσότερο μία προσπάθεια επικοινωνίας με άλλους στρατούς για την αντιμετώπιση αυτού του αδίστακτου εχθρού. Για άλλη μία φορά οι ομιλίες μεταξύ χαρακτήρων, είτε γραπτές είτε μέσω ομιλιών, είναι απλά ανύπαρκτες. Αντιθέτως, όταν ένας χαρακτήρας μιλάει με κάποιον άλλο βλέπουμε απλά ορισμένα μικρά σχέδια που υπαινίσσονται το θέμα για το οποίο μιλάνε.

Το βάρος της αφήγησης το παίρνει πάνω του ο Doug Cockle (γνωστότερος ως Geralt από το The Witcher 3), που, όπως και στο πρώτο παιχνίδι, αφηγείται σε πολλά σημεία τα τεκταινόμενα. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του δίνει πολλούς πόντους σε αυτόν τον τομέα και ας μην έχει το σενάριο κάτι ιδιαίτερο να πει. Η ιστορία του Tails of Iron 2 είναι απλοϊκή, άνευ ιδιαίτερων εξελίξεων ή έντονων σκηνών, λειτουργώντας κυρίως σαν ένα απλοϊκό παραμύθι.

Σε πολλά σημεία μάλιστα ο κίνδυνος των νυχτερίδων περνάει στο παρασκήνιο, κάτι που σημαίνει ότι ακόμα και αυτή η απειλή δεν διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στη δημιουργία μίας κάποιας έντασης. Συχνά, μεταφερόμαστε σε άλλα βασίλεια (σε περιβάλλοντα μικρής έκτασης), όπου καλούμαστε να ολοκληρώσουμε τις δικές τους απλές αποστολές προτού συμφωνήσουν να πάρουν το μέρος μας στη μάχη ενάντια από τις νυχτερίδες.

Η πλειοψηφία αυτών των ζητουμένων αφορά στην εξόντωση κάποιου τέρατος, με το Tails of Iron 2 να επιχειρεί να προσεγγίσει μία Monster Hunter λογική. Υπάρχει μία σεβαστή ποικιλία από τέρατα, τα οποία αρχικά καλούμαστε να τα εξοντώσουμε ως μέρος ενός quest και αργότερα τα βλέπουμε να επανεμφανίζονται σε random μέρη, ως ευκαιρίες για προαιρετικό κυνήγι. Η αλήθεια είναι ότι δεν νοιώσαμε την ανάγκη να προβούμε στο εκ νέου κυνήγι τεράτων που ήδη εξοντώσαμε, δεδομένου ότι βρίσκαμε αρκετές πρώτες ύλες ώστε να αναβαθμίσουμε τα όπλα και τον εξοπλισμό.

Το παραπάνω το βλέπουμε ως θετικό, καθώς στο Salt and Sacrifice, όπου είχε ακολουθηθεί παρόμοια “Monster Hunter” λογική, το τελικό αποτέλεσμα ήταν απλά κουραστικό, δεδομένου ότι εκεί το επαναληπτικό κυνήγι τεράτων ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της δομής του παιχνιδιού. Αποτελούσε μία ένδειξη πως αυτό το ύφος ζητουμένων δεν λειτουργεί και πολύ καλά σε ένα δισδιάστατο περιβάλλον.

Αναμφίβολα, το βάθος του crafting δεν φτάνει σε καμία περίπτωση αυτό των Monster Hunter, ενώ και οι συγκρούσεις με τα τέρατα, παρότι καλές, αδυνατούν να φτάσουν την ποικιλομορφία της έκβασης μίας σύγκρουσης, όπως θα μπορούσε κανείς να τη βρει σε ένα τρισδιάστατο, ποιοτικό, παιχνίδι. Επιστρέφοντας στα του Tails of Iron 2, όποιος είχε ασχοληθεί με το πρώτο παιχνίδι δεν θα εντοπίσει και πολλές διαφορές παρά τη σχετική προσπάθεια από τους δημιουργούς.

Αν και έγινε μία προσπάθεια να εμπλουτιστεί η περιήγηση, μέσω της προσθήκης ενός γάντζου, καταλήγει να είναι τόσο σποραδική η χρήση του και σε τόσο συγκεκριμένα σημεία που τελικά είναι δύσκολο να θεωρηθεί ως εμπλουτισμός. Θα χαρακτηρίζαμε ως χαμένη ευκαιρία την πλήρη αδυναμία χρήσης του γάντζου στη μάχη, κάτι που θα μπορούσε να προσφέρει ένα αναγκαίο βάθος, τουλάχιστον στις μάχες απέναντι από ποικίλους φτερωτούς εχθρούς.

Αυτό που βοηθάει σημαντικά στην περιήγηση είναι η προσθήκη του sprint καθώς και τα (λιγοστά είναι η αλήθεια) fast travel points, στοιχεία που καταφέρνουν να βοηθήσουν στην ευκολία του μπόλικου backtracking. Επιπλέον, αυτήν τη φορά ο κόσμος του Tails of Iron 2 είναι χωρισμένος σε διακριτές περιοχές, ξεχωριστά biomes αν προτιμάτε, δίνοντας έτσι μία κάποια αίσθηση ποικιλομορφίας. Γενικά πάντως, το μέγεθος του κόσμου είναι αρκετά συμμαζεμένο (όπως και στο πρώτο παιχνίδι), κάτι που μάλλον είναι θετικό, δεδομένου ότι η δωδεκάωρη -περίπου- διάρκεια κρίνεται ως ιδανική για αυτά που έχει να προσφέρει το παιχνίδι.

Το σύστημα μάχης επιστρέφει πρακτικά αυτούσιο, με τους εχθρούς να τηλεγραφούν το είδος των επιθέσεών τους, ώστε να γνωρίζουμε πότε πρέπει να κάνουμε dodge ή parry. Και πάλι η πρόκληση είναι υψηλή και το πιθανότερο είναι ότι θα χάσετε αρκετές φορές, από την άλλη πλευρά ωστόσο, το χρονικό περιθώριο για τα parries είναι μεγαλύτερο, ενώ και η δυνατότητα για αλλεπάλληλα dodges (άνευ οποιασδήποτε μπάρας stamina) αυξάνει τις πιθανότητες αποφυγής.

Το σίγουρο είναι ότι οι μάχες αυτήν τη φορά έχουν πολύ καλύτερη ισορροπία στο κομμάτι της πρόκλησης. Η αίσθηση παραμένει ωραία, μεταφέροντας ικανοποιητικά το βάρος των όπλων αλλά και του μακελειού που μπορεί να προκύψει (αποφεύγοντας τις splatter υπερβολές), ανεξάρτητα αν είναι εντελώς παρόμοια με τη μάχη του πρώτου τίτλου. Υπάρχει βέβαια και η προσθήκη της μαγείας, μέσω της ρίψης fireballs, ηλεκτρισμούς, ανεμοστρόβιλου και δηλητηρίου, αλλά η χρήση τους είναι αρκετά τυπική και γίνεται μέσω cooldowns, κάτι που σημαίνει ότι θα τις εκσφενδονίζεται όλες μαζί σε κάθε boss ώστε να γίνουν και πάλι ενεργές όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Οπτικά, το Tails of Iron 2 συνεχίζει να προσφέρει μία ιδιαίτερη κόμικ αισθητική και το δικό του προσωπικό ύφος. Ο κόσμος του εμπλουτίζεται με τις φατρίες των νυχτερίδων, των λαγών, πτηνών και άλλων ανθρωπόμορφων ζώων, προσφέροντας μία καλοδεχούμενη ποικιλομορφία. Γενικότερα δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια σημαντική εξέλιξη καθώς το sequel ακολουθεί, σχεδόν κατά γράμμα, το ύφος και το περιεχόμενο του πρώτου παιχνιδιού.

Αυτό δεν είναι αναγκαία κάτι που ρίχνει την ποιότητα του τίτλου, δεδομένου ότι το πρώτο Tails of Iron αποτελούσε μία συγκρατημένη εμπειρία, σε διάρκεια και περιεχόμενο, κάτι που σημαίνει ότι το φρέσκο υλικό του sequel είναι καλοδεχούμενο. Εξυπακούεται ότι θα θέλαμε να βλέπουμε από τους δημιουργούς να κάνουν το ένα βήμα παραπέρα και στο σύστημα μάχης και στη δομή του κόσμου και στον τομέα της περιήγησης, αλλά αυτή η “ατολμία” δεν αναίρεσε την ευχάριστη επιστροφή μας στον κόσμο του Tails of Iron.

To Tails of Iron 2 κυκλοφορεί από τις 30/1/25 για PS5, PC, Nintendo Switch και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5, με review code που λάβαμε από το Press Engine

The post Tails of Iron 2: Whiskers of Winter | Review first appeared on GameOver.

The post Tails of Iron 2: Whiskers of Winter | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα