Ελληνικές πτυχές του Ανατολικού Ζητήματος / 3

Οι σκοτεινές πλευρές του Μακεδονικού

Στη Συνθήκη του Βερολίνου, που υπεγράφη μεταξύ της 13ης Ιουνίου και της 13ης Ιουλίου 1878, αναθεωρήθηκε η βεβιασμένη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που υπεγράφη στις 3 Μαρτίου 1878 μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βασικό δημιούργημα της οποίας ήταν η «Μεγάλη Βουλγαρία».

Η Συνθήκη προέβλεπε την ίδρυση εκτεταμένης αυτόνομης βουλγαρικής ηγεμονίας, που θα περιλάμβανε εδάφη από τον Δούναβη ώς το Αιγαίο πέλαγος και από τον Εύξεινο Πόντο ώς το Δρίνο και τις λίμνες Πρέσπες

και την Αχρίδα. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή, ανύπαρκτη στον παγκόσμιο χάρτη, η Βουλγαρία δεν ήταν υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου – ούτε και οι Βούλγαροι. Το Μακεδονικό ως πρόβλημα έγινε γνωστό διεθνώς αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου τον 19ο αιώνα, και αφορούσε στη διευθέτηση των συνόρων στην περιοχή της Μακεδονίας μεταξύ των κρατών της περιοχής: Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και των διευθετήσεων που έγιναν στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, ως επί μέρους θέμα φάνηκε να έχει τακτοποιηθεί, για να επανεμφανιστεί εκ νέου μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή τη φορά μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, και τα τελευταία χρόνια ως ζήτημα της ονομασίας του κρατιδίου των Σκοπίων.

Μακεδονία: ένα όνομα με πολλούς κληρονόμους

Η επαναφορά του Μακεδονικού θέτει το ζήτημα της «μακεδονικής» εθνότητας, μέρος της οποίας είναι και η «γλώσσα». Η νέα αυτή εκδοχή του Μακεδονικού δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και προφανώς δεν αντιμετωπίζεται με εθνικιστικές κορώνες και πλειοδοσίες πατριωτισμού. Κυρίως όμως αποτελεί έγκλημα να αντιμετωπίζεται με κομματικά – ιδεολογικά κριτήρια, που κατά κανόνα εμπορεύονται και υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον.

Στη σύγχρονη εκδοχή του Μακεδονικού θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και όπως είδαμε πρόσφατα, οι λεπτομέρειες δίνουν την ευκαιρία στο τυχάρπαστο και κατασκευασμένο από τον κομμουνιστή ηγέτη Τίτο κρατίδιο των Σκοπίων να αμφισβητεί τη βεβιασμένη και υπό το κράτος ισχυρών διεθνών πιέσεων Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία υπέγραψαν πρόθυμοι διεθνιστές. Δύο σοβαρές «αβλεψίες» τής τότε ελληνικής κυβέρνησης ήταν αυτές που επισήμανε πρόσφατα σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης: «Υπάρχει μία συμφωνία. Εγώ είχα σοβαρές επιφυλάξεις για τη Συμφωνία, για την έννοια της ‘‘μακεδονικής’’ εθνότητας και γλώσσας. Σοβαρές επιφυλάξεις. Ήταν ο λόγος για τον οποίο αντιτάχθηκα στη Συμφωνία, όχι το όνομα. Ήμουν πολύ σαφής όταν μίλησα στη Βουλή».

Τελικά υπογράψαμε το όνομα, πήραν οι Σκοπιανοί μετρητοίς την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ και εμείς μείναμε με το «erga omnes» και με την επιβάρυνση να ξοδεύουμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο για μια κακή συμφωνία με μιαν αναξιόπιστη χώρα. 

Πτυχές του Μακεδονικού

Οι ιστορικές αναφορές σχετικά με την Αριστερά και το Μακεδονικό είναι πολλές και δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Κυρίως, δεν περιορίζονται στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αλλά συνεχίζονται και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά.

Ενδεικτικά από τον Οκτώβριο του 1918, στη Μόσχα με την ίδρυση της Ομοσπονδίας Σοβιετικών Δημοκρατιών της Βαλκανικής – όπου ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη ήταν και Έλληνες κομμουνιστές – σχεδίαζαν τη μεταλαμπάδευση της επανάστασης στη Βαλκανική και την προσάρτησή της στη μεγάλη ΕΣΣΔ. Ήδη το 1920, το σχέδιο αυτό μιλούσε για βαλκανικό κομμουνιστικό ομόσπονδο κράτος. Μια από τις πρώτες πρωτοβουλίες της ΒΚΟ (Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας) ήταν να θέσει θέμα αυτονομίας στις τρεις Μακεδονίες: του Βαρδάρη, του Πιρίν και του Αιγαίου. Στη συνέχεια, το ΚΚΕ εργάζεται σταθερά για την απόσχιση της Μακεδονίας, υπερψηφίζει την εισήγηση των Βουλγάρων συντρόφων του στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα στις 12-13 Ιουνίου του 1923 και κάνει λόγο για αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης. Στο συνέδριο αυτό δεν γίνεται πλέον λόγος για «βουλγαρικό λαό», αλλά εισάγεται μια νέα ορολογία με… ευρύτερο νόημα: Γίνεται λόγος για «μακεδονικό λαό», «μακεδονικό πληθυσμό», χωρίς καμιά διάκριση εθνότητας. Είναι φανερό ότι βασικός στόχος ήταν η δημιουργία μιας μακεδονικής συνείδησης, ενός λαού και ακολούθως μίας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», που θα λειτουργούσε ως εργαλείο υπονόμευσης των βαλκανικών «αστικών» κρατών.

Στο 6ο συνέδριο του ΚΚΕ, που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1935, γίνεται μια προσπάθεια αναδίπλωσης στο Μακεδονικό. Δεν γίνεται πλέον λόγος για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας, αλλά για «παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων στις μειονότητες».

Το ΚΚΕ σε συνεργασία με τον ΕΛΑΣ και τον Τίτο ιδρύουν στην Καστοριά τον Οκτώβριο του 1943 και στη Φλώρινα τον Νοέμβριο του ιδίου έτους το βραχύβιο Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ). Συγκεκριμένα, το κίνημα αυτό έγινε έπειτα από συνεννόηση του Τίτο για τη Γιουγκοσλαβία, τη στρατιωτική ηγεσία του ΕΛΑΣ και την πολιτική ηγεσία του ΚΚΕ τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1943.

Ταυτόχρονα και συντονισμένα, το «Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας» στη δεύτερη συνεδρίασή του στην Jajce θεσπίζει ένα πολιτικό πρόγραμμα δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού κράτους, της «Δημοκρατικής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας», στην οποία περιλαμβάνεται και η ένταξη της Μακεδονίας.

Ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Γιάννης Ιωαννίδης, στις 12 Ιουλίου 1943, υπογράφει στο Πετρίτσι της Βουλγαρίας, με τον αντιπρόσωπο του ΚΚΒ Δασκάλωφ, συμφωνία για κοινή προσπάθεια των δύο πλευρών για να αποσπασθεί η Μακεδονία από την Ελλάδα και να ενταχθεί στη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ)…

Ο Τίτο και η «μακεδονική μειονότητα»

Ήδη από το 1950 και σε όλη τη διάρκεια του έτους ξεκίνησαν προσπάθειες συνεννόησης μεταξύ των δυο γειτονικών χωρών σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα που είχε καταφέρει ο Τίτο να φυτέψει το 1943 μέσω των διεθνιστών αγωνιστών της δικής μας πλευράς. Τελικά, το θέμα παρέμεινε ανοιχτό, παρά τις τοποθετήσεις πρεσβευτών σε Αθήνα και Βελιγράδι. Σε αυτές τις προσπάθειες οικοδόμησης καλών διμερών σχέσεων, η γιουγκοσλαβική πλευρά έθετε ως προϋπόθεση την αναγνώριση εκ μέρους μας της ανύπαρκτης «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα και τη χορήγηση σε αυτήν μειονοτικών δικαιωμάτων. Από ελληνικής πλευράς, οι προσπάθειες επικεντρώνονταν στο να πεισθεί το Βελιγράδι να μην θέσει ζήτημα στο μέλλον περί «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα.

Στις 3 Ιουνίου 1954 ο στρατάρχης Τίτο κατέφθανε στην Αθήνα. Η επίσκεψη του Τίτο δεν ήταν καθόλου εθιμοτυπική, αλλά σχεδιασμένη έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί η χώρα μας ως όχημα φιλίας προς τη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Οι Αμερικανοί ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να είναι φιλική προς τον Τίτο, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στα κομμουνιστικά Βαλκάνια εκμεταλλευόμενοι το ρήγμα στην Κομινφόρμ.

Η γλώσσα ως τεκμήριο εθνικής ταυτότητας

Στη διάρκεια του ελληνικού Διαφωτισμού, η ιδέα της ελληνικής παλιγγενεσίας αναπτύχθηκε έχοντας ως βασικό πυρήνα προβληματισμού τα κριτήρια που συγκροτούν την ελληνικότητα και οριοθετούν την Ελλάδα ως χώρο. Το κριτήριο της γλώσσας θεωρήθηκε αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό της εθνολογικής καταγωγής. Η διαφοροποίηση των εθνοτήτων στον χώρο της Βαλκανικής, κυρίως στο γλωσσικό, προκύπτει αβίαστα. Βέβαια, υπήρχαν κάποιες περιοχές, το βασικό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η πολυγλωσσία. Αλλά και πάλι, οι γλώσσες διαχωρίζονται σε διαλέκτους καθώς και σε τοπικά ιδιώματα, έτσι που κάθε γλώσσα διέθετε δικούς της συμπαγείς γεωγραφικούς πύρινες. Αυτό, ωστόσο, ήταν ευδιάκριτο για τις άλλες γλώσσες της Βαλκανικής, όπου γλώσσα και λαός είχαν το ίδιο όνομα. Με την ελληνική γλώσσα, τα πράγματα δυσκόλευαν λόγω του ότι η εξάπλωσή της υπερέβαινε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία γινόταν ευρεία και αποκλειστική χρήση της. Σε αυτό συνέτειναν αρκετοί λόγοι, κυρίως κοινωνικοί, θρησκευτικοί και οικονομικοί. Όπου προέκυπταν γλωσσικές διαφορές, αυτές μετατρέπονταν σε εθνικές.

Η συνέχεια των Πρεσπών…

Πρόσφατα ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, μιλώντας σε ομογενείς του στο Νιου Τζέρσεϊ, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πρέπει να καταγάγουμε νίκες και εδώ, στην Ουάσιγκτον και στη Νέα Υόρκη, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Ρώμη και σε άλλες πρωτεύουσες του κόσμου, αν θέλουμε να λυθεί επιτέλους το μακεδονικό ζήτημα, διότι αυτό δεν έχει επιλυθεί. Σιγοκαίει επί αιώνες και διαρκεί και συνεχίζει να υπάρχει. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό, οι δεσμοί που διατηρεί η πατρίδα με τους Μακεδόνες του εξωτερικού να συνεχίσουν να είναι λειτουργικοί, να ενισχύονται και να γίνουν ακόμα πιο ισχυροί».

Τέλος, σημειώνουμε ότι στις 13 Φεβρουαρίου 2025 ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Χρίστιαν Μίτσκοσκι έθεσε ζήτημα «μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας» κατά τη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου.

Διαβάστε επίσης:

Ελληνικές πτυχές του Ανατολικού Ζητήματος / 2

Ελληνικές πτυχές του Ανατολικού Ζητήματος / 1

Σχετικά με τον Τσώρτσιλ – Η υποβρύχια νάρκη

Keywords
Τυχαία Θέματα
Ελληνικές, Ανατολικού Ζητήματος,ellinikes, anatolikou zitimatos