Οι ανεπούλωτες πληγές της Μικράς Ασίας

Οι προσωπικές πορείες μέσα από ένα περιστατικό δεν έχουν την ίδια αξία, όμως δεν παύουν να έχει η κάθε μια την ιδιαιτερότητά της… Τα γεγονότα είναι γεγονότα, όμως υπάρχει πάντα απόσταση ανάμεσα σε αυτά που γράφουν ιστορία και στα άλλα, που γράφουν λίγο ώς πολύ μικρές ιστορίες…

Θα ξεκινήσουμε αυτή την αναφορά στην 1η ή 15η Νοεμβρίου, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο, του 1920, οπότε γίνονται εκλογές στην Ελλάδα.

Δύο είναι οι γραμμές που συγκρούονται: Η μία είναι των βασιλικών, υπέρ της άμεσης ειρήνευσης στη Μικρά Ασία, με κύριο σύνθημα το «Οίκαδε» – επίρρημα που δηλώνει με αρχαΐζοντα τρόπο την επιστροφή των στρατιωτών στις εστίες τους. Και η άλλη των βενιζελικών, που δηλώνει τη διακοπή του πολέμου με έντιμες διαπραγματεύσεις.

Κυριαρχεί η γραμμή των βασιλοφρόνων με ελάχιστες ψήφους! Ο Βενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής! Επανέρχονται οι παλιοί βασιλόφρονες στρατιωτικοί στο στράτευμα, γερμανόφιλοι ως επί το πλείστον, το οποίο έχουν «χαιρετίσει» προ μακρού χρόνου – τουλάχιστον πριν από το 1917 – και είναι άσχετοι με τις νέες τεχνικές του πολέμου. Από την άλλη πλευρά αποσύρονται οι βενιζελικοί αξιωματικοί, που στον Παγκόσμιο Πόλεμο επρόσκειντο στην Αντάντ – την «Εγκάρδια Συνεννόηση» της Γαλλίας, της Αγγλίας και των λοιπών δυνάμεων.

Ταυτόχρονα μεγάλο τμήμα του μικρασιατικού εδάφους, του οποίου την ευθύνη της φύλαξης είχαν οι δυνάμεις των Γάλλων και Ιταλών, αποδεσμεύεται από αυτή την προστασία και το βάρος της περιέρχεται στον ελληνικό στρατό. Ενώ όμως η κοινή γνώμη αναμένει την ειρήνευση, και μάλιστα χωρίς όρους, ο πόλεμος συνεχίζεται. Το 1921 οι μάχες στον ποταμό Σαγγάριο είναι σφοδρότατες, οι απώλειες του ελληνικού στρατού είναι τεράστιες, παρ’ όλα αυτά οργανώνεται μια πορεία μέσω της Αλμυράς Ερήμου με τελικό στόχο την κατάληψη της Άγκυρας.

Τελικά φθάνουμε στο 1922, ο στρατός έχει διασκορπιστεί σε απόσταση 600 χιλιομέτρων από την παραλία. Οι κανονισμοί του στρατεύματος είναι σαφείς: Όποιος διαδίδει φήμες για υποχώρηση, ήττα, καταστροφή του στρατού, περνάει στρατοδικείο! Κι όμως, εκείνη την ημέρα γίνεται το ακατόρθωτο: Ένας στρατιώτης πλησιάζει τον Θωμά Σχίζα, είναι προφανώς φίλος, μάλιστα βενιζελικός, και επιβεβαιώνει εν κρυπτώ ότι το μέτωπο έσπασε. Η είδηση θα πολλαπλασιαστεί τις αμέσως επόμενες ημέρες και θα χάσει γρήγορα την ποινική σημασία της…

Είναι η ημέρα όπου έρχεται το μοιραίο πλήγμα: Στις 13 Αυγούστου 1922 αρχίζει η μεγάλη ήττα, που ήταν η μεγαλύτερη από όσες είχε υποστεί ο ελληνισμός. Αυτή είναι η ήττα που περιγράφει με προσωπικά μέσα ο Θωμάς Σχίζας: μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων, οι Έλληνες φαντάροι καταλήγουν στην παραλία, όπου στριμώχνονται μαζί με πολίτες για να καταλάβουν μια θέση στα πλοία. Ο «συνωστισμός» είναι απόλυτος.

«Tοκέι Μαρού»

Μεταξύ αυτών που διασώθηκαν είναι 825 Έλληνες και Αρμένιοι, χάρη στην ευγενική παρέμβαση ενός ιαπωνικού πλοίου, του «Τοκέι Μαρού» (οι λέξεις σημαίνουν «Ρολόι – Θάλασσα»). Ο πλοίαρχος έρχεται σε οπτική επαφή με το δολοφονικό αμόκ των Τούρκων, πετάει το εμπόρευμά του στη θάλασσα και στη συνέχεια αψηφά τις υποδείξεις μιας κανονιοφόρου των Τούρκων. Ο Ιάπωνας αξιωματούχος επικαλείται το ναυτικό δίκαιο της εποχής, σύμφωνα με το οποίο οτιδήποτε είναι στο πλοίο συν ο περίγυρός του ανήκουν σε ξένη δικαιοδοσία, στην προκειμένη περίπτωση του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Ακιχίτο, οποιαδήποτε δε προσβολή αυτού του δικαιώματος είναι προσβολή του ίδιου του αυτοκράτορα! Ο Τούρκος «καλοσκέπτεται» την απειλή, χαιρετάει και φεύγει…

Το «Τοκέι Μαρού» μένει στη «μεγάλη ιστορία» χάρη στο πολυβραβευμένο animation του Ζάχου Σαμολαδά, που παίχτηκε από το Καράτσι μέχρι το φεστιβάλ ταινιών της Καρύστου, το καλοκαίρι του 2021. Ο πρεσβευτής της Ιαπωνίας, που παρευρέθηκε σε εκδήλωση για την προβολή της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη», δήλωσε ότι η διάσωση των Ελλήνων στο «Τοκέι Μαρού» αποτελεί σημείο αναφοράς στις σχέσεις ανάμεσα στην Ιαπωνία και την Ελλάδα…

Τρεις πικρές εβδομάδες

Ο Θωμάς Σχίζας στρατολογείται την άνοιξη του 1917 και κατευθύνεται στην εκμάθηση της οδήγησης. Για εννέα μήνες παραμένει στη ζώνη των επιχειρήσεων, ενώ το τέλος της εκστρατείας τον βρίσκει χειριστή αυτοκινήτου στο επιτελείο της Σμύρνης, στο Α’ Γραφείο. Παρακολουθεί τα γεγονότα από μια σκοπιά «φανταρίστικη», διότι δεν διαθέτει τα «ιστοριογραφικά» προσόντα των μορφωμένων ανθρώπων εκείνης της εποχής.

Η αφήγησή του αρχίζει από την επαφή του με έναν φίλο, που του μεταφέρει την είδηση παρακαλώντας για την αυστηρή εχεμύθειά του: Ο στρατός ηττήθηκε στο Αφιόν Καρά Χισάρ, εγκατέλειψε όλο τον βαρύ οπλισμό, βρίσκεται σε διαδικασία άτακτης υποχώρησης. Η πρώτη του εντύπωση είναι τα νέα που έφταναν μέσω στρατιωτών και άλλων φυγάδων από τις γραμμές αντίστασης. Οι εντυπώσεις τους ήταν τρομερές, σχεδόν απίστευτες! Ο Θ. Σχίζας αφηγείται:

«Στη Σμύρνη η Ελλάς είχε μεταφέρει ό,τι είχε και δεν είχε. Νοσοκομεία, τράπεζες, πανεπιστήμιο και άλλα πολλά. Κοντά στην Πούντα (το λιμάνι) είχε αποθήκες βενζίνης, υπήρχε εργοστάσιο (κοπής) ιματισμού με τεράστια αποθήκη, υπήρχε εργοστάσιο υποδήσεως. Πιο κάτω υπήρχε ο όρχος αυτοκινήτων με συνεργεία και με πολλά μηχανήματα, υπήρχε μεγάλο εργοστάσιο αρτοποιίας. Στο πιο έξω της πόλεως αεροδρόμιο του Καζιμίρ υπήρχε συνεργείο επισκευής αεροπλάνων».

Περνάνε δύο-τρεις ημέρες και οι ανησυχίες εντείνονται. Εν τω μεταξύ φθάνουν στο λιμάνι οι δυο μεραρχίες που είχαν σταλεί στη Θράκη για να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία που έφεραν τον στρατό ήταν τρία, ήταν τεράστια, ήταν από αυτά που είχαμε πάρει ως αποζημίωση από τους Γερμανούς. Αγκυροβόλησαν απέναντι, μακριά από την Πούντα, όπου γινόταν η φόρτωση υλικών πολέμου.

Στο μεταξύ ο Θ. Σχίζας ακούει από το τηλέφωνο μια αναφορά αεροπόρου που επέστρεψε από την περιοχή υποχωρήσεως του στρατού: «Εχθρικός στρατός δυνάμεως μεραρχίας κατέρχεται προς Δεμερτζή… Στρατός εχθρικός δύο χιλιάδων προχωρεί προς Μπόρλα και Γεντίς Τσάι»… Ήταν το μέρος που γνώριζε πολύ καλά: Ήταν η στενωπός αυτή 30-36 χιλιόμετρα βορείως του Σαλιχλί, όπου περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή. Ο ίδιος γράφει στα απομνημονεύματά του: «Φρίκη. Φρίκη. Τόσο κοντά!».

Άλλος φυγάς μεταφέρει την πληροφορία ότι στο Σαλιχλί έγινε μάχη, αλλά ευτυχώς ήταν εκεί ο Πλαστήρας με συντεταγμένα τμήματα και έσωσε τον στρατό. Τότε αρχίζουν να διαδραματίζονται σκηνές που θυμίζουν το φιλμ «Η πτώση» με τον αξέχαστο Μπρούνο Γκανζ: «Μπροστά στη χαρτογραφική υπηρεσία και στο προαύλιο των στρατώνων ήταν σκορπισμένες χιλιάδες φωτογραφίες. Η κάθε υπηρεσία εγκατέλειπε τη θέση της χωρίς να αντιληφθεί η γειτονική τίποτε…».

Οι Φραγκολεβαντίνοι χαίρονταν

Εν τω μεταξύ – συνεχίζει ο Σχίζας – οι Άγγλοι φόρτωναν σε κάποιο πλοίο τους υπηκόους τους, αλλά οι Ιταλοί και Γάλλοι Φραγκολεβαντίνοι χαίρονταν. «Ήταν στην ουσία και στην πράξη σύμμαχοι των Τούρκων και δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε». Όσον αφορά τους στρατιώτες, αυτοί αρνούνταν όχι μόνο να κατέβουν από τα πλοία, αλλά ακόμη και να πάρουν τα κανόνια Σκόντα που είχαν ξεφορτώσει προηγουμένως στα βαγόνια! «Αφήστε τα να τα πάρουν οι Τούρκοι. Δεν θα τα πάρουμε μαζί μας. Αν τα πάρουμε, θα μας ξαναστείλουν δώθε…».

Βγαίνοντας έξω από τον χώρο του λιμανιού, ο Σχίζας λέει:

«Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και ήταν γνωστής μου οικογένειας με κλάματα μου είπε: “Πού μας αφίνετε εμάς, Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην με πάρει κανένας Τούρκος”; Και έκλαιγε συνεχώς… Ήταν αδύνατο… Δέκα χρονών κοριτσάκι ήταν… Ο κυρ Κώστας – ο πατέρας της –, που είχε το κέντρο και την κοπελίτσα που συνήντησα, έπειτα από δυο μήνες τηγάνιζε συκωτάκια στη Θεσσαλονίκη σε καταυλισμό προσφύγων. Όταν τον είδα, άρχισε τα κλάματα… “Όλοι γλιτώσαμε, Θωμά μου”, είπε, “πλην του κοριτσιού. Το κορίτσι μας, το καμάρι του σπιτιού… μας το πήρε ένας Τούρκος”».

Η κράτηση της ελληνοπούλας έχει το χαρακτήρα μιας σχέσης δουλείας, η οποία καταργήθηκε από τον Κεμάλ μόλις το 1923…

Εν τω μεταξύ στην παραλία της Σμύρνης ο Σχίζας κάνει την πιο συγκλονιστική αφήγηση:

«Από το δρόμο του Μπουρνόβα έρχονταν χιλιάδες στρατιώται, όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με όπλα και χειροβομβίδες, άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι, άλλοι με διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν ήταν απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν παντελόνια ώς το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια. Εκείνο όμως που θυμούμαι ήταν ότι όσοι είχαν τα όπλα τους ήταν οι λιγότερο εξαθλιωμένοι».

Εντός δύο ωρών στο πλοίο «Πλαταιαί» ανέβηκαν 5.500 στρατιώτες και στέκονταν όλοι όρθιοι, γιατί δεν χωρούσαν καθιστοί, ενώ «όλοι οι αξιωματικοί φόρεσαν ρούχα απλού στρατιώτου».

Η αρχή μιας στάσης

Όταν όμως το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται από τις ακτές, άρχισαν μερικοί να φωνάζουν «Πειραιά… Πειραιά…». Ο πλοίαρχος με έναν τηλεβόα τους είπε «τι θέλετε, να αφήσουμε τους συναδέλφους σας να τους πιάσουν οι Τούρκοι αιχμάλωτους;». Η απάντηση των στρατιωτών ήταν

«Πειραιά… Πειραιά…».

Ταυτοχρόνως παρουσιάστηκε στον καπετάνιο ένας ναυτικός ονόματι Άγγελος Μεταξάς, που πήρε το πηδάλιο του πλοίου. Ο Θ. Σχίζας σημειώνει: «Ένας αξιωματικός χωρίς διακριτικά, που ήταν αφανής μέχρι τότε, έλαβε το θάρρος και μίλησε στους στρατιώτες. Τους είπε “αρκετά”, για να τους φέρει στο φιλότιμο, αλλά εστάθη αδύνατο».

Η επιβίβαση στο πλοίο φέρνει το μαρτύριο της δίψας. Με την αφόρητη ζέστη του Αυγούστου, η δίψα προσβάλλει τους στρατιώτες. Λέει ο Σχίζας: «Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι οι διψασμένοι θα ’πιναν το νερό των ψυγείων των αυτοκινήτων». Οι στρατιώτες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη δίψα τους χρησιμοποιώντας πανιά για να φιλτράρουν το νερό. Για την πείνα λέει: «Ένας φαντάρος αξιοθρήνητος μάζευε ψίχουλα από το κατάστρωμα τόσο μικρά που ούτε ο σπουργίτης θα τα έβλεπε».

«Μετά δυο ημέρες, με ταχύτητα τεσσάρων μιλίων την ώρα, το πλοίο προσεγγίζει το Σούνιο. Ένα όμως μικρό τορπιλοβόλο τους σταματά και τους λέει με τον τηλεβόα: “Ποιοι είστε και πού πάτε;”. “Πάμε στον Πειραιά εκουσίως” απαντά ένας συνταγματάρχης που ήταν μαζί τους με στολή απλού στρατιώτη χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Απαντούν αμέσως από το τορπιλοβόλο: “Θα γυρίσετε και θα πάτε στον Πόρο… Θα αφήσετε τα όπλα σας εκεί και θα φύγετε με όποιο μέσο μπορείτε για τα σπίτια σας. Εάν θέλετε, πάρτε απολυτήρια, εάν όχι, θα σας σταλούν στα σπίτια σας”.

Αμέσως έστριψε το πλοίο για τον Πόρο. “Στον Πόρο, παιδιά, στον Πόρο να πιούμε νεράκι” φώναξαν οι πιο πολλοί με σβησμένη φωνή. Δεν προχώρησε όμως το πλοίο ένα μίλι και άρχισαν πάλι οι φωνές. “Πειραιά, Πειραιά”.

Ο πλοίαρχος όμως του πολεμικού μάς παρακολουθούσε την κίνηση. “Ή θα υπακούσετε αμέσως και θα πάτε στον Πόρο ή θα σας βουλιάξω, αυτή τη διαταγή έχω”… Οι πιο ζωηροί στρατιώτες είπαν να του ρίξουν χειροβομβίδες για να βουλιάξει, όμως άλλοι φώναξαν “όχι, όχι” και δεν έγινε το κακό. Επακολουθεί η προσέγγιση του νησιού Πόρος, η πόση νερού από τα πηγάδια της περιοχής, η γενική ανακούφιση».

Πριν αρχίσει η αποβίβαση των στρατιωτών, ένας αξιωματικός φώναξε με τον τηλεβόα και είπε όποιος συνοδεύει υλικά του στρατού να καθίσει στο πλοίο για να τα παραδώσει στον Πειραιά. Μείνανε συνολικά 40 στρατιώτες, μεταξύ αυτών κι ο Θωμάς Σχίζας, που είχε να παραδώσει 14 αυτοκίνητα.

Το «Πλαταιαί» επιστρέφει στα Εγγλεζονήσια

Συνεχίζει ο Θωμάς Σχίζας την αφήγηση:

«Ασύρματο το πλοίο δεν είχε να μάθουμε τα νέα, γιατί ο ασύρματος τότε ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένας οπτικός τηλέγραφος και τον συνόδευε ένας τηλεγραφητής. Νύχτα και χωρίς φεγγάρι προχώρησε το “Πλαταιαί” προς τη Σμύρνη, κανένα όμως πλοίο δεν συναντήσαμε στο ταξίδι και ούτε στον κόλπο της Σμύρνης.

Είχαμε φθάσει πλέον απέναντι στα Βουρλά, που βρίσκονται τα Εγγλεζονήσια, και όλοι είχαμε στραμμένα τα βλέμματά μας προς τη Σμύρνη, που είναι στο βάθος του κόλπου… Για μια στιγμή ένας οπτικός μας έκανε σήματα από δεξιά και εξ αποστάσεως 1-2 μιλίων. “Ποιοι είσθε σεις;”. Και αμέσως ετέθη εις ενέργειαν ο δικός μας οπτικός. “Πλοίον ‘Πλαταιαί’, πηγαίνουμε προς Σμύρνην… Πλησιάσατέ μας, πολεμικόν ‘Κιλκίς’. Πλησιάσατέ μας…”».

Μετά τη συνάντηση του «Κιλκίς» και του «Πλαταιαί» αρχίζει η σύγκρουση των δύο στρατών στη στεριά. «Σε λίγα λεπτά άρχισε από τη θάλασσα έως την κορυφή του βουνού “Δυο Αδέλφια” να γίνεται ανταλλαγή πυρών πεζικού. Οι δύο γραμμές των αντιπάλων σχημάτιζαν καταπληκτική ευθεία και ήταν ευδιάκριτες από τας λάμψεις των όπλων στην ασέληνη νύχτα».

Η συνέχεια είναι γνωστή: Το «Κιλκίς» και άλλα πλοία είχαν πιάσει το στόμιο που οδηγούσε στη χερσόνησο του Τσεσμέ. Στο μέρος αυτό και από τις δύο πλευρές ήταν ο ελληνικός στόλος και εμπόδιζε τους Τούρκους να περάσουν.

Λέει ο Θ. Σχίζας: «Οι στρατιώτες σκότωσαν ένα δαμάλι και το έκοψαν μισογδαρμένο κομμάτι και το έφεραν στο πλοίο. Έτσι φάγαμε μια μέρα κρέας μαγειρεμένο έπειτα από πολλές ημέρες κονσερβοφαγίας». Ας σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η μολυβδίαση, που προερχόταν από τον μόλυβδο που είχαν οι κονσέρβες, παρότι ήταν θανατηφόρα ασθένεια, ήταν άγνωστη.

Από όλη αυτή την εμπειρία αξίζει να θυμίσουμε το υπερωκεάνιο «Μεγάλη Ελλάς». Λέει ο Θ. Σχίζας: «Αυτό το πλοίο ήταν το μεγαλύτερον και πολυτελέστερον επιβατικόν την εποχήν εκείνην… Όταν έγινε η Καταστροφή, έπλεε προς την Αμερική πλήρες επιβατών και βρίσκονταν στο μέσον του Ατλαντικού ωκεανού. Όταν έλαβε, όπως όλα τα ελληνικά πλοία όπου και αν έπλεαν, το σήμα της επιστροφής των στην Ελλάδα, αμέσως και το υπερωκεάνιον αυτό επέστρεψε στην ελληνική θάλασσα».

Η Μικρασιατική Καταστροφή λήγει με την πυρπόληση της Σμύρνης – η οποία έγινε όχι από τους φυγάδες Έλληνες, αλλά από Τούρκους, που είχαν τον φόβο μιας πιθανής επιστροφής των Ελλήνων. Τα ζώα όμως δεν έπρεπε να μείνουν στα χέρια των Τούρκων. Διατάχθηκε ζωοκτονία, για το περιστατικό της οποίας διηγείται ο ιστορικός Επαμεινώνδας Βρανόπουλος στην «Ελευθεροτυπία» της 22.8.83:

«Δυστυχώς δεν κατέπλευσαν και άλλα σκάφη για να επιβιβάσουν και τα ζώα της Μεραρχίας. Καμήλες, μουλάρια και άλογα συγκεντρώθηκαν έτσι σε μια μεγάλη πλατεία και διατάχθηκε η εκτέλεσή τους. Δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ήταν όμως η εξόντωση των ζώων τους, για τους Έλληνες οπλίτες, η πιο σκληρή διαταγή που έπρεπε να εκτελέσουν στο διάστημα της εκστρατείας. Με τις πρώτες σφαίρες πολλά ζώα σκόρπισαν στους γύρω δρόμους, ενώ το αίμα έτρεχε πυκνό από τις πληγές τους. Βουβά, παρά τον πόνο τους, κοιτούσαν γύρω τους με απορία.

Το θέαμα ήταν για τους στρατιώτες πολύ οδυνηρό. Τα ζώα αυτά, που τους είχαν προσφέρει τόσες υπηρεσίες, τα θεωρούσαν, κατά κάποιον τρόπο, συμπολεμιστές τους. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, που είχαν αναλάβει να εκτελέσουν τη διαταγή, δεν μπόρεσαν να την ολοκληρώσουν. Άφησαν πολλά ζώα να διαφύγουν ελεύθερα. Μερικοί, μάλιστα, τα αγκάλιαζαν και τα καταφιλούσαν».

* Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας

Φωτογραφικό υλικό από Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο

Διαβάστε επίσης:

Η πρώτη μέρα του πόλεμου

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος: ένας… κατά συρροή πρωθυπουργός!

Όταν εκδιώχτηκε ο Όθωνας

Keywords
πληγες, ημερολόγιο, εκλογες, ελλαδα, βενιζελος, γαλλια, στρατος, animation, καλοκαιρι, ιαπωνια, νέα, τραπεζες, φιλμ, θεσσαλονικη, καμάρι, λύκοι, πειραιας, ελευθεροτυπια, κινηση στους δρομους, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, αξια, σκοπια, Πρώτη Μέρα της Άνοιξης, εκλογες 2012, ποιοι βουλευτες εκλεγονται, 600 δις, τελος του κοσμου, εσπα 2021, ημερολογιο 2021, ημερολόγιο, αλογα, αυτοκινητα, γνωμη, ζωα, ηττα, θαλασσα, θαρρος, θρακη, κωνσταντινουπολη, πορος, ρουχα, σηματα, σμυρνη, σουνιο, τα νεα, τηλεφωνο, φημες, φωτογραφιες, ωρα, αεροδρομιο, αιμα, αξιζει, αμερικη, ανοιξη, αποζημιωση, ασια, αφηγηση, βρισκεται, γεγονοτα, γινεται, γινονται, γονατο, διαστημα, διψα, εγινε, ειπαν, ειπε, υπαρχει, εποχη, επρεπε, ερχεται, ευθυνη, εχεμυθεια, ζεστη, ζωνη, ζωων, ιδια, υπηρεσια, υπηρεσιες, θωμας, φιλμ, κεμαλ, κινηση, λύκοι, μακρια, μηνες, μικρασιατικη καταστροφη, μικρο, μπορειτε, μπρουνο, ναυτικο, νερο, νυχτα, νοσοκομεια, καμάρι, παντα, ουσια, παιδια, πηδαλιο, πιστολια, πλοια, πλοιο, συνεχεια, σκαφη, σκηνες, σπιτια, σχιζας, τμημα, τρια, φεγγαρι, φεστιβαλ, φωνη, animation, αρβυλες, ευθεια, ελληνικα, εννεα, κομματι, κοπελα, κρεας, κωστας, λεξεις, πηγαδια, σημα, ταξιδι, υλικα, υλικο, θωμα, χερια, κρεας αλογου
Τυχαία Θέματα
Μικράς Ασίας,mikras asias