Σινεμά: Ό,τι μπορεί το φως – Aδιόρατες συνδέσεις για τρεις ηρωίδες στην ταινία του Πογιάλ Κοπάντια

Τίτλος ταινίας: Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως

Σύνοψη: Μια νοσοκόμα στη Βομβάη βρίσκεται στο χείλος του διαζυγίου, ως τη στιγμή που λαμβάνει ένα αναπάντεχο δώρο από τον σύζυγό της. Την ίδια στιγμή, μια νεαρότερη συνάδελφός της προσπαθεί να συνευρεθεί με το σύντροφό της. Συνεκτικός ιστός των αντιθέσεών τους μια ηλικιωμένη μαγείρισσα, που τους προσκαλεί στο χωριό της.

Σκηνοθεσία: Πογιάλ Καπάντια

Πρωταγωνιστούν: Ντίβια Πράμπα, Κάνι Κιουσρούτι, Τσάγια Κάνεμ

Στη βάση του κινηματογράφου, βρίσκεται πάντα το φως.

Ζυμώνοντάς το, οι σκηνοθέτες πλάθουν ιστορίες, που τις νοηματοδοτούν οι φωτιστικές αντιθέσεις, ο τρόπος που αυτές διαβάζουν τα πρόσωπα. Σπανίζουν, ολοένα και περισσότερο, οι ταινίες οι οποίες επικεντρώνονται στην πρώτη ύλη τους, πλάθοντας γλυκές ιστορίες με το φως. Και να, που από την Ινδία έρχεται μια τέτοια ιστορία, τιμημένη με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες.

Με παράδοση, από τα χρόνια του ασπρόμαυρου Σατγιαγίτ Ρέι ακόμη, το ινδικό σινεμά ξετυλίγει απλές, παραβολικές αφηγήσεις, με τον άνθρωπο και το πρόσωπό του σε κεντρικό ρόλο ψυχικού ανάγλυφου. Ακόμη και στα χρόνια της Ναργκίς να φτάσουμε, η συνταγή μένει ίδια, έστω κι αν πρόκειται για την πιο εύπεπτη, εμπορική εκδοχή της.

Τώρα, οι πρωταγωνίστριες είναι δύο νοσοκόμες, μια συντηρητική, στο χείλος του διαζυγίου και μια «ελευθεριάζουσα», σε συνεχή προσπάθεια ερωτικής συνεύρεσης με τον φίλο της. Ή μήπως, τελικά, το πραγματικό γρανάζι της αφήγησης αποτελεί η γηραιότερή τους, μαγείρισσα του νοσοκομείου, καθώς στήνει γέφυρα στις αντιθέσεις τους, με την πρόσκληση για διαμονή στο παραθαλάσσιο χωριό της, κάπου στη Γκόα;

Εκτός από τις ηλικίες τους – εκπρόσωπος μιας γενιάς η κάθε μια τους- διαφέρει και ο τρόπος εκδήλωσης του ερωτισμού τους: η μια προσφέρει την επιθυμία της στο σύντροφο και στην οθόνη, η άλλη περιτυλίγεται ερωτικά, φαντασιωτικά, γύρω από τη χύτρα – δώρο του άντρα της- και η μεγαλύτερη, χήρα πια, μοιάζει να ζει με την ανάμνηση του έρωτα, μια νοσταλγική εκδοχή της. Δίπλα τους, το νοσοκομείο, ο ανθρώπινος πόνος και η αδυναμία του σώματος. Πίσω τους, μια πόλη «ρέει», βρίσκεται σε κίνηση, φωτίζεται με γιορτινό τρόπο και έρχεται στο προσκήνιο. Εκεί βρίσκεται και η σκηνοθετική ιδιοφυΐα της Καπάντια, στον τρόπο με τον οποίο φέρνει σε πρώτο πλάνο, αυτό που φυσιολογικά αποτελεί το μπακγκράουντ. Φανερά, οι ηρωίδες ασφυκτιούν. Το φως εκεί έξω είναι περισσότερο απ’ όσο στις ζωές τους.

Η λύτρωση έρχεται μετά από πρόσκληση της απολυμένης μαγείρισσας, προς τις φίλες της, να δοκιμάσουν τη ζωή σε έναν φτωχικό, αλλά αυθεντικό παράδεισο. Αν και οι σύντομες πολιτικές αναφορές, φαντάζουν σαν «τσόντα», γρήγορα η Καπάντια ξαναβρίσκει τη φόρμα της, και μάλιστα με καλύτερες επιδόσεις. Η φύση χαρίζει το άπλετο φως της στις ηρωίδες, η μέρα διαδέχεται τα νυχτερινά της πόλης και όλα παίρνουν αβίαστα τη λύσεις τους. Πριν απ’ όλα, οι κόμποι στη σχέση των δύο ηρωίδων, ο υφέρπων ανταγωνισμός της μικρής προς τη μεγάλη, η αυθόρμητη εκδήλωση του ερωτισμού τους. Η φύση στέκει εκεί και χαμογελάει, όπως οι θεατές την ώρα που εγκαταλείπουν την αίθουσα, μετά από μια τέτοια ταινία!

Αξιολόγηση: ***

Διαβάστε επίσης:

Βραβεία Grammy 2025: Ο Τρέβορ Νόα θα παρουσιάσει την τελετή απονομής για πέμπτη συνεχόμενη φορά

Πέθανε ο γάλλος σκηνοθέτης Bertrand Blier

Πέθανε ο Δημήτρης Δημητράκας, ο ντράμερ των Panx Romana

Keywords
Τυχαία Θέματα