Είδαμε τη «Δύναμη του Πεπρωμένου» στη Λυρική: Με μαγευτικές σκηνές που μοιάζουν με ζωντανούς πίνακες ζωγραφικής

Με μια γεμάτη συμβολισμούς σκηνοθεσία από τη Ροδούλα Γαϊτάνου, αλλά και μια εκπληκτική ερμηνεία από τον διακεκριμένο βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά, η όπερα «Η Δύναμη του Πεπρωμένου» του Τζουζέπε Βέρντι, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μάγεψε το κοινό. 

Το θέατρο κατάμεστο στην πρώτη πρεμιέρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το 2025. Το αθηναϊκό κοινό αναμένει με ανυπομονησία να ξεκινήσει η παράσταση για μια απαιτητική όπερα που ο Τζουζέπε Βέρντι χρειάστηκε εικοσιένα ολόκληρα χρόνια για να την

ολοκληρώσει, η οποία ανεβαίνει σπανίως όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε στη χώρα μας «Η Δύναμη του Πεπρωμένου» ήταν στις 19 Μαρτίου του 1954 στο Θέατρο Ολύμπια. Ακολούθησαν τρεις ακόμα παραγωγές: αυτή του 1970, του 1981 και του 1998 στο Ηρώδειο

Είκοσι επτά χρόνια μετά, η «Δύναμη του Πεπρωμένου» επέστρεψε στην Αθήνα με μια ενσυνείδητη και γεμάτη συμβολισμούς -γύρω από την έννοια του πολέμου- σκηνοθεσία που στη σκιά της βίας στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή αποκτά ιδιαίτερη αξία. 

Ο έρωτας στη σκιά του πολέμου 

Η όπερα είναι αρχιτεκτονικά δομημένη σε δύο επίπεδα: Από τη μια έχουμε τον οπερετικό, τραγικό έρωτα της Λεονόρας και του Αλβάρο που η προσπάθειά τους να κλεφτούν καταλήγει στον τραγικό θάνατο του πατέρα εκείνης και την μετέπειτα πολύχρονη καταδίωξή του καταραμένου ζευγαριού από τον μικρότερο αδερφό της Λεονόρας, τον Κάρλο, που ζητά εκδίκηση. Από την άλλη έχουμε το ξέσπασμα του πολέμου για την ελευθερία της Ιταλίας και την απόσχισή του ιταλικού έθνους από την πολύγλωσση και αχανή αυτοκρατορία των Αψβούργων. 

Η Ροδούλα Γαϊτάνου, με διεθνή πορεία στον χώρο του λυρικού θεάτρου, παίρνει αυτή τη διττή ιστορία και τη φέρνει με υπαινικτικό τρόπο στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα στον εφιάλτη των δύο παγκόσμιων πολέμων που σάρωσαν την Ευρώπη. Ο χρόνος ωστόσο λειτουργεί περισσότερο συμβολικά, αυτό άλλωστε που προέχει για την σκηνοθέτιδα είναι όχι να εστιάσει ιστορικά σε έναν συγκεκριμένο πόλεμο, αλλά να φωτίσει τον πόλεμο εν γένει και τις συνέπειές του, να μιλήσει για την τραγωδία της ανθρώπινης κατάστασης, για το... πεπρωμένο της ίδιας της Ιστορίας. 

«Η ιστορία των ηρώων», όπως εξηγεί η σκηνοθέτιδα της παράστασης σε συνέντευξή της στην Άννα-Μαρία Γκούνη, «συμπίπτει με την αρχή, την εξέλιξη και το τέλος ενός πολέμου (...) Η εκδοχή μας δεν είναι σαφώς τοποθετημένη χρονικά αλλά παραπέμπει στις αρχές του 20ού αιώνα με αναφορές στον Ά και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μελετώντας και στήνοντας το έργο συνειδητοποίησα πως από το να προσδιορίσω μια χρονική περίοδο είναι πιο σημαντικό να αναδείξω τόσο το ζήτημα της αποτρόπαιας φύσης του πολέμου όσο και το πού αυτός οδηγεί τους ανθρώπους. Στην Γ΄ Πράξη του έργου βλέπουμε μια κοινωνία που γιορτάζει τη λήξη του πολέμου, εκεί που επιχειρούμε να εστιάσουμε όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πόλεμος επηρέασε αυτούς τους ανθρώπους όσο και το κρίσιμο ερώτημα αν θα καταφέρουν να ξαναβρούν την υπόστασή τους. Έτσι, στη σκιά δύο μεγάλων πολέμων που βιώνουμε στο κατώφλι μας σήμερα, αναπόφευκτα αυτό έγινε και άξονας της σκηνοθετικής μου προσέγγισης», επισημαίνει η ίδια. 

Οι πολυπληθείς σκηνές για τον πόλεμο που εγκιβωτίζονται μέσα στην ιστορία των τριών βασικών ηρώων, πραγματικά είναι ακόμα πιο συγκλονιστικές κι από τον ίδιο τον τραγικό έρωτα της Λεονόρας και του Αλβάρο ή τα παιχνίδια που στήνει η μοίρα στους δύο άντρες -τον Αλβάρο και τον Κάρλο- όταν ο πόλεμος τους φέρνει κατά διαβολική συγκυρία να πολεμούν πλάι πλάι και να γίνονται φίλοι, αγνοώντας ο ένας την αληθινή ταυτότητα του άλλου. Διώκτης και διωκόμενος γίνονται πιστοί σύντροφοι, τη στιγμή που οι τύψεις κατατρέχουν μια ολόκληρη ζωή τη μοναχική Λεονόρα, η οποία έχει αναζητήσει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Τα χορωδιακά μέρη, πάντα συνδεδεμένα με τον πόλεμο, είναι αριστουργηματικά. Η Ροδούλα Γαϊτάνου, σε συνεργασία με τον Γιώργο Σουγλίδη στα εκπληκτικά σκηνικά και τα κοστούμια, αλλά και τον Τζουζέππε ντι Ιόριο στους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, δημιουργούν ζωντανούς καμβάδες επί σκηνής. 

Δύο σκηνές ειδικά προσωπικά με συγκλόνισαν και θα τις θυμάμαι, σαν πίνακες ζωγραφικής: Η πρώτη είναι η σκηνή με τους μοναχούς που εισβάλουν, μέσα στην ομίχλη της νύχτας, κρατώντας αναμμένα κεριά, φιγούρες απόκοσμες ανάμεσα στα δέντρα και τους σταυρούς του μοναστηριού, για να συντρέξουν την κυνηγημένη Λεονόρα που αναζητά λύτρωση και καταφύγιο. Η δεύτερη είναι μια χορογραφία του πολέμου στην Γ' Πράξη, όπου οι μητέρες και οι χήρες των νεκρών στρατιωτών στήνουν χορό γύρω από τις χαμένες τους αγάπες. Μια αρχαία ελληνική τραγωδία, μια μυσταγωγία επί σκηνής, από αυτές που σου μένουν χαραγμένες στο νου ως υψηλές οπερετικές στιγμές. 

«Δυστυχισμένος αιώνια θα είμαι, είναι γραφτό»

Ένα ακόμα στοιχείο που συγκλονίζει σε αυτή την όπερα είναι ότι η μουσική έχει κάτι το απόκοσμο, μια μαγική θαρρείς ορμή που υπερβαίνει τους ανθρώπους. Είναι η ορμή του πεπρωμένου που βγαίνει από τα έγκατα της γης, σαρωτική, άκαμπτη, χωρίς έλεος. 

Οι τρεις τραγικοί ήρωες της συγκλονιστικής αυτής όπερας, παρά το γεγονός ότι διασχίζουν τις έρημες στέπες του πολέμου, διασταυρώνονται με την ωμότητα και την αγριότητα της βίας αλλά και με τη σαρωτική ορμή της ίδιας της Ιστορίας που γκρεμίζει τα πάντα στο πέρασμά της, συνειδητοποιούν ότι η τραγική τους μοίρα είναι αναπόδραστη. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτή: Η Λεονόρα πεθαίνει από το μαχαίρι του αδερφού της, ενώ εκείνος, αφού εκπληρώσει την ιερή υπόσχεση στον νεκρό πατέρα του, υποκύπτει στο θανάσιμο τραύμα που του έχει καταφέρει ο Αλβάρο, ξιφομαχώντας για τη ζωή του που χωρίς την αγαπημένη του όμως πλέον δεν έχει καμιά αξία. Οι τρεις ήρωες περνούν μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες του πολέμου για να βρουν το τραγικό φινάλε της δική τους μοίρας. 

Κατά τον Βέρντι, όσο κι αν περνά ο άνθρωπος μέσα από τις μυλόπετρες της Ιστορίας δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από το ίδιο του το πεπρωμένο. Αυτό μπορεί να φαίνεται μοιρολατρικό μέσα από το ρεαλιστικό φίλτρο της σύγχρονης εποχής, όμως για την εποχή κατά την οποία γράφτηκε η όπερα αυτή, τον 19ο αιώνα η έννοια της μοίρας και του πεπρωμένου ήταν σύμφυτα με το ρομαντικό ιδεώδες. Ο άνθρωπος έπρεπε για να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα, όχι να εκλογικεύσει τα ακατανόητα αισθήματά του όπως κάνει ο άνθρωπος του 20ού αιώνα, ούτε να συμβιβαστεί με την απόλυτη αμφιθυμία τους, αποδεχόμενος την ρευστότητα της φύσης του, όπως κάνει ο άνθρωπος του μεταμοντέρνου κόσμου, αλλά να πέσει μαχόμενος για μια ιδέα ή ένα ιδανικό, να πεθάνει για ένα ανώτερο συναίσθημα, να θυσιαστεί για μια βαθιά αγάπη ή για ένα ηθικό χρέος ή να ακολουθήσει μέχρι τέλους μια ανώτερη δύναμη: το πεπρωμένο του. 

Η μουσική διεύθυνση του Πάολο Καρινιάνι ήταν υποδειγματική. Η Τσέλια Κοστέα στο ρόλο της Λεονόρας. ο Μαρσέλο Πουέντε στο ρόλο του Ντον Αλβάρο και ο Πέτρος Μαγουλάς με δύο ρόλους -του Μαρκησίου του Καλατράβα και του Πατρός Γκουαρντιάνο-, ήταν εκπληκτικοί και άρτιοι φωνητικά, ενώ ο Δημήτρης Πλατανιάς, ο οποίος υποδύθηκε τον αδερφό της Λεονόρας, τον Ντον Κάρλο, έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας, κάνοντας το κοινό -δικαίως- να τον αποθεώσει. 

Info: nationalopera.gr
Επόμενες παραστάσεις: 2, 6, 9, 12, 15, 18 Φεβρουαρίου 2025
Τιμές εισιτηρίων: €15, €20, €30, €35, €42, €50, €65, €80 | Φοιτητικό, παιδικό: €15 | Περιορισμένης ορατότητας: €10
Προπώληση: Ταμεία ΕΛΣ (2130885700, καθημερινά 9.00-21.00) & ticketservices.gr

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα
Είδαμε, Δύναμη, Πεπρωμένου, Λυρική,eidame, dynami, pepromenou, lyriki