Οι τυμβωρύχοι της Αμφίπολης

15:28 8/9/2014 - Πηγή: Aixmi

Σηκώθηκαν οι Καρυάτιδες της Αμφίπολης, που λες, από τη χειμερία νάρκη των αιώνων και κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους.

«Τυχερές είμαστε», λέει η μια στην άλλη, «γλιτώσαμε από την πλεονεξία των τυμβωρύχων και των λαφυραγωγών. Τόσοι λαοί περάσανε, τόσοι στρατοί διαβήκανε αυτά τα μέρη και τόσοι πεινασμένοι για λίγα τάλαντα εξαγοράς βαλθήκαν να μας ξεθάψουνε και να μας μοσχοπουλήσουν και εμείς εδώ. Στην ίδια θέση που μας έβαλε ο Βασιλιάς μας».

Χαρά, που λες, οι Καρυάτιδες για τη μεγάλη τύχη που τις βρήκε και κίνησαν να δούνε το τοπίο γύρω τους. Παντού πλαστική καρέκλα (το

πλαστικό τους ήτανε γνωστό, μιας και ο Πλάστικος ο Αιτωλός το ανακάλυψε πρώτος πριν από εκατοντάδες χρόνια αλλά δεν πρόλαβε ο δόλιος να το διαδώσει στους βαρβάρους γιατί του την έστησαν κάτι τοκογλύφοι Φοίνικες έμποροι και του κλέψαν την ιδέα), «εκλεκτό» ψητό στις σούβλες, φουλ ταβέρνα, καντίνες με ντελάληδες του φρέντο καπουτσίνο (αυτό σαν να μην το ’ξεραν απόλυτα αλλά κάτι είχαν ακούσει για τον Φρέντο από την Ιωνία που φίλευε τους ξένους με ένα παρόμοιο ρόφημα), καφέ να χορτάσει το μάτι σου, μαγαζάκια να πουλάν Καρυάτιδες made in China (από τότε φαίνονταν αυτοί οι κιτρινιάρηδες πως μια μέρα θα κατακτήσουν τον κόσμο όλο) και πολυάριθμα ρουμ του λετ, ατάκτως ερριμμένα στο πεταχτό και στο μονίμως πρόχειρο.

Λίγο πιο πέρα μια κουστωδία από κάτι κουστουμαρισμένους (και αυτοί τους ήτανε οικείοι, να ναι καλά ο Κοστούμης από το Άργος που το πρωτοφόρεσε και αυτό) συνομιλούσαν μεταξύ τους και κάτι παρατρεχάμενοι όλο κάτι σημείωναν και όλο κάτι έγραφαν.

Ήταν μακριά και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι λέγανε εκείνοι οι περίεργοι άνθρωποι με τις φορεσιές του Κοστούμη του Αργείου, αλλά σίγουρα κάτι υπολογισμούς θα κάνανε για να ήταν τόσο αφοσιωμένοι. Για τυμβωρύχοι δεν φαίνονταν, αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει με δαύτους. Είναι τόσο πανούργοι αυτοί οι καταραμένοι που μπορεί να μεταχειριστούν την οποιαδήποτε μεταμφίεση για να ξεγελάσουν τους φύλακες και να μπουκάρουν μέσα.

Απογοητευμένες από την εικόνα γύρω τους έστρεψαν το βλέμμα στις γλαύκες της Αθήνας.

«Πείτε μας πάνσοφες γλαύκες, ιερά πουλιά της Αθηνάς, τι νέα μας έχουν οι απόγονοι του μεγάλου Περικλέως»;

Κοιτάχτηκαν αυτές αναμεταξύ τους σαστισμένες και διστάζανε να αρχίσουνε να εξιστορούνε τα νέα των απογόνων του Περικλέως, βεβαίως βεβαίως, μιας και δεν το θεώρησαν πρέπον να στεναχωρήσουν αυτές τις καημένες με το που είδαν το φως της ημέρας. Ξαφνικά η πιο μικρή από αυτές πετάχτηκε και ξεκίνησε να μεταφέρει τα νέα:

«Αφήστε, καλές μου Καρυάτιδες, γέμισε η πόλη σας με δημαγωγούς και φάτσες ηλιθίων. Νυχθημερόν περιφέρονται στις γειτονιές και διαλαλούν την πραμάτεια τους. Άλλοι υπόσχονται διορισμούς και κρατικές μισθοδοσίες, άλλοι υψώνουν τις γροθιές τους και καλούν τον κόσμο σε εξέγερση, να οργανώσουν, λέει, μια καινούρια εκστρατεία σαν αυτή των Συρακουσών και να φάνε τα μούτρα τους ως συνήθως, και άλλοι ψάχνουνε λεφτά για να εξασφαλίσουν το συσσίτιο των παλιών τους πελατών. Παντού εγκατάλειψη και μιζέρια. Κάτι μπουλούκια μαγκουροφόρων σεργιανάνε στις πλατείες και σχεδιάζουν την ανατροπή του καθεστώτος και στην αντίπερα όχθη – ο Δίας να την κάνει αντίπερα αλλά έτσι απαιτούνε να προσφωνούνται από τον Πρύτανη στην Εκκλησία του Δήμου- κυκλοφορούνε κάτι παρόμοια μπουλούκια, με την ίδια εμμονή στην γλώσσα και την ίδια αμετροέπεια στον λόγο, που βρίζουνε νυχθημερόν τους Αμερικανούς και τους Γερμανούς που με την ισχύ τους στραπατσάρουνε την αξιοπρέπειά τους, όπως λένε».

«Καθίστε, καθίστε μια στιγμή» πετάχτηκαν με μια φωνή οι Καρυάτιδες, γιατί τους φάνηκαν οικεία αυτά που άκουγαν. «Δεν τους ξέρουμε αυτούς τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, πως τους λέτε, αλλά εμείς τους τα μάθαμε αυτά τα πράγματα. Θυμάσαι καλή μου; Λίγο πριν μπουκάρουμε στην Μήλο και τους σφάξουμε όλους τους τρισκατάρατους τους Μηλίους που τόλμησαν να αμφισβητήσουν το κλέος και την δύναμή μας. Ακόμα τους θυμάμαι τους τιποτένιους που στέκονταν σαστισμένοι μπροστά μας ενώ εμείς αγορεύαμε για την ισχύ και την δύναμη :Καθόσον, ως προς τους θεούς μεν πιστεύομε, ως προς δε τους ανθρώπους καλώς γνωρίζομε, ότι, ωθούμενοι από ακάθεκτη φυσική ορμή, άρχουν παντού, όπου η δύναμή των είναι επικρατέστερη».

«Τα ξέρουμε αυτά Καρυάτιδές μας. Μας τα εξιστορεί καθημερινά η γλυκιά μας η κυρά. Αυτοί δεν τα ξέρουνε και κάθονται και μυξοκλαίνε για τους ισχυρούς που τους εκμεταλλεύονται και θέλουν να τους αφανίσουν».

«Και ο Παρθενώνας; Τον γκρέμισαν οι απόγονοι, έτσι δεν είναι; Και έχτισαν κάτι μεγαλοπρεπέστερο στη θέση τους, δίχως άλλο».

«Όχι καλές μου. Εκεί στέκει ακόμα ο αγαπημένος Παρθενώνας. Ένα μουσείο φτιάξανε μονάχα ακριβώς απέναντι, και για να πούμε του στραβού το δίκιο ωραίο και επιβλητικό είναι και αυτό. Πήρανε κάτι λεφτά από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας, όπως την αποκαλούνε στο τσακίρ κέφι τους, για να την ρίξουνε μετά στα τάρταρα της λυκοφωλιάς σαν τολμήσει αυτή να μην τους κανακέψει λίγο παραπάνω, και χτίσανε ένα κτίριο αντάξιο του Παρθενώνα».

«Γνήσιοι απόγονοι», κρυφογέλασαν αυτές. «Εμείς καταχραστήκαμε το ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας για να τον φτιάξουμε και αυτοί στα χνάρια μας. Βρήκαν καινούριο ταμείο να χρηματοδοτεί τα μεγαλεία τους».

«Και η δύναμη της πόλης; Το πνεύμα της; Οι ακαδημίες της; Ακόμα και όταν μας κατέκτησε ο μεγάλος Βασιλιάς ήμασταν πρώτοι στα αθλήματα αυτά του πνεύματος και έρχονταν άνθρωποι από όλες της γωνιές του γνωστού κόσμου για να μορφωθούνε». «Ακαδημίες»; αναρωτήθηκαν οι γλαύκες.

«Τα Πανεπιστήμια θα εννοεί, μάλλον» αποκρίθηκε η πιο μικρή και παιχνιδιάρα από αυτές, που πρωτύτερα βρήκε το θάρρος και ξεκίνησε να αφηγείται τα νέα των προγόνων.

«Α, μάλιστα τα Πανεπιστήμια. Όχι καλές μου Καρυάτιδες. Ο κόσμος σταμάτησε να συρρέει στην Αθήνα για να σπουδάσει. Μόνο Ελληνόπουλα πάνε πια και αυτά για να σπουδάσουν, να κάνουν φοιτητική ζωή και να βγουν μετέπειτα στην ανεργία. Βλέπεις, τότε οι Φιλοσοφικές Σχολές βγάζανε φιλοσόφους περιζήτητους από τις καλές οικογένειες της οικουμένης για να διδάξουνε τα μυστικά της σοφίας στα βλαστάρια τους. Αυτοί οι νεότεροι σπουδάζουνε τις επιστήμες της σοφίας και μετά χτυπάνε πόρτες για να διοριστούνε στο Δημόσιο».

«Και η υπόλοιπη Ελλάδα, αγαπημένες γλαύκες; Δεν μπορεί, κάτι καλό θα ξεκινάει, ίσως, από εκεί. Έτσι συνέβαινε πάντα με την πόλη μας. Μόλις στέρευε το πνεύμα της και εξαντλούνταν οι δυνάμεις της έρχονταν άνθρωποι φλογισμένοι από τ´ άλλα μέρη της Ελλάδας και ξαναφούντωναν το κλέος της Αθήνας».

«Μια από τα ίδια γλυκύτατες Καρυάτιδες», αποκρίθηκαν αυτές και το έβλεπες πια στα μάτια τους πως η θλίψη τους γινόταν μεγαλύτερη. «Βλέπετε, η βλακεία δεν έχει σύνορα και σαν μολύνει τον έναν τόπο γρήγορα σπεύδει να μολύνει και τον διπλανό του. Παρόμοιοι άνθρωποι, παρόμοιες στάσεις, παρόμοιοι λόγοι. Κανείς δεν θέλει να δουλέψει στα σοβαρά και όλοι περιμένουν το θαύμα να έρθει από τον ουρανό.

Στο μεταξύ, βέβαια, μαζεύονται και αυτοί σε κλειστά δωμάτια και ερειπωμένα μέγαρα και συζητάνε. Αυτοθαυμάζονται οι μεν για την ικανότητά τους να οικειοποιούνται την κυριαρχία του λαού και μοιράζουνε μεταξύ τους αξιώματα και οφίκια, ενώ οι δε τα βάζουν με την τύχη που δεν στάθηκε καλή μαζί τους και τους πήρε την κουτάλα μέσα από τα χέρια τους.

Ετοιμάζονται, όμως, να κατέβουν στην Αθήνα κάποιοι από αυτούς, μην χάσει η Ελλάδα και δεν γευτεί τις πολύτιμες υπηρεσίες τους, και αυτό φαίνεται πολύ πιθανό να συμβεί τον επόμενο καιρό. Ξέχασε ο κόσμος να κρίνει. Και με το άκριτο στο μυαλό του μια τους στέλνει να τον διοικήσουν από τους Δήμους και τις Περιφέρειες και μια τους τιμωρεί και τους στέλνει βουλευτές στην Αθήνα. Και άντε πάλι από την αρχή».

«Και οι βάρβαροι; Τι απόγιναν οι βάρβαροι;»

«Οι βάρβαροι φτάσαν στο φεγγάρι και μέσα από τις Ακαδημίες τους κυβερνάνε τον κόσμο όλον. Πάψαμε και μεις να τους αποκαλούμε βάρβαρους και ζητιανεύουμε που και που καμιά χούφτα τάλαντα για να τα βγάλουμε πέρα. Ακόμα και για να σας ξεθάψουμε και να σας φέρουμε στο φως κάποιος από δαύτους ζήτησε χρηματοδότηση από το Συμμαχικό Ταμείο. Στο τσακίρ κέφι θα ’τανε μάλλον», συμπλήρωσαν και πέταξαν για το κεφάλι της αγαπημένης τους Αθηνάς.

«Ώστε έτσι, λοιπόν! Τι είπες φίλη μου καλή προ ολίγου; Τυχερές είμαστε που γλιτώσαμε από τους τυμβωρύχους και τους λαφυραγωγούς; Και ποιος σου είπε πως αυτοί είναι καλύτεροι; Την ίδια δουλειά κάνουν. Μας ανακαλύπτουν και μας μοσχοπουλάνε. Για να κερδίσουν αναγνώριση και λίγη ακριβή δημοσιότητα. Τουλάχιστον οι πεινασμένοι που μας ανταλλάσσουν για λίγα τάλαντα είναι γνωστά λιγούρια και δεν περνιούνται για κάτι διαφορετικό. Αυτοί όμως; Ίδια δουλειά κάνουνε, φιλενάδα, αλλά με τα κοστούμια του Αργείου ξεγελούν και επιβιώνουν. Ίδια ακριβώς δουλειά. Αυτήν του τυμβωρύχου».

Keywords
Τυχαία Θέματα