Έλληνες: Η μετάλλαξη ενός λαού

Της ΦΕΝΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Έλληνες ως έθνος εξασθενούν όσο η κατάσταση στη χώρα χειροτερεύει και όσο η οικονομική κρίση επηρεάζει όλο και περισσότερο κόσμο. Ελλάδα και Έλληνες ήταν συνώνυμα με τη φιλοξενία, την ευγένεια, την ηθική, τη συμπαράσταση.
Τώρα επικρατεί βία. Στα σχολεία,

στους δρόμους, στους χώρους διασκέδασης. Βία όλων των ειδών: λεκτική, ψυχική, ηθική και συναισθηματική. Ο Έλληνας έχει μαζέψει πολύ θυμό μέσα του. Μεγάλο ποσοστό πολιτών βρίσκεται σε απόγνωση, δεν έχει επιλογές. Όταν τα χέρια σου είναι δεμένα, γιατί δεν μπορείς να καλύψεις τις βασικές σου ανάγκες, γίνεσαι απάνθρωπος.
Η νέα γενιά είναι χωρισμένη στα δύο. Από τη μια, τα παιδιά που λένε «και να σπουδάσω, δεν θα κερδίσω τίποτα, είναι πολύ δύσκολο να βρω δουλειά, άρα θα φύγω στο εξωτερικό» και από την άλλη αυτοί που πεισμώνουν και αποφασίζουν να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους «για να επιβιώσουν, ακόμα και εις βάρος των άλλων».
Κάπου στη μέση παραπαίει ένα μικρό ποσοστό νέων που προσπαθούν να ακολουθήσουν τα όνειρα και τους στόχους τους, ελπίζοντας πως όλα τελικά θα πάνε καλά.
Μία μέρα να περπατήσει κανείς στο κέντρο της Αθήνας αρκεί για να διαπιστώσει τη μετάλλαξη που έχει υποστεί ο λαός. Σχεδόν καθημερινές εικόνες οι διαπληκτισμοί μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών, μικροαπατεώνες να τρέχουν για να γλυτώσουν από την Αστυνομία, γυναίκες (κυρίως) σαστισμένες επειδή μπροστά στα μάτια τους τούς έκλεψαν την τσάντα, επαίτες ημεδαπούς σε κάθε φανάρι να ζητάνε ψίχουλα, αλλοδαποί συνήθως πολύ μικρής ηλικίας να καθαρίζουν τζάμια… και πολλές ακόμα. Αποκορύφωμα, βέβαια, αποτελεί η εικόνα των «νεόπτωχων» κουστουμαρισμένων που περιμένουν στην ουρά τις ώρες του συσσιτίου.
Σε αυτήν τη νέα καθημερινότητα των Ελλήνων προσπαθούν οι «τυχεροί» που έχουν δουλειά να επιβιώσουν και να κρατήσουν την επιχείρησή τους ζωντανή, όπως την είχαν κάποτε οι ιδρυτές-γονείς τους.
Συνομιλήσαμε με ανθρώπους που έχουν καθημερινή τριβή με αυτή την πραγματικότητα, με ανθρώπους που αφουγκράζονται τον σφυγμό της κοινωνίας. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο κάποτε έσφυζε από ζωή.

Κατάστημα «Αιγαίον», Πανεπιστημίου 46
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο της Αθήνας. Η κίνηση στο μαγαζί εξαρτάται από το αν θα λειτουργούν τα ΜΜΜ, αν θα υπάρχει κάποια πορεία ή ακόμα και μία μικρή συγκέντρωση που μπορεί να προκαλέσει μεγάλο πρόβλημα. Σε όλη αυτή την κυκλοφοριακή ταραχή έρχεται να προστεθεί και το πρόβλημα με τους χρήστες ναρκωτικών, τους μικροκλέφτες και τους διακινητές ναρκωτικών».
Μας εξηγεί ο Γιώργος Φ. πως παλιά το μαγαζί είχε πολύ κόσμο κυρίως το βράδυ μετά τις νυχτερινές προβολές των κινηματογράφων και των θεάτρων. Τώρα, τα σινεμά του κέντρου είναι στα πρόθυρα να κλείσουν. Ο κόσμος φοβάται να κυκλοφορήσει αργά στο πάλαι ποτέ ένδοξο κέντρο της Αθήνας. Αυτό που έχει μείνει και θυμίζει κάτι από παλιά είναι τα μεσημέρια μετά τα πρωινά παιδικά θέατρα. Είναι αυτό που λέμε: «Κάθε χρόνο και χειρότερα».
Συνεχίζει λέγοντας: «Το μαγαζί έχει αποτελέσει πολλές φορές καταφύγιο ανθρώπων οι οποίοι έπεσαν θύματα κλοπής ή και επίθεσης λίγα μέτρα πιο κάτω και μερικά λεπτά πριν, ή ακόμα ήταν αυτόπτες μάρτυρες ανταλλαγής ναρκωτικών. Αυτό τρομοκρατεί τον κόσμο, τον απομακρύνει από εμάς και από το ιστορικό μας κέντρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν ένα μεσημέρι μπήκε, τρέχοντας στο μαγαζί, μια έντρομη γυναίκα με κατακόκκινο λαιμό. Αιτία ήταν ότι μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω τής είχαν τραβήξει τη χρυσή αλυσίδα που φορούσε στον λαιμό μέχρι που την έσπασαν και, φυσικά, έφυγαν τρέχοντας, αφήνοντάς την αποσβολωμένη».

Κατάστημα «Αρτοποιίας-ζαχαροπλαστικής Λ. Σταυρόπουλος» Γαμβέττα 4
«Η διαφορά του κέρδους μας είναι πάρα πολύ μεγάλη. Ο κόσμος πια κάνει οικονομία και στο ψωμί. Ο πατέρας μου όταν πρωτοάνοιξε το μαγαζί το 1969, θυμάμαι που μας είχε πει ότι αν δείτε να πέφτει η αγορά του ψωμιού, τότε υπάρχει πραγματική κρίση. Αυτό που κάνει τη δουλειά μας πολύ δύσκολη είναι η κατάσταση που υπάρχει τώρα στο κέντρο. Τα περισσότερα γραφεία έχουν κλείσει, με αποτέλεσμα να χάσουμε τους περισσότερους πελάτες μας. Το έχουν κατακρεουργήσει το κέντρο. Αναγκαζόμαστε να κλείνουμε την ώρα που κλείνουν όλα τα μαγαζιά. Φοβόμαστε να είμαστε οι μόνοι ανοιχτοί ειδικά από την ώρα που νυχτώνει. Οι επιθέσεις βίας είναι πάρα πολύ συχνό φαινόμενο. Εδώ, σε εμάς έρχονται, καθημερινά άνθρωποι συνήθως οι οποίοι ζητάνε χρήματα, εμείς προτιμάμε να τους δίνουμε φαγητό και τότε γίνονται επιθετικοί.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι, στα χρόνια του πατέρα μου, η βιτρίνα που έχουμε τώρα έξω από το μαγαζί έμενε στο πεζοδρόμιο όλο το βράδυ. Σήμερα αυτό δεν μπορούμε καν να το διανοηθούμε». Και καταλήγει, λέγοντας με πικρία: «Δυστυχώς, δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα μπορούμε να αντέξουμε».

Keywords
Τυχαία Θέματα