Είναι απλά Τρίτη

Ηταν κάποτε μια εποχή, όχι πολύ μακριά, που όλοι συμφωνούσαν: ακροδεξιά κόμματα δεν μπαίνουν σε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η συναίνεση αυτή δοκιμάστηκε βέβαια το 1994, όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι συνέπραξε στην ιταλική κυβέρνηση με την Εθνική Συμμαχία. Αυτό που συνέβη ωστόσο στις αρχές του 2000, ενώ ο κόσμος γιόρταζε ακόμα την έλευση της νέας χιλιετίας, ήταν πρωτοφανές, και τόσο σοκαριστικό που προκάλεσε ομόφωνες αντιδράσεις: το Αυστριακό Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) είχε συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ).

Στις εκλογές

του προηγούμενου φθινοπώρου, οι αυστριακοί ψηφοφόροι είχαν δώσει τη δεύτερη θέση στο FPÖ, με 26,91%, πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες, ελάχιστα μπροστά από το ÖVP. Θα μπορούσε, βέβαια, να είχε συγκροτηθεί ένας ακόμα μεγάλος συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών-συντηρητικών, η Αυστρία ακολουθούσε δεκαετίες αυτόν τον δρόμο. Ομως ο ηγέτης του ÖVP, Βόλφγκανγκ Σιούσελ, προτίμησε να συνεργαστεί με τον ηγέτη του FPÖ, τον Γιοργκ Χάιντερ, έναν νεαρό ταραχοποιό διαβόητο για τα σχόλιά του σχετικά με τα SS και τις οικονομικές πολιτικές του Χίτλερ. Καγκελάριος έγινε ο Σιούσελ και ο ίδιος ο Χάιντερ έμεινε εκτός κυβέρνησης, αφήνοντας μια στενή του συνεργάτιδα να αναλάβει αντικαγκελάριος. Επιπλέον, Χάιντερ και Σιούσελ προχώρησαν σε μία κοινή «διακήρυξη ευρωπαϊκών αξιών». Και πάλι, το σοκ στις υπόλοιπες 14 πρωτεύουσες της ΕΕ ήταν τόσο μεγάλο που μέσα σε ελάχιστο χρόνο, όλες τους επέβαλαν διπλωματικό μποϊκοτάζ στη Βιέννη, αρνούμενες κάθε μη αναγκαία αλληλεπίδραση. Ακόμα κι εκείνες που εμφανίζονταν πιο επιφυλακτικές, όπως για παράδειγμα η Βρετανία, πείστηκαν με λίγη ενθάρρυνση από τον ίδιο τον πρόεδρο της Αυστρίας, τον Τόμας Κλέστιλ. Για τη «γέννηση μιας πολιτικής Ευρώπης» είχε κάνει τότε λόγο ο υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ.

Πάντα πιο μαχητικό, το Ευρωκοινοβούλιο είχε καλέσει την ΕΕ να είναι έτοιμη να αναστείλει την ιδιότητα μέλους της Αυστρίας αν η κυβέρνησή της παραβίαζε «σοβαρά και επίμονα» τις βασικές αρχές της ΕΕ, όπως αυτές ορίζονταν στη Συνθήκη του Αμστερνταμ του 1997. «Είναι υπερβολικά απλοϊκό να λέμε πως πρέπει να κρατήσουμε την Αυστρία στην Ευρώπη πάση θυσία. Η Ευρώπη μπορεί κάλλιστα να υπάρξει χωρίς την Αυστρία. Δεν τη χρειαζόμαστε», είχε επιχειρηματολογήσει ο βέλγος υπουργός Εξωτερικών, Λουί Μισέλ. Σε μια προσπάθεια να αφαιρέσει λίγη τοξικότητα από την εξίσωση, ο Χάιντερ παραιτήθηκε, την άνοιξη, από την ηγεσία του FPÖ. «Το πρόβλημα δεν είναι ο Γιοργκ Χάιντερ αλλά τα όσα εκπροσωπεί το κόμμα του», είχε αντιτείνει ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, τότε προεδρεύουσας χώρας της ΕΕ, ο Αντόνιο Γκουτέρες. Ολη την άνοιξη και όλο το καλοκαίρι, oι αξιωματούχοι και οι διπλωμάτες της Αυστρίας αγνοούνταν ή λοιδορούνταν στις συνεδριάσεις της ΕΕ.

Κατάφεραν κάτι οι «14» με αυτό το μποϊκοτάζ; Οχι. Οι Αυστριακοί άρχισαν να αντιδρούν, απειλώντας να μπλοκάρουν κάθε νέα ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι ηγέτες βάλθηκαν να αναζητούν διέξοδο. Ανέθεσαν λοιπόν σε μία τριμελή επιτροπή «σοφών» να διερευνήσει το κατά πόσο η Βιέννη τηρούσε τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το φθινόπωρο, οι «σοφοί» εξέδωσαν μία ευνοϊκή, σε γενικές γραμμές, έκθεση και, βγάζοντας έναν συλλογικό αναστεναγμό ανακούφισης, οι 14 εταίροι, με επικεφαλής τη Γαλλία πια, ήραν «προσωρινά» τις κυρώσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το μόνο απτό πράγμα που βγήκε από αυτή την ιστορία, είναι να συμπεριληφθεί το 2003, με τη Συνθήκη της Νίκαιας, ένας προληπτικός μηχανισμός στις ευρωπαϊκές συνθήκες, το άρθρο 7.1, που επιτρέπει στο Συμβούλιο να προειδοποιεί το οικείο κράτος-μέλος της ΕΕ όταν υπάρχει «σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης» των ευρωπαϊκών αξιών. Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς πως εκείνος ο διπλωματικός και κοινωνικός εξοστρακισμός της Αυστρίας γύρισε μπούμερανγκ στην ΕΕ.

Αλλά δεν τα θυμίσαμε όλα αυτά για να αποθεώσουμε ή να καταγγείλουμε την τότε αντίδραση των εταίρων, ούτε για να υποδείξουμε τον ορθότερο τρόπο αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς βάσει των γενεσιουργών της αιτίων – οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ούτως ή άλλως παγιωμένες απόψεις για όλα αυτά. Θέλαμε απλώς να συγκρίνουμε το συλλογικό σοκ που είχε προκαλέσει τότε η είσοδος της Ακροδεξιάς σε μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση και το αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων που προκαλεί το σοβαρότατο ενδεχόμενο να αναλάβει ο νυν ηγέτης του FPÖ, ο Χέρμπερτ Κικλ, επόμενος καγκελάριος της Αυστρίας, σε συνεργασία με το ÖVP.

Επισήμως βέβαια, διαβάζει κανείς στο Politico, οι Βρυξέλλες «ανησυχούν». Για αυτό βρέθηκε, λέει, χθες στις Βρυξέλλες για μια σειρά συναντήσεων ο προσωρινός ηγέτης της Αυστρίας, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ, προκειμένου να «καθησυχάσει» τους ευρωπαίους αξιωματούχους. Οσοι θέλουν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, επιχειρηματολογούν πως ο Κικλ θα δεσμεύεται από μια συμφωνία συνασπισμού και θα μπορούσε ακόμη και να «μαλακώσει» ως καγκελάριος, σαν την Τζόρτζια Μελόνι. Οσοι το βλέπουν μισοάδειο, σημειώνουν πως ο Κικλ δεν είναι ούτε Μελόνι ούτε καν Ορμπαν, παρότι τον έχει αυτόν για «πρότυπο», βασικά δεν είναι πολιτικός αλλά ένας «αυστηρός ιδεολόγος». Οπως και να το βλέπει κανείς, πάντως, ένας ακόμα φιλορώσος ακροδεξιός σπρώχνει τις πόρτες της εξουσίας στην ΕΕ – και είναι απλά Τρίτη.

Keywords
Τυχαία Θέματα