Η επιστροφή της Ιστορίας

Το 1944, πριν καν λήξει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν σε μια συνάντηση κορυφής στη Μόσχα μοίραζαν την Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής γράφοντας τα ποσοστά σε μια χαρτοπετσέτα. Ηταν η περίφημη συμφωνία των ποσοστών, βασισμένη στην κρατούσα αντίληψη της realpolitik του 19ου αιώνα. Η Αμερική του Ρούζβελτ ήταν ευδιάκριτα απούσα από αυτή τη συνάντηση κορυφής, που ποτέ δεν αναγνώρισε.

Η αναδυόμενη νέα πλανητική υπερδύναμη εμφορούνταν από τον φιλελεύθερο ιδεαλισμό του Νέου Κόσμου, ουιλσονιανών καταβολών.

Αυτός ο ιδεαλισμός, στηριζόμενος στην αμερικανική ισχύ, θεμελίωσε αυτό που σήμερα αποκαλούμε φιλελεύθερη διεθνή τάξη. Ηταν ένα πλέγμα θεσμών, συνθηκών, κανόνων και συμμαχιών, όπως τα Ηνωμένα Εθνη, η Συμφωνία του Bretton Woods, η Παγκόσμια Τράπεζα, η ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ, που εξυπηρέτησε τα αμερικανικά συμφέροντα και έδωσε στον δυτικό κόσμο εβδομήντα χρόνια σχετικής ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας. Η επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής απέναντι στο μοντέλο του σοβιετικού κομμουνισμού έφερε το «τέλος της Ιστορίας». Η Αμερική επιχείρησε πλανητική προβολή της ηγεμονίας της και της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, μέσω της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής επανάστασης. Η πολιτική αυτή, όμως, οδήγησε την Αμερική σε πλανητική υπερέκταση. Τρεις δεκαετίες, πλέον, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η στρατηγική της επέκτασης δίνει τη θέση της στη στρατηγική της αναδίπλωσης για μια σειρά από λόγους. Ακόμα και για μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, το κόστος της επεκτατικής στρατηγικής αποδείχθηκε δυσθεώρητο. Σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 2008 και την πολιτική του «τζαμπατζή» στα θέματα ασφάλειας από τους συμμάχους τους, η πολιτική αυτή έπαψε να έχει ερείσματα στο κατεστημένο και την αμερικανική κοινωνία.

Ο περιορισμός του φάσματος των στρατηγικών απειλών κατά των αμερικανικών συμφερόντων στην Ασία, με την απειλή της Κίνας, οδηγεί σε μια στρατηγική αυτοσυγκράτησης. Αυτή η σχολή σκέψης σε συνδυασμό με το «America First» της κυβέρνησης Τραμπ κυριαρχεί σήμερα στη διαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθετεί τη σχολή της αυτοσυγκράτησης καθώς συνδυάζεται αρμονικά με τον προστατευτισμό στην οικονομική πολιτική της, τη νοοτροπία συναλλαγής (transactionalism) του Τραμπ στην εξωτερική πολιτική και τον λαϊκισμό. Ο Τραμπ, επίσης, εκμεταλλεύεται πολιτικά την κόπωση της αμερικανικής κοινωνίας από τον συνεχή παρεμβατισμό των ΗΠΑ για να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο. Οι ΗΠΑ παραμένουν, με διαφορά, η ισχυρότερη δύναμη στο διεθνές σύστημα. Η Αμερική του Τραμπ, όμως, δεν θέλει να καταβάλει το κόστος διατήρησης του θεσμικού οικοδομήματος της μεταπολεμικής πλανητικής της ηγεμονίας. Ξεθεμελιώνει τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης, που η ίδια οικοδόμησε και οι οποίοι επί σειρά ετών εξυπηρέτησαν τα αμερικανικά συμφέροντα, ενώ η Κίνα οικοδομεί περιφερειακούς οικονομικούς οργανισμούς και συμμαχίες που δρουν ως πολλαπλασιαστές της ισχύος της.

Ο Τραμπ επιχειρεί να περιχαρακώσει την Αμερική στο ημισφαίριό της. Τον Καναδά, το Μεξικό, τη Διώρυγα του Παναμά, τον Κόλπο του Μεξικού και τη Γροιλανδία, προστατεύοντας τα ζωτικά της συμφέροντα σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή του δόγματος Μονρόε.

Την ίδια στιγμή, σε μια αναστροφή της τριγωνικής πολιτικής του ανοίγματος στην Κίνα του Νίξον τη δεκαετία του 1970, κάνει επανακαθορισμό (reset) των σχέσεών της με τη Ρωσία. Είναι μια προσπάθεια απαγκίστρωσης της Ρωσίας από την Κίνα. Η Ρωσία του Πούτιν, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παραμένει μια επίμονη αναθεωρητική υπερδύναμη, αλλά δεν συνιστά απειλή του ίδιου μεγέθους. Η Αμερική του Τραμπ είναι διατεθειμένη να κατευνάσει την επιθυμία του Πούτιν για ανασύσταση των σφαιρών επιρροής της Ρωσίας, ακόμη και υποθηκεύοντας την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Στην προσπάθεια αυτή η Ευρώπη είναι παράπλευρη απώλεια. Η κυβέρνηση Τραμπ αδιαφορεί πλήρως για τις επιπτώσεις της στρατηγικής αποσύνδεσης (decoupling) των δύο χώρων του Ατλαντικού. Ο ευρωατλαντικός χώρος έχει, άλλωστε, υποστεί βαθιές και δομικές αλλαγές. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, η Ευρώπη δεν έχει την ίδια γεωπολιτική σημασία για την Αμερική. Το κέντρο βάρους του διεθνούς συστήματος και του αμερικανικού ενδιαφέροντος μεταφέρεται στον Ειρηνικό.

Η Αμερική επιστρέφει στη realpolitik που με βδελυγμία αποστρεφόταν στις απαρχές της ηγεμονίας της. Είναι μια συναλλακτική και εκβιαστική realpolitik, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό. Σηματοδοτεί την επιστροφή σε έναν κρατοκεντρικό κόσμο, με ad hoc συμμαχίες, και την πλήρη απαξίωση των κανόνων δικαίου και των διεθνών οργανισμών. Είναι η επιστροφή στην τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Keywords
Τυχαία Θέματα