Πώς διορθώνεται το λάθος;

Δεν είναι ότι μας αποκαλύφθηκε κάτι που δεν είχε γίνει ήδη κάπως, με κάποιο τρόπο, γνωστό. Ούτε ότι απαντήθηκαν όλα μας τα ερωτήματα. Είναι ότι για πρώτη φορά, έπειτα από δύο ολόκληρα χρόνια, είχαμε μια εξιστόρηση του δράματος απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις της πολιτικής σκοπιμότητας, που νιώθαμε πως έχει βγάλει, κάθε φορά, το συμπέρασμα πριν αρχίσει να ψάχνει την αλήθεια. Οτι για πρώτη φορά η αφήγηση των συνθηκών που οδήγησαν στο φονικό και η εξήγησή του, η καταγραφή της μακράς αλυσίδας των εγκληματικών λαθών, πριν και μετά το δυστύχημα, δίνονταν από χείλη που, επιτέλους, μπορούσαμε να πιστέψουμε,

να εμπιστευθούμε. Κι έτσι, το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, με το περιεχόμενό του αλλά και με την αποδραματοποιημένη παρουσίασή του, θα μπορούσε να γίνει η στιγμή που η τραγωδία αρχίζει να οδηγείται προς μια κάποια κάθαρση. Θα μπορούσε να μας βοηθήσει να πάρουμε τη διαχείριση του συλλογικού τραύματος των Τεμπών από την επικράτεια της προπαγανδιστικής στρεψοδικίας και της άγονης κομματικής αντιδικίας, από τη μία πλευρά, του καταγγελτικού ανορθολογισμού και των θεωριών συνωμοσίας, από την άλλη, και να τη μεταθέσουμε στο έδαφος του ορθού λόγου. Ας προσπαθήσουμε να την κρατήσουμε εκεί.

Στο Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Τετάρτης ο Πρωθυπουργός επεσήμανε τον κίνδυνο να μετατραπεί «το συλλογικό πένθος σε ευκαιρία ενός νέου διχασμού». Αλλά ο κίνδυνος αυτός δεν θα είχε προκύψει αν προηγουμένως η διαχείριση του δράματος των Τεμπών δεν είχε οδηγήσει σε μια, σταδιακή αρχικά, ραγδαία στη συνέχεια, έκλειψη της εμπιστοσύνης. Της εμπιστοσύνης στην πολιτική, στη δικαιοσύνη, στη δημοκρατία και στους θεσμούς της.

Ολα – πράγματι – έγιναν λάθος.

Τώρα που ξέρουμε πως «τα παιδιά σκοτώθηκαν γιατί ο σιδηρόδρομος δεν ήταν ασφαλής», όπως είπε ο πρόεδρος του Οργανισμού Διερεύνησης, τώρα που ξέρουμε πως ο σιδηρόδρομος πριν από τα Τέμπη είχε βυθιστεί σ’ ένα περιβάλλον αμέριμνης εγκατάλειψης, υποστελέχωσης και υποεπένδυσης, παραμέλησης των κανόνων ασφαλείας και των διαδικασιών, γίνεται πιο καθαρό πόσο λάθος ήταν εκείνες οι δηλώσεις – σε υψηλούς τόνους – του αρμόδιου υπουργού, δέκα ημέρες πριν από το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα της ιστορίας μας, που διαβεβαίωνε ότι «μια υπεύθυνη πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών» και ότι «θα πρέπει να ντρέπονται» όσοι αμφισβητούν την ασφάλεια των τρένων. Και πόσο ακόμη βαρύτερο λάθος ήταν που, αντί αποδοκιμασίας και συγγνώμης, είδαμε την επιβράβευση του υπουργού διά της πανηγυρικής επανεκλογής του.

Ενός κακού μύρια έπονται. Λάθος η προπαγανδιστική βιασύνη να εξηγηθούν όλα, όπως όπως, με το ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη. Λάθος οι ακόμη πιο βιαστικές αποφάνσεις του ίδιου του Πρωθυπουργού, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, για τις συνθήκες ενός δυστυχήματος που δεν είχε ακόμη διερευνηθεί ή για την ύπαρξη ή όχι κάποιου φορτίου που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει τη φονική πυρόσφαιρα. Η βιαστική και αντιδεοντολογική παρέμβαση στον χώρο του δυστυχήματος, που θα έπρεπε να «ιεροποιηθεί», όπως ακούσαμε, για να ολοκληρωθεί η διερεύνηση. Η βάναυση χειραγώγηση της εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή. Ή η αντιδικία με τους συγγενείς των θυμάτων.

Μα το βαρύτερο ίσως λάθος ήταν η παρανάγνωση του αποτελέσματος των εκλογών του 2023. Καθώς οι κάλπες στήθηκαν πριν κλείσουν τρεις μήνες από την τραγωδία, το αποτέλεσμά τους θεωρήθηκε πως έκλεινε την «πολιτική δικογραφία» των Τεμπών, πως η υπόθεση αυτή, όπως και εκείνη των υποκλοπών, είχε πάψει να βαραίνει πολιτικά τις πλάτες των επανεκλεγέντων. Κάθε ανάκληση της ιστορίας αντιμετωπιζόταν με ένα επιπόλαιο και αλαζονικό «πάνε, πέρασαν αυτά». Η προσδοκία, που συνόδευε την ψήφο ως υποθήκη, πως κάτι θα αλλάξει, στον σιδηρόδρομο μα και στη χώρα που καθρέφτης της ήταν ο σιδηρόδρομος, δεν εκπληρώθηκε. Η διάψευσή της ολοκλήρωσε το κακό. Επληξε καίρια την εμπιστοσύνη. Η καχυποψία, η δυσπιστία έγιναν το κυρίαρχο αίσθημα στη δημόσια σφαίρα. Και έδωσαν πρόσφορο έδαφος για τον πολλαπλασιασμό θεωριών συνωμοσίας.

Αυτό που απειλείται δεν είναι, απλώς, η πολυσυζητημένη πολιτική σταθερότητα. Είναι η δημοκρατική σταθερότητα – η ευστάθεια της οποίας κάθε άλλο παρά ευνοείται σε ένα διεθνές περιβάλλον που όλο και περισσότερο θυμίζει μέρες της δεκαετίας του ’30, αυτές που ο Χομπσμπάουμ ονόμασε «εποχή της καταστροφής». Ο δείκτης της δημοκρατίας στον κόσμο, που το «Economist» καθιέρωσε πριν από 20 χρόνια, βρέθηκε φέτος στο χαμηλότερο σημείο όλης της εικοσαετίας. Η εμπιστοσύνη στην και η ικανοποίηση από τη δημοκρατία μετριούνται στα χαμηλότερα επίπεδά τους στον κόσμο, ιδίως μεταξύ των νεότερων ηλικιών. Οι θεσμοί της δημοκρατίας πολιορκούνται από τους εχθρούς της ακόμη και στις ιστορικές της μητροπόλεις.

Σε αυτό το περιβάλλον η ανάκτηση της εμπιστοσύνης γίνεται το κρισιμότερο στοίχημα. Αλλά πώς; Αν «όλα έγιναν λάθος» με τη διαχείριση της έρευνας και της απόδοσης ευθυνών για τα Τέμπη, είναι επειδή και η σημερινή κυβέρνηση παραμένει δέσμια της παραδοσιακής αντίληψης που ενδημεί παρ’ ημίν και θέλει την πολιτική ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Οπου δεν πρέπει ποτέ να αναγνωρίζεις λάθη, γιατί οι αντίπαλοί σου θα τα εκμεταλλευτούν για να σε «ρίξουν». Οπου δεν πρέπει να αφήνεις έδαφος ακηδεμόνευτο στη δημόσια σφαίρα, γιατί θα το καταλάβουν οι αντίπαλοι. Οπου η διαφάνεια και η λογοδοσία, ο αυτοπεριορισμός, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και ο ρόλος των ανεξάρτητων Αρχών δεν είναι προϋποθέσεις της δημοκρατίας, αλλά πιθανά όπλα στα χέρια των πολιτικών σου αντιπάλων.

Το σημαντικότερο, λοιπόν, που θα έπρεπε να κρατήσουμε από το πόρισμα του Οργανισμού Διερεύνησης Ατυχημάτων ίσως δεν είναι η εξιστόρηση των συνθηκών του δυστυχήματος και η καταγραφή των αιτίων που οδήγησαν σε αυτό. Είναι η έμπρακτη απόδειξη της λυτρωτικής δύναμης που μπορεί να έχει η διερεύνηση ενός μεγάλου συλλογικού τραύματος από έναν ανεξάρτητο από τον κόσμο της πολιτικής φορέα. Της σημασίας που έχουν η απελευθέρωση ενός κρίσιμου πεδίου της δημόσιας σφαίρας από την ασφυκτική πολιτική χειραγώγηση και η αποκατάσταση του σεβασμού στις πολυτραυματισμένες ανεξάρτητες Αρχές και στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Keywords
Τυχαία Θέματα