Στην επικράτεια της δυσπιστίας

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν βαρομετρικό χαμηλό. Η κυβερνητική παράταξη υποχωρεί και η αντιπολίτευση υποχωρεί ακόμη περισσότερο. Ενα πολύχρωμο μπλοκ «αντισυστημικών», που καλύπτει όλο το φάσμα από τον καταγγελτικό ακτιβισμό ως τη συνωμοσιολογία και τη δεισιδαιμονία, αθροίζει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό ίσο ή ελαφρώς μεγαλύτερο από της Νέας Δημοκρατίας. Το πολιτικό τοπίο ορίζει μια αβυσσαλέα κρίση εμπιστοσύνης. Της οποίας καταλύτης και επιταχυντής

είναι το μέγα δράμα των Τεμπών. Ενα θηριώδες 71% των πολιτών (Metron) θεωρεί ότι η κυβέρνηση προσπαθεί πράγματι να συγκαλύψει ευθύνες. Και μόνον ένα 26% έχει εμπιστοσύνη πως η Δικαιοσύνη λειτουργεί σωστά και θα αποδώσει τις ευθύνες όπου πρέπει.

Την επομένη των μεγάλων συγκεντρώσεων για τα Τέμπη, η κυβέρνηση αποπειράθηκε να επικοινωνήσει με το αίσθημα της πλατείας. Η πολυσυζητημένη, ντροπαλά «αυτοκριτική», τηλεοπτική συνέντευξη του Πρωθυπουργού ή η δήλωση του υπουργού Επικρατείας πως αν δεν ήταν μέλος της κυβέρνησης θα κατέβαινε κι αυτός στη διαδήλωση, υπηρετούσαν αυτήν τη διορθωτική απόπειρα. Κρίθηκε μη αποδοτική; Πάντως εγκαταλείφθηκε γρήγορα.

Η κυβέρνηση έχει αναδιπλωθεί σε μια πιο «ορθόδοξη» στρατηγική. Υπερασπίζεται τον εαυτό της, σε υψηλούς τόνους, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, της οποίας εμφανίζεται μοναδικός εγγυητής. Επιχειρεί, δηλαδή, να ικανοποιήσει με μονοπωλιακό τρόπο τη «ζήτηση σταθερότητας», να μονοπωλήσει την εκπροσώπηση του μειοψηφικού μεν αλλά συμπαγούς χώρου της «εμπιστοσύνης στους θεσμούς» και να σπρώξει επιτηδείως έξω από αυτόν τους πολιτικούς ανταγωνιστές της, το ΠΑΣΟΚ κυρίως και δευτερευόντως τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστε να χαθούν στη μεγάλη επικράτεια της δυσπιστίας, που είναι πλειοψηφική μεν αλλά κατακερματισμένη και δεν προσφέρει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Κι έτσι να αποδειχθεί ότι η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ μπορεί να κλυδωνίζεται στα πολιτικά κύματα (τους κυματισμούς, όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης) αλλά να μη βυθίζεται – fluctuat nec mergitur.

Είναι μια στρατηγική υψηλού ρίσκου. Είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί ότι υποτιμά την εκρηκτική πολιτική δυναμική της υπόθεσης των Τεμπών, που δεν εκλύει, απλώς, συγκίνηση και συναισθηματική ταύτιση με τα θύματα. Συμπυκνώνει ταυτόχρονα και με τρόπο χειροπιαστό, όλες τις όψεις μιας βαριάς ατροφίας των θεσμών, όπως καθρεφτίζεται τόσο στις συνθήκες του δυστυχήματος – το διαρκές έγκλημα της διαβόητης σύμβασης 717 προ πάντων – όσο και στην παραδειγματικά κακή και θεσμικά προβληματική διαχείρισή του, δύο χρόνια τώρα. Μπορεί, κυρίως, να αποδειχθεί ότι υποτιμά το πραγματικό κοινωνικό βάθος αυτής της διάχυτης δυσπιστίας. Η οποία αντανακλάται τώρα στην εδραιωμένη πεποίθηση πως επιχειρείται «συγκάλυψη», μα δεν έχει στην τραγωδία των σιδηροδρόμων την αφετηρία της. Τα Τέμπη είναι ο κρίσιμος πολλαπλασιαστής της, αλλά όχι η γενεσιουργός αιτία της. Είναι κάτι σαν μια ρωγμή στον φλοιό που επέτρεψε στο μάγμα που αναδευόταν στο υπέδαφος να βγει στην επιφάνεια.

Οι ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου ήταν ένα σημάδι. Για πρώτη φορά στην ιστορία των εκλογών στη χώρα μας, οι μετέχοντες ήταν λιγότεροι από τους απέχοντες. Εφθασαν ως τις κάλπες 4 εκατομμύρια ψηφοφόροι μόνον. Αποκαρδιωτικό, αν συγκριθεί όχι με τους πλασματικούς, σε κάποιο βαθμό, αριθμούς των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, αλλά με τους πραγματικούς εκλογείς, εκείνους που έχουν πράγματι ασκήσει το δικαίωμα ψήφου και οι οποίοι, στις εκλογές του 2004, ήταν περισσότεροι από 7,5 εκατομμύρια πολίτες.

Το σήμα κινδύνου αγνοήθηκε. Ηταν ευρωεκλογές αδιάφορες, είπαν, οι πολίτες βαρέθηκαν να ψηφίζουν, αυτό είναι όλο. Αλλά, από το 2009 κι ύστερα, η συμμετοχή στις εκλογές φθίνει σταθερά, με ρυθμό ανάλογο της πτώσης των δεικτών κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης στις δημοσκοπήσεις. Σαν η χρεοκοπία να μην ήταν μόνον ένα βαρύ τραύμα στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή, με την απώλεια του 25% του εθνικού εισοδήματος. Αλλά να ήταν, ακόμη περισσότερο, ένα καταλυτικό τραύμα στην εμπιστοσύνη προς την πολιτική, που συμπαρέσυρε και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Και στα μίντια, επίσης.

Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς εκείνους που είχαν αναλάβει να κυβερνούν – δηλαδή να προστατεύουν το στοιχειώδες δημόσιο συμφέρον – και επέτρεψαν (αν δεν προκάλεσαν υπαιτίως) τη χρεοκοπία καθώς και προς εκείνους που θα έπρεπε να τους ελέγχουν και να τους συγκρατούν, είναι ένα τραύμα που στ’ αλήθεια ποτέ δεν γιατρεύτηκε πλήρως. Στις εκλογές της πολιτικής αλλαγής, το 2019, η συμμετοχή δεν ξεπέρασε τα 5,8 εκατομμύρια. Ηταν ακόμη μικρότερη στις επόμενες, του 2023.

Και τώρα, σ’ εκείνο το ανεπούλωτο πρώτο τραύμα ήρθε να προστεθεί ένα ακόμη. Η πεποίθηση πως η υπόσχεση πως η χώρα, μετά τη μνημονιακή της περιπέτεια, θα αλλάξει εκ θεμελίων, θα γίνει μια «κανονική ευρωπαϊκή χώρα», δεν τηρήθηκε. Πολλά συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της πεποίθησης. Ισως κανένα τόσο καταλυτικά όσο η υπόθεση των Τεμπών.

Κι έτσι, η ελληνική περίπτωση αρχίζει να χάνει την εθνική της ιδιοτυπία. Γίνεται μέρος του πολιτικού κυματισμού που απλώνεται σ’ όλον τον κόσμο που κάποτε αποκαλούσαμε Δύση. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης και η έφοδος της «αντισυστημικότητας», με όλες της τις αποχρώσεις, από τις επιδόσεις της Ακροδεξιάς στις γερμανικές κάλπες, ως την εισβολή στον Λευκό Οίκο των σταυροφόρων μιας αντιδραστικής επανάστασης που πάει να τινάξει στον αέρα τα οικονομικά, γεωπολιτικά και θεσμικά θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου, είναι η κοινή μας μοίρα. Και όπως παντού, έτσι και εδώ, οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν θα κινδύνευαν τόσο από την έφοδο των αντισυστημικών, αν προηγουμένως εκείνοι που ήταν ταγμένοι να τους υπηρετούν δεν είχαν αρχίσει σιγά – σιγά να τους αδειάζουν από περιεχόμενο, από αξιοπιστία. Οι νέες ελίτ που αναδύονται στον ψηφιακό κόσμο, που νιώθουν το κοινωνικό συμβόλαιο και τους δημοκρατικούς θεσμούς του μεταπολεμικού κόσμου δεσμά ανυπόφορα από τα οποία πρέπει να απαλλαγούν και που υποδύονται (ή στηρίζουν) τους αντισυστημικούς για να το καταφέρουν, δεν θα έβρισκαν δρόμο ανοιχτό, αν οι παλιές ελίτ δεν υπολείπονταν της ευθύνης τους.

Και τι κάνουμε τώρα; Το βέβαιο είναι ότι θα ήταν επικίνδυνη αυταπάτη να πιστέψει κανείς ότι οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι της νέας εποχής μπορεί να τιθασευτούν με τα πολιτικά κόλπα της παλιάς εποχής, με το παιχνίδι της πόλωσης και το θέατρο ενός υψηλών τόνων κομματικού ανταγωνισμού, που δεν κόβει πια εισιτήρια.

Keywords
Τυχαία Θέματα