Μεταπολιτευτικός οικονομικός «Τιτανικός»

Η συνολική αξιολόγηση ενός οικονομικού – πολιτικού κύκλου, όπως αυτού που εμείς οι Έλληνες ονομάζουμε «Περίοδος της Μεταπολίτευσης», είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο κατά τη λήξη της.

Τότε, δηλαδή, που το παραγωγικό και διανεμητικό της μοντέλο υφίσταται δομικές αλλαγές των χαρακτηριστικών του, ενώ παράλληλα το πολιτικό και το νομοθετικό πλαίσιο, εντός του οποίου λειτουργούσε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, παύει να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις, στις νέες παραγωγικές ανάγκες και στις αναδιαμορφούμενες

γεωοικονομικές και γεωστρατηγικές επιταγές.

Είναι άραγε σήμερα ο κατάλληλος χρόνος για μια εφ’ όλης της ύλης αξιολόγηση της «Μεταπολιτευτικής Περιόδου»;

Η απάντησή μου είναι: «Βεβαίως ναι».

Η ανθρωπότητα εισέρχεται δυναμικά στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, εν μέσω αναθεωρητικών γεωστρατηγικών και γεωοικονομικών συγκρούσεων, οδηγούμενη σε ένα παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο, ριζικά διαφορετικό, σε σχέση με το προηγούμενο, τόσο όσον αφορά στη διαδικασία της παραγωγής, όσο και στο είδος των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και στον τρόπο κατανάλωσής τους.

Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια κοινότητα, εάν όλα εξελιχθούν ομαλά, βρίσκεται στο λυκαυγές μιας νέας ιστορικής περιόδου, στη διάρκεια της οποίας θα εμφανισθούν, νομοτελειακά, πρωτοφανείς για την ανθρωπότητα οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις και συσχετισμοί.

Επομένως, ναι, είναι η κατάλληλη στιγμή να αποπειραθούμε έναν απολογισμό, ο οποίος είναι δυνατόν να αποτελέσει πυξίδα για μια ασφαλή μετάβαση στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον.

Ας εστιάσουμε, λοιπόν στη χώρα μας και πρωτίστως στον τομέα της οικονομίας, κατά το χρονικό διάστημα, από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον εμφύλιο, έως σήμερα.

Από τη λήξη του όλέθριου  εμφυλίου πολέμου, το 1949, μέχρι την έναρξη της «Μεταπολιτευτικής Περιόδου», το 1974, οι ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας μας υπήρξαν από τους υψηλότερους στον κόσμο και ιδιαίτερα ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης.

Παρόλο, που τα κεφάλαια του «Σχεδίου Μάρσαλ», 1947–1949, χρηματοδότησαν τον αυτοκτονικό εμφύλιο πόλεμο και χρησιμοποιήθηκαν, κατά κύριο λόγο, για τις επανορθώσεις των καταστροφών που προκάλεσε, παρά για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας.

Η «Περίοδος της Οικονομικής Ανασυγκρότησης»,1950-1974, παρέδωσε τη σκυτάλη της Οικονομίας στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις με αποκατεστημένες και διευρυμένες τις βασικές δημόσιες υποδομές, με ισχυρό παραγωγικό ιστό στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, καθώς και στον τομέα των υπηρεσιών, με πρωταγωνιστές τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

Για όλα  τα παραπάνω απαιτήθηκαν, φυσικά, γενναίες εγχώριες και άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν και απέδωσαν τα αναμενόμενα, χωρίς να δημιουργήσουν «βουνό δημοσίου χρέους», δεδομένου ότι αυτό κατά το 1974, εναρκτήριο έτος της μεταπολίτευσης, δεν ξεπερνούσε το 20% του ΑΕΠ της χώρας.

Συνελόντι ειπείν: H Ελλάδα χρηματοδότησε τη δημιουργία των δημόσιων αναπτυξιακών της υποδομών και το τραπεζικό της σύστημα στήριξε τη ραγδαία ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, χωρίς να κλονισθούν τα δημόσια οικονομικά της και χωρίς να υπερχρεωθεί ο ιδιωτικός της τομέας, την ίδια στιγμή που το ΑΕΠ και οι θέσεις εργασίας αυξανόταν κατακορύφως.

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν, κυρίως, εγχώριοι  πόροι και εισροές επενδυτικών κεφαλαίων άμεσων ξένων επενδύσεων, στο πλαίσιο ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και μιας εξαιρετικά αποτελεσματικής νομισματικής και δασμολογικής πολιτικής (Καρτάλης, Μαρκεζίνης), επιτυγχάνοντας έναν σχεδόν άριστο λόγο,  με αριθμητή την αύξηση του δημιουργούμενου ΑΕΠ χάρη στις επενδύσεις και παρονομαστή τα επενδυόμενα κεφάλαια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της  ΤτΕ και της ΕΛΣΤΑΤ και προς επίρρωση των ανωτέρω, παραθέτω τα εξής, μόνο, στοιχεία:

Από το 1959 έως το 1972 το ΑΕΠ της χώρας ανήλθε από τα 286 εκ. ευρώ, στο ποσό των 1.108 εκ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση  287%, με μέσο πληθωρισμό της ίδιας περιόδου 2,21% και με μέσο τραπεζικό επιτόκιο ταμιευτηρίου 5,07%, υπερδιπλασίως θετικό έναντι του πληθωρισμού.

Το μέσο μακροπρόθεσμο δανειστικό τραπεζικό επιτόκιο, της ίδιας περιόδου, ήταν ύψους 7,8%, ενώ η σωρευτική αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξήθηκαν από 40 εκ. ευρώ το 1959 σε 467 εκ. ευρώ το 1972, ήτοι κατά 1068%, ποσοστό που απεικονίζει ξεκάθαρα την θεαματική αύξηση του εγχώριου πλούτου, αφού ο σωρευτικός πληθωρισμός της ίδιας περιόδου ανήλθε στο μηδαμινό ποσοστό, έναντι της αυξήσεως της ιδιωτικής αποταμιεύσεως, του 31%.

Από την ανωτέρω χρονική περίοδο, παραλείπω τα έτη 1973 και 1974, τα οποία σημαδεύτηκαν από την παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση  και την εθνική  τραγωδία της Κύπρου αντιστοίχως και ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως έκτακτες περιπτώσεις, η συμπερίληψη των οποίων θα «θόλωνε» τα οικονομικά συμπεράσματα. 

Θα ήταν, βεβαίως, παράλειψή μου εάν παρέλειπα να αναφερθώ στο μεταναστευτικό ισοζύγιο, το οποίο άρχισε να θετικοποιείται ουσιαστικά από το 1972, όταν περισσότεροι Έλληνες επέστρεφαν από την αλλοδαπή και πολύ λιγότεροι μετανάστευαν, χάρη στην ανασυγκρότηση της πραγματικής οικονομίας μας και της συνεχούς δημιουργίας θέσεων εργασίας, σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Ερχόμενοι στο σήμερα, την ώρα που η παγκόσμια κοινότητα αγωνίζεται να εισέλθει και να εξελιχθεί, με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους, στο πλαίσιο της Τέταρτης Βιομηχανικής, αντιμετωπίζοντας τεράστιες ευκαιρίες, προκλήσεις, αλλά και υπαρξιακές απειλές, αντικρίζουμε μια Ελλάδα που αγωνίζεται να ανακάμψει από τη χρεοκοπία της και τις πληγές των τιμωρητικών μνημονίων  που της επιβλήθηκαν (2010 – 2018), καθώς και από τις συνέπειες της σαρωτικής πανδημίας covid-19, που ακολούθησε αμέσως μετά (2020 – 2022).

Τι επακολούθησε άραγε, από το 1974 και εντεύθεν, ώστε να υποχρεωθεί, η Ελλάδα, σε πτώχευση, στη βάσανο των μνημονίων και στην κατρακύλα της στην προτελευταία θέση της κατάταξης, ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, ως προς το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων της (Eurostat) ;

Αρχικώς, πρέπει να επισημανθεί, ότι από τη δεκαετία του 1970, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας άρχισε να επιβραδύνεται, λόγω, μεταξύ άλλων, της μερικής εξασθένησης της δυναμικής του αναπτυξιακού κύκλου Κοντράτιεφ και των αλλεπαλλήλων, την εποχή εκείνη , πετρελαϊκών κρίσεων.

Ερχόμενοι στα καθ’ ημάς, παρατηρούμε ότι, ως εθνική οικονομία δεν αποφύγαμε τις συνέπειες του παγκόσμιου πληθωρισμού και της οικονομικής επιβράδυνσης.

Όμως την ίδια στιγμή επρόκειτο να λάβει σάρκα και οστά (1-1-1981) η πάγια επιδίωξη του Κων/νου Καραμανλή, η ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ (σημερινή Ε.Ε.).

Αυτό σήμανε, πέρα όλων των άλλων, τη δυνατότητα της χώρας να αντλεί άφθονα, πολύτιμα  και απαραίτητα για την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της κεφάλαια.

Αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της κατάργησης των προστατευτικών δασμών ανάμεσα στις χώρες μέλη της Ε.Ο.Κ. (Ε.Ε.) και στον αναπόφευκτο ισχυρό εμπορικό ανταγωνισμό που θα προέκυπτε.

Πράγματι, τα αναγκαία κεφάλαια εισέρρευσαν, μέχρι του ύψους των 200 δισεκ. ευρώ περίπου, από το 1981 έως το 2010, έτος της επιβολής των μνημονίων.

Φυσικώ τω τρόπω, λοιπόν, προκύπτειη αμείλικτη ερώτηση:

Πώς είναι δυνατόν  μία χώρα όπως η Ελλάδα να ανακάμπτει ταχέως και επιτυχώς, μετά από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, μια απάνθρωπη τριπλή κατοχή (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική), έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο, με εξωτερική οικονομική βοήθεια σαφώς μικρότερη από αυτή που έλαβε μεταπολιτευτικώς και να χρεωκοκοπεί, όταν αυτή είχε, ήδη, ενισχυθεί από Ευρωπαϊκούς πόρους με 200 δισεκ. Ευρώ και είχε ελεύθερη πρόσβαση σε μια τεράστια και οικονομικά εύρωστη αγορά;

Η ερώτηση είναι σαφέστατη και εξίσου σαφής και απλή η απάντηση, ασχέτως εάν ακόμη δεν ομολογείται  ευθαρσώς στο δημόσιο διάλογο, από αυτούς πού διαχειρίστηκαν τα οικονομικά ζητήματα της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Τα εισρεύσαντα εξ Ευρώπης κεφάλαια, καθώς και τα υπέρογκα δανειακά κεφάλαια, είτε από το εξωτερικό, είτε από το εγχώριο  Χρηματοπιστωτικό σύστημα, αντί να χρηματοδοτήσουν ένα σύγχρονο παραγωγικό ιστό, διεθνώς εμπορευσίμων, προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις εγχώριες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν επί  ίσοις όροις, χωρίς προστατευτικούς δασμούς, τον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό, εξυγιαίνοντας το εθνικό Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, κινήθηκαν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.

Τα μεν ευρωπαϊκά κονδύλια δεν επενδύθηκαν ορθολογικά και παραγωγικά, ενώ τα δανειακά κεφάλαια προς το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα ενίσχυσαν, υπερβολικά, την εγχώρια ζήτηση αγαθών, η οποία ικανοποιούνταν αναγκαστικά και συστηματικά, λόγω έλλειψης εγχωρίων,  με εισαγόμενα αγαθά, κυρίως από την Ευρώπη.

Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα:

Πρώτον: Την τεράστια διόγκωση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε σχέση προς το Α.Ε.Π. και

Δεύτερον: Το μονίμως ελλειμματικό Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, που καταδεικνύει σαφώς το τραγικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής Οικονομίας. 

Τρίτον: Την επίπλαστη αίσθηση εφορίας, που προκαλούσαν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης του Α.Ε.Π., από το 1998 έως το 2008, οι οποίοι, όμως, βασίσθηκαν στην κατανάλωση με δανεικά.

Γεγονός που ενταφίασε, τελικά, κάθε προσδοκία των Ελλήνων πολιτών για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού παραγωγικού ιστού.

Τέταρτον: Τη δημιουργία, εξαιτίας των ανωτέρω λόγων, των περιβόητων μόνιμων  δίδυμων ελλειμμάτων(ελλείμματα του Δημοσίου και ελλείμματα του Εμπορικού Ισοζυγίου και κατ’ επέκτασητου Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών), που αποτέλεσαν το δριμύτερο «κατηγορώ» των δυνάμεων που μας υπέβαλαν στην καταστροφική και τιμωρητική διαδικασία των μνημονίων, τις συνέπειες της οποίας θα υφίσταται η χώρα μας  επ’ αόριστον.

Επομένως γίνεται ξεκάθαρο, ότι ο οικονομικός τιτανικός της μεταπολίτευσης οφείλεται στην άστοχη διαχείριση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, στην έλλειψη συγκεκριμένου αναπτυξιακού οράματος και σχεδιασμού, στη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών, με στόχο μικροκομματικά οφέλη και την αλόγιστη συσσώρευση χρεών, η οποία όχι μόνο γκρέμισε ότι είχε οικοδομηθεί πριν το 1974, αλλά και υποθήκευσε το παρόν κα το μέλλον της χώρας.

Αυτές οι τραγικές συνέπειες γίνονται επώδυνα αισθητές, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα συγκυρία, που το παγκόσμιο κλίμα αβεβαιότητας, απαιτεί, από κάθε χώρα, τη λήψη μέτρων ικανών να θωρακίσουν την πραγματική οικονομία και να ενισχύσουν τις αμυντικές της δυνατότητες, προκειμένου να αντιμετωπισθούν, τυχόν υπαρξιακές απειλές εναντίων τους.

Έστω και την υστάτη στιγμή, η πατρίδα μας οφείλει και μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, έστω και οικονομικά λαβωμένη.

Αρκεί να διαμορφώσει και να σπεύσει στην υλοποίηση ενός πατριωτικού σχεδιασμού αποτροπής, βασισμένου σε τρεις βασικούς πυλώνες: Αρραγές εσωτερικό μέτωπο, ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, με έμφαση την ενέργεια και τη διατροφή και την ουσιαστική αμυντική μας θωράκιση.

Οι καιροί ου μενετοί…

Keywords
Τυχαία Θέματα