Έφη Αχτσιόγλου: 2015-2019: μια ιστορική μάχη για τα εργασιακά δικαιώματα στην Ελλάδα

Συνολικά με τη στρατηγική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να σταματήσει τη διαδικασία συμπίεσης του ιστορικού ορίου των αναγκών της εργατικής τάξης και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε.

Για να κατανοήσει κανείς την ιστορικότητα της προσπάθειας που έγινε στα εργασιακά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και για να μπορέσει να αξιολογήσει τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες, θα ήταν σκόπιμο να έχει μια συνολική εικόνα της τάσης που κυριαρχούσε στην αγορά

εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 κυρίως όμως από το 2000 και μετά εξελίσσεται στην Ευρώπη μια εντατική διαδικασία απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Με διαφορετικές ταχύτητες και εντάσεις στα διάφορα κράτη, η απορρύθμιση αυτή προχωρά πάντως σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η διαδικασία εκδηλώνεται με δυο τρόπους: αφενός με την αφαίρεση εργατικών δικαιωμάτων και προστατευτικών ρυθμίσεων που είχαν κατοχυρωθεί τα προηγούμενα χρόνια, αφετέρου με την εμφάνιση νέων μορφών ελαστικοποιημένης εργασίας (εργολαβικοί, μπλοκάκια) που μένουν εκτός οποιουδήποτε θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και άρα προστασίας της εργασίας. Μεγάλες ομάδες εργαζομένων που μένουν πλήρως ακάλυπτοι, «πέφτουν» από τις σχισμές του υφιστάμενου πλαισίου υπό την πλήρη αποδοχή των πολιτικών δυνάμεων που νομοθετούν.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η απορρύθμιση αυτής της περιόδου υλοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη.

Σε άλλες περιπτώσεις υπήρξαν κοινωνικές αντιδράσεις που κατόρθωσαν να θέσουν κάποιους φραγμούς στην απορρύθμιση και αλλού δεν υπήρξαν. Πάντως ακόμη και εκεί που εκδηλώθηκαν δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν την πορεία της απορρύθμισης.

Σκοπός; Ο προς τα κάτω επαναπροσδιορισμός των ιστορικών αναγκών της εργατικής τάξης.

Στην Ελλάδα ακολουθήθηκε παρόμοια πορεία από το 2000 και μετά. Η περίοδος όμως 2010 με τέλη 2014 υπήρξε η πλέον σφοδρή απορρυθμιστική περίοδος για την αγορά εργασίας. Και τούτο γιατί η ιδέα της απορρύθμισης αποτέλεσε τον πυρήνα των δύο πρώτων μνημονίων δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στη χώρα. Η συνταγή που εφαρμόστηκε είναι γνωστή: η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα αντιμετωπιζόταν μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, της μείωσης δηλαδή των μισθών και της αφαίρεσης των εν γένει προστατευτικών ρυθμίσεων της εργασίας που κατέτεινε ουσιαστικά στη μείωση και πάλι του μισθολογικού κόστους. Αν με άλλα λόγια η χώρα μείωνε μισθούς και αφαιρούσε δικαιώματα, θα μειωνόταν το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου, το περιβάλλον θα γινόταν περισσότερο ελκυστικό για επενδύσεις κλπ. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι ήδη γνωστά. Την περίοδο εκείνη η χώρα σημείωσε τα πλέον δραματικά υψηλά ποσοστά ανεργίας 28% και 60% για τους νέους, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη γενιά εργαζόμενων φτωχών, αυξήθηκε ο κίνδυνος φτώχειας και υλικής στέρησης όχι μόνο στους ανέργους αλλά και στους εργαζόμενους, οι ανισότητες εξερράγησαν με το φτωχότερο ¼ του πληθυσμού να χάνει το 40% του εισοδήματός του και το πλουσιότερο ¼ του πληθυσμού να το αυξάνει κατά 10%. Η χώρα σκιάστηκε από μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση ενώ την ίδια στιγμή η ελληνική οικονομία όχι απλώς δεν ανέκαμψε αλλά βυθίστηκε σε βαθύτερη ύφεση.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖA: Αντιστρέφοντας την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας

Την περίοδο 2015 – 2019 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να αντιστρέψει αυτή την απορρυθμιστική τάση που εξελισσόταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και με μεγαλύτερη σφοδρότητα από το 2010 και μετά. Τα περιθώρια δεν ήταν απλώς στενά, αλλά ασφυκτικά για την υλοποίηση της στρατηγικής.

Αφενός και κυρίως διότι ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να κυβερνήσει σε εξαναγκαστικό μνημονιακό περιβάλλον, ήταν δε εξαιρετικά δύσκολο να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που ουσιαστικά αντιστρατεύονταν τη λογική των δύο πρώτων μνημονίων, κάτι τέτοιο (backtracking) αποτελούσε κόκκινο πανί για τους δανειστές.

Αφετέρου διότι δεν υπήρχε διαμορφωμένο ούτε και αναπτύχθηκε κάποιο εργατικό κίνημα που να δημιουργεί εκείνους τους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς που θα πίεζαν για επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Σε αυτό το περιβάλλον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να αντιστρέψει την απορρυθμιστική τάση στην αγορά εργασίας. Με δειλά βήματα στην αρχή δεδομένης της μνημονιακής επιτροπείας και περισσότερο τολμηρά βήματα μετά την έξοδο από τα μνημόνια ακολούθησε τον ακριβώς αντίστροφο δρόμο της απορρύθμισης που εξελισσόταν τα προηγούμενα χρόνια: αφενός αποκατέστησε δικαιώματα και προστατευτικό πλαίσιο που είχαν αφαιρεθεί, αφετέρου επιχείρησε να ρυθμίσει τις πτυχές εκείνες της εργασίας που δεν είχαν ποτέ ρυθμιστεί και να καλύψει ως ένα βαθμό τις νέες ευέλικτες μορφές εργασίας που κυριαρχούσαν.

Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση αποκατέστησε τη λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, επανέφερε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, αύξησε τον κατώτατο μισθό, κατήργησε τον υποκατώτατο μισθό για τους νέους, αυξάνοντας το μισθό τους κατά 28%, έθεσε κανόνες για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, για την προστασία των εργαζομένων στις εργολαβίες, νέους κανόνες για τις απολύσεις και τα ωράρια, κανόνες προστασίας των εργαζομένων στις περιπτώσεις πτώχευσης επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα ήταν αναμφίβολα αξιοσημείωτα: η ανεργία μειώθηκε κατά 9% και περισσότεροι από 400.000 συμπολίτες μας βρήκαν δουλειά, η ανεργία των νέων μειώθηκε κατά 13 μονάδες, η αδήλωτη εργασία κατά 11 μονάδες και οι όροι εργασίας βελτιώθηκαν για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους στην τήρηση των ωραρίων τους, την καταβολή του μισθού και την ασφάλισή τους.

Συνολικά με τη στρατηγική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να σταματήσει τη διαδικασία συμπίεσης του ιστορικού ορίου των αναγκών της εργατικής τάξης και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε.

Νέα Δημοκρατία: Συνεχίζοντας από το σημείο που άφησε την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας

Το καλοκαίρι του 2019 με την εκλογή της ΝΔ στην κυβέρνηση κατέστη αμέσως σαφές ότι η δεξιά παράταξη είχε σκοπό να συνεχίσει την πορεία της απορρύθμισης ακριβώς από το σημείο που την είχε αφήσει στα τέλη του 2014.

Το πρώτο βήμα έγινε μέσα σε ελάχιστους μήνες, όπου η ΝΔ κατήργησε σχεδόν το σύνολο των ρυθμιστικών παρεμβάσεων που είχε πραγματοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια προσπάθεια να σβήσει εντελώς την περίοδο που πήγαινε ενάντια στο ρεύμα της απορρύθμισης.

Έτσι από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης ήδη το καλοκαίρι του 2019 ήταν η κατάργηση του προστατατευτικού πλαισίου για τις απολύσεις (βάσιμος λόγος απόλυσης) και για τους εργολαβικούς εργαζόμενους, η γενικευμένη υποβάθμιση της μάχης για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας μέσω της μείωσης των προστίμων και της ανεξαρτητοποίησης του ΣΕΠΕ. Αμέσως μετά η διάρρηξη των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων και το πάγωμα του κατώτατου μισθού. Όλα αυτά τα βήματα οπισθοδρόμησης συντελέστηκαν μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες και η πραγματικότητα είναι ότι συντελέστηκαν με μειωμένες κοινωνικές αντιδράσεις.

Η πανδημία του covid 2019 αντί να αναστείλει την απορρυθμιστική τάση και να αποτελέσει μια αφορμή έστω για την υλοποίηση του λεγόμενου κεϋνσιανισμού της κρίσης, περισσότερο χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ ως ευκαιρία για να επιταχύνει την απορρύθμιση.

Το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι ότι η κυβέρνηση δεν άφησε καν την αυθόρμητη τάση της αγοράς να εξελιχθεί, που σε στιγμές κρίσης απορρυθμίζεται, αλλά επέλεξε να παρέμβει νομοθετικά για να επιβεβαιώσει την απορρύθμιση.

Έτσι, η κυβέρνηση κατήργησε και το προστατευτικό πλαίσιο για τα ωράρια που είχε θεσπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ ξηλώνοντας ό,τι είχε απομείνει από τη διακυβέρνησή του ενώ χρησιμοποίησε την κρίση ως ευκαιρία για εισαγωγή νέων μορφών ελαστικής εργασίας: συστήματα αναστολής εργασίας, νέες μορφές εκ περιτροπής εργασίας και μειωμένων μισθών, υπερωριακή εργασία χωρίς αμοιβή, κλπ. Ακολούθησαν ακόμη πιο επιθετικά βήματα με την ποινικοποίηση απεργιών, την κατάργηση του 8ώρου, τη μόνιμη θεσμοθέτηση απλήρωτων υπερωριών, και εσχάτως τη νομοθετική καθήλωση του κατώτατου μισθού σε εντελώς ανεπαρκή επίπεδα μέσω μαθηματικού τύπου, τη δυσχέρανση των προϋποθέσεων για τη λήψη του επιδόματος ανεργίας και τη μείωσή του για νέους και ευέλικτα εργαζόμενους. Αυτές οι πολιτικές προφανώς δεν αποτελούν τυχαίες επιλογές αλλά βήματα μιας ενιαίας στρατηγικής, οι συνέπειες της οποίας είναι επίσης πρόδηλες. Η Ελλάδα έχει σήμερα τον χαμηλότερο πραγματικό ωρομίσθιο σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον τρίτο χειρότερο μέσο μισθό στον ΟΟΣΑ, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι πρακτικά ανύπαρκτες

Η σύγκριση περιόδων και πεπραγμένων είναι αποκαλυπτική των αντίρροπων στρατηγικών που ακολούθησαν οι δύο αντιπαραθετικές πολιτικές δυνάμεις. Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Από τη μια οι πολιτικές της δεξιάς έχουν οδηγήσει σε μια άνευ προηγούμενου συμπίεση των αναγκών των εργαζομένων, από την άλλη τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν βρίσκονται ούτε στον πυρήνα ούτε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης που επιλέγει η μείζονα αντιπολίτευση. Αυτό που προέχει σήμερα είναι η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και των διεκδικήσεών του.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Γιατί αυτή η δημοκρατία που έχουμε, με αρκετά ολιγαρχικά στοιχεία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είναι συναινετική, είναι και συγκρουσιακή. Και η σύγκρουση, όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος, είναι πηγή δημιουργίας.

Έφη Αχτσιόγλου είναι βουλευτής της Νέας Αριστεράς, ενώ υπήρξε υπουργός στην κυβέρνηση Τσίπρα)

#ΕΦΗ_ΑΧΤΣΙΟΓΛΟΥ #ΑΦΙΕΡΩΜΑ_10_ΧΡΟΝΙΑ_ΣΥΡΙΖΑ
Keywords
Τυχαία Θέματα
Έφη Αχτσιόγλου, 2015-2019, Ελλάδα,efi achtsioglou, 2015-2019, ellada