Ο Κώστας Σημίτης διηγείται τον ...Κώστα Σημίτη

Γνωστές και άγνωστες στιγμές από το βιβλίο του Δρόμοι Ζωής (Εκδόσεις Πόλις).

Στο βιβλίο του Δρόμοι Ζωής (Εκδόσεις Πόλις) ο Κώστας Σημίτης περιγράφει τη ζωή του από τη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, έως το 1996.

Πρόκειται, όπως ο ίδιος λέει, για μια πολιτική αυτοβιογραφία που μεταξύ άλλων περιγράφει την αναζήτηση για περισσότερη ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και αυτονομία του πολίτη.

Το Dnews αναδημοσιεύει χαρακτηριστικά κεφάλαια από

το βιβλίο του Κώστα Σημίτη και τις μαρτυρίες του, ευχαριστώντας πολύ τις Εκδόσεις Πόλις και προσωπικά τον Νίκο Γκιώνη για την ευγενική τους προσφορά.

2. «Δημοκρατική Άμυνα»

Την 21ηΑπριλίου, στις επτά το πρωί, δούλευα το βιβλίο μου για τις εφευρέσεις, όταν μπήκε στο σπίτι η καθαρίστρια. Μου είπε ότι παντού στους δρόμους υπήρχε στρατός. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Μόλις άκουσα τα στρατιωτικά εμβατήρια, αντιλήφθηκα τι είχε συμβεί και, χωρίς να περιμένω άλλες εξηγήσεις, έφυγα για το γραφείο. Ήθελα να κρύψω οτιδήποτε είχε σχέση με τον Όμιλο, ώστε σε περίπτωση έρευνας να μη βρεθούν ονόματα και διευθύνσεις. Γύρω στις οκτώμισι, ολοκλήρωσα την εξαφάνιση των εγγράφων μέσα σε παλιούς δικηγορικούς φακέλους. Όταν αργότερα η Ασφάλεια έκανε άνω κάτω το γραφείο ψάχνοντας για έγγραφα του Ομίλου, δεν βρήκε τίποτα. Απέναντι από το γραφείο, στη γωνία Ακαδημίας και Ομήρου, σε ένα παλιό σπίτι, ήταν τα γραφεία της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου. Φεύγοντας κοίταξα προς τα εκεί, περιμένοντας ότι θα υπήρχε κόσμος που θα απομάκρυνε τα αρχεία. Δεν υπήρχε κανείς. Όπως έμαθα αργότερα, τα γραφεία επισκέφθηκε πρώτη η Αστυνομία.

Γύρισα σπίτι. Κατά τις δέκα, αποφάσισα να περπατήσω προς το Σύνταγμα. Η Δάφνη, ακολουθώντας τους κανόνες συμπεριφοράς που ήταν εμπεδωμένοι από προηγούμενες καταστάσεις κρίσης, αποφάσισε να φροντίσει για την προμήθεια τροφίμων. Θεωρούσαμε πιθανό να σημειωθούν ταραχές τις επόμενες μέρες. Βρήκα στον δρόμο πολλούς γνωστούς. Προχωρούσαμε μαζί. Ήταν μια ωραία μέρα, που σε προσκαλούσε για περίπατο. Υπήρχε κόσμος στους δρόμους. Έδειχνε ανήσυχος, αλλά δεν φαινόταν να παίρνει τα πράγματα στα σοβαρά. Κάποιο στέλεχος της Ένωσης Κέντρου μάς πληροφόρησε ποιοι έκαναν το «Κίνημα». Πρόσθεσε: «Κίνημα-οπερέτα. Στις δύο θα έχει καταρρεύσει». Συνάντησα τον Τ. Κύρκο, που μας πληροφόρησε για τις συλλήψεις. Στις εντεκάμισι είδα στην οδό Ακαδημίας, έξω από το σπίτι του, τον Γεώργιο Μαύρο, ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου. Τον γνώριζα, και τον ρώτησα τι επρόκειτο να συμβεί. Έμοιαζε εντελώς αποπροσανατολισμένος. Έκλεισε το σχόλιό του λέγοντας: «Στις δώδεκα θα έρθει ο βασιλεύς στα ανάκτορα και θα τακτοποιηθεί η κατάστασις». Σχημάτισα αμέσως την οδυνηρή βεβαιότητα ότι το πραξικόπημα πέτυχε. Θα μας κυβερνούσαν στο εξής οι στρατιωτικοί, και μάλιστα για καιρό. Τι άλλο θα μπορούσα να περιμένω, όταν ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της Ένωσης Κέντρου αναζητούσε στον δρόμο γνωστούς, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έλυνε το θέμα;

Επιστρέφοντας σπίτι, κάλεσα, μαζί με τους Φίλια και Καράγιωργα, τον κύκλο του Ομίλου, για να συναντηθούμε το απόγευμα. Η συνάντηση στο σπίτι μου διαλύθηκε σε μία περίπου ώρα, λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Συμπέσαμε στην εκτίμηση ότι οι Αμερικανοί και ο βασιλιάς είχαν αποδεχθεί το πραξικόπημα. Άρα η κατάσταση που δημιουργήθηκε θα εδραιωνόταν, και θα διαρκούσε μερικά χρόνια. Θα έπρεπε, από την επομένη κιόλας, να οργανωθούμε για παράνομες συνεννοήσεις και δράσεις. Αναζητήσαμε πολύγραφο. Το γνωστό στέκι μας, Ακαδημίας 35, θα έπαυε να λειτουργεί ως κοινός τόπος συνάντησης. Ήταν η αρχή της «Δημοκρατικής Άμυνας». Κανείς δεν φανταζόταν ότι η χούντα θα διαρκούσε επτά χρόνια και πως θα εμπλεκόμασταν σε ασυνήθιστες για μας περιπέτειες.

Την επομένη περπάτησα προς την Ομόνοια, για να δω αν υπήρχαν συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Απόλυτη ησυχία. Απολύτως καμία αντίδραση, ούτε καν μια προσπάθεια παρεμπόδισης της κυκλοφορίας. Με κατέλαβε τεράστια στενοχώρια. Το κίνημα που, από το 1965 και μετά, είχε εξαναγκάσει τον βασιλιά και τους συμπαραστάτες του σε συνεχείς υποχωρήσεις εξαφανίστηκε κυριολεκτικά μέσα σε μια νύχτα. Ο λόγος ήταν απλός. Το παρελθόν της καταπίεσης, των αυθαιρεσιών της εξουσίας και των διακρίσεων ήταν ακόμη ζωντανό στη μνήμη όλων, και ενέπνεε φόβο. Αλλά και το κίνημα για περισσότερη δημοκρατία ήταν αμυντικό, δεν είχε εμπνεύσει την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να επιβληθεί. Ο πολιτικός κόσμος ήταν χωρίς πνοή, χωρίς αντίληψη για το τι χρειαζόταν η χώρα. Περιόριζε τα ενδιαφέροντά του αποκλειστικά και μόνο στη νομή της εξουσίας. Επρόκειτο ακριβώς για την κατάσταση που είχα περιγράψει στο φυλλάδιο για τις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις. Ήταν ένα καλό μάθημα ότι την επόμενη φορά, που θα παρουσιαζόταν η δυνατότητα οργάνωσης ενός λαϊκού κινήματος, αυτό θα έπρεπε να είναι μια νέα πολιτική παράταξη με μαζική οργάνωση και μηχανισμό ικανό να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κάθε απόπειρα ανατροπής της δημοκρατίας.

Τα χρόνια από το 1967 ώς τον Σεπτέμβρη του 1969, οπότε διέφυγα παράνομα στο εξωτερικό, ήταν για μένα μια περίοδος συνεχούς έντασης. Είχα το αίσθημα της ασφυξίας και της εξοργιστικής καταπίεσης. Ήταν σαν να βρισκόμουν πάλι, άθελά μου, στην περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας. Άνθρωποι στενοκέφαλοι, αμόρφωτοι, όριζαν πάλι τι πρέπει να πιστεύω. Αποφάσιζαν τι να κάνω. Μου απαγόρευαν να εκφράζω τις ιδέες μου και να ενεργώ σύμφωνα με αυτές. Η Ασφάλεια, που από την παιδική μου ηλικία εκπροσωπούσε το παράλογο και το εχθρικό, διαφέντευε πάλι την τύχη μου. Στις 25 Ιουλίου 1968, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, μου αφαίρεσαν το διαβατήριο. Ετοιμαζόμουν να αναχωρήσω για το Τορίνο, όπου με είχε καλέσει η FIAT, της οποίας ήμουν δικηγόρος στην Ελλάδα. Επιχειρήσεις έλυσαν τη συνεργασία τους με το δικηγορικό μου γραφείο χωρίς καμιά δικαιολογία. Το πιο βασανιστικό, όμως, ήταν η γενική συμμόρφωση στην αυθαιρεσία. Στο σύνολό τους σχεδόν, όσοι ήταν κάποτε προβεβλημένα πρόσωπα της δημόσιας ζωής –επιχειρηματίες, πνευματικοί άνθρωποι, γιατροί, μηχανικοί, και άλλοι– σιωπούσαν και δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν για τον συνεχή εξευτελισμό της χώρας τους. Έχασα κάθε εκτίμηση γι’ αυτούς, πράγμα που με βοήθησε πολύ, αργότερα. Και, ταυτόχρονα, αποκρυστάλλωσα την άποψή μου για τη νομιμότητα της εξουσίας: η εξουσία που δεν στηρίζεται στις αξίες και τις αρχές μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας δεν είναι νόμιμη.

Δεν δίστασα να παραβιάσω την τυπική νομιμότητα της δικτατορίας, επανειλημμένα και με μεγάλη ικανοποίηση. Εκείνο που με απασχολούσε συνεχώς, και με στενοχωρούσε, ήταν οι επιπτώσεις που οι δραστηριότητές μου θα είχαν στην οικογένειά μου, αν με συνελάμβαναν. Ήξερα, από την πείρα μου, ότι οι Αρχές όχι μόνο δεν θα δίσταζαν αλλά και θα προσπαθούσαν να με εκβιάσουν. Η Δάφνη ήταν εξίσου αντίθετη με εμένα στο νέο καθεστώς. Και οι δύο ελπίζαμε ότι θα καταφέρναμε να αποφύγουμε τα χειρότερα, αν ήμασταν προσεκτικοί.

Σε ένα δικτατορικό καθεστώς, όπου επικρατεί η σιωπή και ο φόβος, οι τρίτοι γνωρίζουν ως αντιστασιακούς μόνο εκείνους που συνέλαβε η Αστυνομία. Όσοι απέφυγαν τη σύλληψη χάρη στην αγωνιστικότητα και την τόλμη τους παραμένουν άγνωστοι. Η κοινή γνώμη επιβραβεύει εκείνους που μιλούν συνεχώς για τα επιτεύγματά τους, πραγματικά ή όχι, ενώ για τους άλλους, που αγωνίστηκαν στο σκοτάδι, επικρατεί σιωπή. Στη Γερμανία και στην Ελλάδα, συνάντησα πρόσωπα που αποδεδειγμένα έκαναν τολμηρές ενέργειες κατά της χούντας. Κανείς δεν τους γνωρίζει, όμως. Στο εξωτερικό γνώρισα, επίσης, πολλούς δήθεν αγωνιστές που επιδείκνυαν τα περίστροφά τους, αλλά αρνούνταν συστηματικά να μεταφέρουν όπλα, είτε στο εξωτερικό είτε στην Ελλάδα. Η αποτίμηση της συμπεριφοράς, σε έναν αγώνα που διεξάγεται στο σκοτάδι, είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Ακόμα πιο δύσκολη ήταν τότε η γνώση, η πληροφόρηση, οι συνεργασίες. Ήταν φυσικό το ότι εμείς, της «Δημοκρατικής Άμυνας», δεν μπορούσαμε να συγκροτήσουμε έναν παράνομο μηχανισμό. Ήμασταν λίγοι, και εξαρτιόμασταν από τα βιοποριστικά μας επαγγέλματα. Έπρεπε να εργαζόμαστε και να είμαστε ταυτόχρονα στρατηγοί και στρατιώτες, επιφορτισμένοι όλοι με συγκεκριμένες δουλειές. Από τα πράγματα επιβλήθηκε, λοιπόν, η συνεργασία μέσω ενός σχήματος ανεξάρτητων κύκλων γύρω από ορισμένα πρόσωπα που είχαν μεταξύ τους χαλαρή σύνδεση. Ήταν η πιο σκόπιμη μορφή συντονισμού. Σε περίπτωση σύλληψης ενός προσώπου, οι άλλοι κύκλοι θα παρέμεναν ανέπαφοι. Αυτό συνέβη το φθινόπωρο του 1968, μετά τη σύλληψη του Νοταρά και των συνεργατών του. Η Ασφάλεια μας υποψιάστηκε, αλλά δεν είχε στοιχεία εναντίον μας.

Συνεργαζόμουν με τον Σάκη Καράγιωργα, και δραστηριοποιούσα έναν κύκλο στον οποίο ανήκαν, μεταξύ άλλων, ο Χρήστος Ροκόφυλλος, ο Μάνος Δελούκας, ο Νίκος και η Βέτα Οικονομίδου. Σε πρώτη φάση μοιράζαμε –για την ακρίβεια, πετούσαμε– προκηρύξεις τα βράδια. Ήταν μια δουλειά απλή, αλλά όχι τόσο εύκολη όσο φαίνεται. Υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να σε αντιληφθεί κάποιος και να ειδοποιήσει την Αστυνομία. Μοίραζα προκηρύξεις σε διάφορες συνοικίες, όπου πήγαινα με το αυτοκίνητό μου. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι ήταν μια μάταιη προσπάθεια. Για να κλονιστεί το καθεστώς, χρειάζονταν πιο ηχηρές ενέργειες, που θα είχαν αντίκτυπο στο εξωτερικό και θα προκαλούσαν ανησυχία στους υποστηρικτές του.

Περάσαμε, λοιπόν, σε μια δεύτερη φάση. Τοποθετούσαμε μικρές αυτοσχέδιες βόμβες. Φροντίζαμε να τις βάζουμε πάντα με τρόπο που να μην προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός. Κατασκευαστής τους ήταν ο Γιάννης Σταράκης, δημοσιογράφος, ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στην Ελλάδα. Τις παραλάμβανα από τον Καράγιωργα, στο γραφείο του στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο μηχανισμός έπρεπε να συναρμολογείται πριν από τη χρήση. Τοποθέτησα, αρχικά, βόμβες σε συνοικίες. Η έκρηξή τους δεν αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Τον επιθυμητό θόρυβο προκάλεσε μια αρκετά μεγαλύτερης ισχύος «βόμβα» ή «κροτίδα», όπως τις αποκαλούσε η χούντα. Μου είχε δώσει δύο ο Γιώργος Μαγκάκης. Τη μία την τοποθέτησα στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, στην είσοδο του θεάτρου «Orwo», μεσημέρι, ώρα που δεν λειτουργούσε το θέατρο. Η έκρηξη αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, με τις σχετικές καταγγελίες κατά της χούντας. Είχα διαλέξει το σημείο, με σκοπό οι δημοσιογράφοι που σύχναζαν στις καφετέριες της περιοχής να ακούσουν τον θόρυβο, που ήταν αρκετά δυνατός. Τη δεύτερη «βόμβα» ήθελα να τη βάλω στο ίδιο κτίριο, σε μια απομονωμένη είσοδο της οδού Αμερικής. Είχε όμως ελαττωματικό μηχανισμό, και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την προσπάθεια.

Οι κίνδυνοι τους οποίους διατρέχαμε μας ήταν γνωστοί. Ο Νοταράς, που είχε συλληφθεί το φθινόπωρο του 1968, βασανίστηκε, όπως πολλοί συγκατηγορούμενοί του. Ο Φίλιας είχε διαφύγει τη σύλληψη και ζούσε αρκετό καιρό στην παρανομία. Τον είχα συναντήσει, ένα βράδυ, σε μια ταβέρνα στην Παιανία. Ήθελα να τον διασκεδάσω, γιατί αισθανόμουν ότι τον κατέθλιβε το διαρκές κρυφτό από την Αστυνομία. Τελικά, τον συνέλαβαν. Είχαν ήδη συλλάβει, πολύ νωρίτερα, τον Κώστα Σοφούλη και διάφορους άλλους γνωστούς μου, επειδή μοίραζαν προκηρύξεις. Σε όλους είχαν επιβληθεί ποινές πολυετούς φυλάκισης.

Μετά τη σύλληψη του Νοταρά, κλήθηκα για ανάκριση στην Ασφάλεια. Γνώρισα έτσι τους επικεφαλής αστυνομικούς της Ασφάλειας, τους Λάμπρου και Μάλλιο. Ο πρώτος ήθελε να δείχνει φιλικός, ενώ ο δεύτερος, που εμφανίσθηκε μετά, ήταν επιθετικός. Έμεινα δύο ώρες περίπου. Θυμάμαι, από την επίσκεψη, δύο περιστατικά. Περίμενα σε έναν προθάλαμο, όπου ήταν και ένα παιδάκι με έναν μεγαλύτερο από μένα κύριο. Με κοίταξε εξεταστικά και μου είπε: «Είσαι κακός και θα μείνεις εδώ». Ο συνοδός του κοίταζε ανέκφραστος. Το δεύτερο περιστατικό ήταν το εξής. Μετά τις ερωτήσεις, ο Μάλλιος μού είπε: «Κρίμα, νόμιζα ότι θα με βοηθούσατε, μια που είμαστε από το ίδιο χωριό». Δεν μπορούσα να φανταστώ ποιο χωριό εννοούσε. «Από τον Πειραιά;» τον ρωτάω. «Από το Κορακοχώρι», μου απαντάει. Έπειτα από επτά περίπου χρόνια, αφού γύρισα από τη Γερμανία, επισκέφθηκα το πατρικό κτήμα της μητέρας μου στο Κορακοχώρι, μια περιοχή κοντά στον Πύργο Ηλείας. Έβρεχε. Κοντά στο σπίτι, όπου άλλοτε υπήρχαν ελιές και αμπέλια, απλωνόταν ένας λασπερός βοσκότοπος. Ένα κοπάδι πρόβατα ήταν εκεί. Δύο σκυλιά έτρεξαν γαβγίζοντας προς το μέρος μου. Ο βοσκός φορούσε μια κάπα που σκέπαζε σχεδόν όλο του το πρόσωπο. «Τι γυρεύεις εδώ;» μου λέει επιθετικά. «Είμαι εγγονός του Χριστιά», απαντάω. Με κοιτάζει και μου συστήνεται –«Μάλλιος»– απλώνοντας το χέρι. Θυμήθηκα αμέσως τη σκη νή στην Ασφάλεια. Ήταν ξάδελφος του αστυνομικού.

Επισκέφθηκα πάλι την Ασφάλεια, όταν μια επιχείρηση μου ζήτησε να ταξιδέψω στο εξωτερικό για υποθέσεις της. Απευθύνθηκα στην Ασφάλεια για την έκδοση διαβατηρίου,μια που εκείνο που είχα μου είχε ήδη αφαιρεθεί. Οι Λάμπρου και Μάλλιος έπαιξαν πάλι το παιχνίδι του καλού και του κακού. «Πρέπει να μας μιλήσετε», λέει ο πρώτος, «γιατί αλλιώς δεν θα φύγετε». «Δεν θα φύγετε από το κτίριο», συμπλήρωσε ο δεύτερος. Έκανα τον ανήξερο, ως προς τα γεγονότα για τα οποία με ρωτούσαν. Αρνήθηκα τις επαφές για τις οποίες τους είχαν μιλήσει άλλοι, και επαναλάμβανα μονότονα ό,τι ήξεραν ήδη. Η προσποίησή μου δεν ήταν πειστική. Η προσπάθεια έκδοσης διαβατηρίου έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Η εταιρεία χρησιμοποίησε τότε έναν δικηγόρο με διασυνδέσεις στην Ασφάλεια, για να λύσει το πρόβλημα. Πήγα στο γραφείο του στην οδό Αθηνάς, όπου εκείνος άρχισε να κομπάζει για τα σπουδαία πρόσωπα που γνώριζε. Αμέσως μετά, μου ανέφερε ότι η μητέρα του πουλούσε παλιά ασημικά και με ρώτησε αν ενδιαφερόμουν να τα αγοράσω. Αρνήθηκα. Εμφάνισε τότε έναν πίνακα, από αυτούς που πουλούσαν πλανόδιοι στην οδό Αθηνάς. Με προέτρεψε να τον αγοράσω. Ήταν φανερό ότι έκανε συστηματικά αυτή τη δουλειά, εκμεταλλευόμενος τις σχέσεις του με την Αστυνομία. Σηκώθηκα και έφυγα, αναλογιζόμενος ότι ούτε στο πιο φτηνό αστυνομικό μυθιστόρημα δεν θα έβρισκε κανείς μια τέτοια πρωτόγονη ιστορία διαφθοράς. Δεν πήγα, βέβαια, ταξίδι, και η επιχείρηση ανέθεσε τις υποθέσεις της σε άλλο δικηγόρο.

Όλη εκείνη την περίοδο, προσπαθούσαμε να τροφοδοτούμε με υλικό τόσο τους Έλληνες στο εξωτερικό όσο και ξένους δημοσιογράφους, για να πιέσουν για την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Αρκετοί γνωστοί μας είχαν, άλλωστε, διαφύγει στο εξωτερικό για να αποφύγουν διώξεις, όπως ο Παπασπηλιόπουλος και ο Στάγκος. Εγώ έβλεπα Γερμανούς κυρίως δημοσιογράφους, που με συναντούσαν κατόπιν σύστασης του αδελφού μου. Ταυτόχρονα βελτίωσα τις σχέσεις μου με γνωστούς μου ξένους, που ζούσαν στην Ελλάδα, ώστε να υπάρχει ένας τρόπος διαφυγής, σε περίπτωση ανάγκης. Πράγματι, αυτοί με βοήθησαν αργότερα, την κρίσιμη μέρα που χρειαζόμουν συμπαράσταση.

Οι συζητήσεις για τις πολιτικές εξελίξεις ήταν πιο αραιές, αλλά και πιο έντονες. Εκφράζονταν αντικρουόμενες απόψεις για το πόσο θα διαρκούσε η δικτατορία, τις δραστηριότητες των πολιτικών στο εξωτερικό, τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αντιδράσει κανείς δημόσια στο εσωτερικό, χωρίς να δώσει την εντύπωση ότι αποδέχεται το καθεστώς. Ο ζωγράφος Βλάσης Κανιάρης παρουσίασε μια έκθεση της οποίας το μοτίβο ήταν γαρίφαλα σε γύψο, θέλοντας έτσι να υπενθυμίσει τη στάση του Μπελογιάννη και τη ρήση των συνταγματαρχών ότι η χώρα χρειάζεται γύψο. Αναστάτωση προκάλεσε η έκδοση του βιβλίου Δεκαοχτώ κείμενα, που περιείχε το ποίημα του Σεφέρη «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα». Στο εξωτερικό, επέκριναν την κυκλοφορία του βιβλίου, επειδή αποτελούσε δήθεν ένδειξη εξομάλυνσης της ζωής στην Ελλάδα. Δεν συμφωνούσα. Όσοι ζούσαν έξω από τα σύνορα είχαν την πολυτέλεια να εκφράζονται. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσο σημαντικό ήταν για μας, που αντιμετωπίζαμε καθημερινά τη βαναυσότητα της χούντας, να ακούμε άλλες φωνές. Οι άλλες φωνές ήταν ένα μήνυμα ότι δεν αλώθηκαν όλοι και όλα από τους συνταγματάρχες.

Η αντιδικτατορική κοινή γνώμη θεωρούσε ανυπόληπτους τους πολιτικούς. Τους καταλόγιζε επιπολαιότητα και τους κατηγορούσε για την αδυναμία τους να προλάβουν τη δικτατορία. Ο κόσμος συμπαθούσε μορφές όπως ο Γ. Παπανδρέου, γιατί εξέφραζαν την παράδοση της δημοκρατικής παράταξης. Θεωρούσε όμως επιβεβλημένο να υπάρξουν νέα σχήματα και νέοι άνθρωποι. Ο αντιδικτατορικός αγώνας ήταν το πεδίο όπου θα αναδεικνύονταν οι νέες ηγεσίες.

Υπήρχαν αρκετοί που ενδιαφέρονταν να προετοιμάσουν το έδαφος για τη μετέπειτα σταδιοδρομία τους. Πίστευαν ότι η χούντα θα φύγει σύντομα. Συμπεριφέρονταν επιπόλαια, νομίζοντας ότι η σύλληψή τους θα τους εξασφάλιζε δάφνες. Ο Καράγιωργας κι εγώ ήμασταν της γνώμης ότι η άμεση δράση κατά της χούντας δεν θα έπρεπε να συνδέεται με πολιτικές στοχεύσεις. Οι πολιτικές φιλοδοξίες περιόριζαν τις δυνατότητες συνεργασίας, καλλιεργούσαν εγωισμούς και άστοχους ανταγωνισμούς. Η πολιτική συσπείρωση δεν θα έπρεπε να επιδιωχθεί στην εκκίνηση, αλλά πολύ αργότερα, μέσα από τον αγώνα και τους δεσμούς που εκείνος θα δημιουργούσε. Στους κύκλους των εξορίστων, κυριαρχούσε η πολιτική αντιπαράθεση· μια περιττή πολυτέλεια για όσους ζούσαν και υφίσταντο τη χούντα στο εσωτερικό. Όπως διαπίστωσα αργότερα, όταν βρέθηκα στο εξωτερικό, αυτός ο συνεχής πολιτικός ανταγωνισμός είχε συχνά ως αποτέλεσμα η αντιμετώπιση της δικτατορίας να έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Η άποψή μου, ότι οι συνταγματάρχες ήρθαν για να μείνουν, ενισχύθηκε τα πρώτα δύο χρόνια. Το αποδείκνυαν οι πολλές και σαφείς εκδηλώσεις υποστήριξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Προέκυπτε από τη φανερή αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να αντιδράσει. Δεν υπήρχε πολιτική ηγεσία που να πείθει. Τα παραδοσιακά κόμματα είχαν ουσιαστικά εγκαταλείψει κάθε μορφή αγώνα, από την πρώτη κιόλας μέρα. Ο φόβος, η αδιαφορία, η στροφή στα προσωπικά προβλήματα, που διέκριναν τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, έδειχναν ότι εκείνοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τα όσα μέχρι τότε είχαν κατακτήσει σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η κοινωνία πολιτών, ως ένα πλέγμα που υπερασπίζεται δικαιώματα, προβάλλει αξιώσεις και αντιδρά στην αδικία, ήταν τότε ανύπαρκτη. Ο Εμφύλιος και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν της είχαν επιτρέψει να αναπτυχθεί. Το μετεμφυλιακό κράτος είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της απόσυρσης και της υποταγής.

Οι πελάτες του γραφείου μου, που ενδιαφέρονταν για τη δομή της χουντικής εξουσίας και τα σημαίνοντα πρόσωπά της, ώστε να μπορούν να προωθούν τις δουλειές τους, μου αποκάλυπταν άγνωστες στο ευρύ κοινό λεπτομέρειες. Το πρόσωπο που αναφερόταν ως καθοδηγητής του εγχειρήματος ήταν ο Τομ Καραμεσίνης, Ελληνοαμερικανός και επικεφαλής του κλιμακίου της CIAστην Ελλάδα.1[1] Στο κλιμάκιο είχαν κυρίαρχη παρουσία οι Ελληνοαμερικανοί. Πολλοί μιλούσαν για την επιρροή του Τομ Πάππας, Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία. Η δήθεν πρωτοβουλία των συνταγματαρχών να σώσουν την Ελλάδα έμοιαζε όλο και περισσότερο έργο αμερικανικών και ελληνικών μυστικών υπηρεσιών. Όταν, αργότερα, γνώρισα στις ΗΠΑ την ομογένεια, μου έκανε εντύπωση η υπεροψία της απέναντι στους Έλληνες πολιτικούς και η επιμονή της στην υπεράσπιση της αμερικανικής πολιτικής. Αναλογίστηκα ότι, αφού επικρατούσε ένα τέτοιο κλίμα το 1985, δεν θα ήταν καθόλου παράδοξο, το 1967, οι Ελληνοαμερικανοί της CIA να αισθάνονταν ηθικά νομιμοποιημένοι να επέμβουν.

3. Η διαφυγή

Αρχές Ιουλίου 1969, γύρισα στην Αθήνα από τους Αγίους Θεοδώρους, έπειτα από ένα δεκαήμερο καλοκαιρινές διακοπές. Ο Καράγιωργας με ειδοποίησε τότε ότι επρόκειτο να μου δώσει και πάλι «βόμβες» για να τις τοποθετήσω. Στις 14 Ιουλίου, επιστρέφοντας σπίτι στις οκτώ το βράδυ, μου τηλεφώνησε η Νίκη, η σύζυγος του Καράγιωργα. Μου είπε με πνιχτή φωνή ότι ο Σάκης έπαθε ένα ατύχημα, και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Συνδύασα αυτό το τηλεφώνημα με την προηγούμενη συνεννόηση και συμπέρανα ότι κάτι συνέβη σε σχέση με τις βόμβες. Πράγματι, μια «κροτίδα» είχε εκραγεί στα χέρια του Καράγιωργα. Η Νίκη τον μετέφερε στο νοσοκομείο, απ’ όπου και μου τηλεφώνησε. Η Αστυνομία τον συνέλαβε στο νοσοκομείο.

Με τη Δάφνη, φύγαμε αμέσως από το σπίτι. Κοιμηθήκαμε τη νύχτα σε ένα ξενοδοχείο στην Κηφισιά. Σκόπιμα δεν αναφέραμε στην κοπέλα, που έμενε μαζί μας και φρόντιζε τα παιδιά, πού θα βρισκόμασταν. Το πρωί, κατά τις εννιά, γυρίζοντας με το αυτοκίνητο και πλησιάζοντας στο σπίτι, συμφωνήσαμε με τη Δάφνη να της τηλεφωνήσω σε ένα τέταρτο περίπου. Αν υπήρχε Αστυνομία στο σπίτι, θα μου απαντούσε ότι δεν μπορούσε να μου μιλήσει, προσποιούμενη ότι το τηλεφώνημα προερχόταν από την ξαδέλφη της.

Η Αστυνομία ήταν ήδη εγκατεστημένη στο σπίτι, τα παιδιά με την κοπέλα τρομοκρατημένα, κλεισμένα σε ένα δωμάτιο. Οι αστυνομικοί υποδέχθηκαν τη Δάφνη έχοντας τα περίστροφά τους πάνω στο γραφείο μου. Όταν τηλεφώνησα, της είπαν να σηκώσει το τηλέφωνο. Απάντησε όπως είχαμε συμφωνήσει. Τη ρώτησαν αμέσως ποιος ήταν. Αποκρίθηκε ότι ήταν η ξαδέλφη της. Τις επόμενες φορές, το τηλέφωνο το σήκωναν οι ίδιοι. Εγώ πήγα στο γραφείο. Πήρα μερικά χρήματα και έφυγα, απορώντας πώς δεν είχαν εμφανιστεί και εκεί. Η ολιγωρία αυτή της Ασφάλειας οφειλόταν στο γεγονός ότι της υπόθεσης είχε επιληφθεί η Ασφάλεια προαστίων. Ο Καράγιωργας έμενε στη Δροσιά, και η Ασφάλεια προαστίων αγνοούσε αν είχα, και πού, γραφείο.

Πήγα στο γραφείο του Χρήστου Ροκόφυλλου. Είχε και εκείνος ακούσει ότι κάτι συνέβη με τον Καράγιωργα. Συζητήσαμε τι έπρεπε να κάνουμε. Από εκεί, ειδοποίησα όσους γνωστούς έπρεπε να πληροφορηθούν τα συμβάντα. Έμεινα αρκετή ώρα, προκειμένου να μάθω τι συνέβαινε με τη Δάφνη, να σκεφτώ πώς να διευθετήσω τυχόν θέματα που θα προέκυπταν στο γραφείο μου, και να σχεδιάσω την εξαφάνισή μου. Αμέσως μετά επισκέφθηκα τον Άλκη Αργυριάδη, δικηγόρο με τον οποίο μας συνέδεε φιλική σχέση. Είχε περίπου τις ίδιες πολιτικές απόψεις με μένα. Του διηγήθηκα τι συνέβη και τον παρακάλεσα να αναλάβει το γραφείο μου. Δέχτηκε αμέσως, χωρίς δισταγμούς, πράγμα που δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Την επομένη, όταν επισκέφθηκε το γραφείο μου, τον συνέλαβαν, τον ανέκριναν, αλλά έπειτα τον άφησαν ελεύθερο. Διαπίστωσαν ότι ήταν αμέτοχος στην υπόθεση. Από το γραφείο του Άλκη πήγα στο μαγαζί του αδελφού τού Ροκόφυλλου, όπως είχαμε συμφωνήσει με τον Χρήστο. Μείναμε πολλή ώρα συζητώντας για αυτοκίνητα, προς μεγάλη έκπληξη του αδελφού του, που ήταν έμπορος αυτοκινήτων. Δεν μπορούσε να καταλάβει το ξαφνικό μου ενδιαφέρον για τέτοια θέματα. Τις επόμενες μέρες η Ασφάλεια συνέλαβε τον Ροκόφυλλο και τον Δελούκα. Ο Νίκος Οικονομίδης και η γυναίκα του Βέτα αναχώρησαν αμέσως για το εξωτερικό, και έτσι διέφυγαν τη σύλληψη.

Τηλεφώνησα σε έναν θείο της Δάφνης, μήπως και είχε πληροφορηθεί από την οικογένειά της τις εξελίξεις. Δεν ήξερε τίποτε άλλο παρά ότι την είχαν οδηγήσει στο τμήμα Νέας Ερυθραίας, όπου και την κρατούσαν. Μου συνέστησε να εξαφανιστώ το ταχύτερο, γιατί η σύλληψή μου δεν θα διευκόλυνε τα πράγματα. Το τηλεφώνημα αυτό μού επιβεβαίωσε την απόφασή μου να επιχειρήσω να διαφύγω. Σχέδιο δεν υπήρχε, και δεν διέθετα επαφές που θα με διευκόλυναν. Άρχισα να σκέφτομαι μήπως κάποιος από τους ξένους γνωστούς μου μπορούσε να με βοηθήσει.

Πήγα στην Κηφισιά, στο σπίτι ενός φίλου του αδελφού μου. Δεν έμοιαζε ενθουσιασμένος. Ήθελε να φύγω αμέσως, όταν του αφηγήθηκα τα γεγονότα. Συμφωνήσαμε όμως, στο τέλος, να μείνω το βράδυ εκεί, και να προσπαθήσει να βρει την άλλη μέρα μια λύση. Έφυγα το πρωί. Θα του τηλεφωνούσα το απόγευμα. Είχαμε επίσης σκεφτεί ότι, αν δεν βρισκόταν αμέσως λύση, θα έφευγα την επομένη για κάποιο κάμπινγκ στην επαρχία. Θα μπορούσα να μείνω εκεί αρκετό καιρό. Εκείνο το βράδυ, όλα έμοιαζαν καταθλιπτικά, και οι πιθανότητες να διαφύγω στο εξωτερικό ανύπαρκτες. Πόσον καιρό θα μπορούσα να περιφέρομαι ως ξένος τουρίστας χωρίς χαρτιά; Πώς θα μπορούσα να αποκτήσω, υπό αυτές τις συνθήκες, ένα πλαστό διαβατήριο για να φύγω; Ο ενοχλημένος οικοδεσπότης μου όμως με βοήθησε αποφασιστικά να λύσω τον γόρδιο δεσμό.

Την επομένη το πρωί, πήγα στο κατάστημα Κοκκώνη, στη Στοά του Ορφέα, και εξοπλίστηκα με τα απαραίτητα για να περιηγηθώ τα αξιοθέατα της χώρας ως ξένος τουρίστας. Αγόρασα όχι μόνο ρούχα, αλλά και μια σκηνή, στρώμα, και όλα τα χρειώδη που μου απαρίθμησε ο υπάλληλος του καταστήματος. Κατέβηκα έπειτα στον Αστέρα Βουλιαγμένης, για να περάσω στην παραλία ένα μεγάλο μέρος της ημέρας. Λουόμενοι στα μέσα της εβδομάδας δεν θα υπήρχαν. Αποκλειόταν να με αναζητήσει εκεί η Αστυνομία. Αργά το μεσημέρι, αφού είχα κολυμπήσει και ξαπλώσει στην άμμο για πολλή ώρα, γύρισα στην καμπίνα και άλλαξα ρούχα. Εμφανίστηκα στην κοπέλα που φρόντιζε τις καμπίνες με το εκδρομικό σύνολο, κουβαλώντας ένα σακίδιο στο οποίο είχα βάλει το κοστούμι. Με κοίταξε καλά καλά και μου είπε: «Πώς αλλάξατε έτσι;» Έσπευσα να φύγω. Πήγα στο σπίτι ενός Γάλλου φίλου μου, μια υπόθεση του οποίου χειριζόμουν ως δικηγόρος. Ήταν πολύ φιλικός και πρόθυμος να με βοηθήσει. Τα παιδιά του παρατηρούσαν με έκπληξη τον απρόσκλητο και περίεργα ντυμένο επισκέπτη. Έμεινα μερικές ώρες. Αγχωμένος, τηλεφώνησα για να μάθω αν είχε βρεθεί τρόπος να αποφύγω την υποχρεωτική περιοδεία στις παραλίες. Τα νέα ήταν καλά: είχε βρεθεί λύση. Έπρεπε να πάω σ’ ένα καφενείο στον Άγιο Σώστη, στη λεωφόρο Συγγρού, στις δέκα το βράδυ. Μια κυρία θα με οδηγούσε σε ένα σπίτι. Από κει και πέρα, οι άνθρωποι που θα με παραλάμβαναν θα κανόνιζαν μαζί μου τη συνέχεια.

Στο καφενείο στον Άγιο Σώστη, κρατούσα επιδεικτικά την υποχρεωτική για την αναγνώριση εφημερίδα. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά, όταν πρόσεξα μια κυρία να κοιτάζει τα διάφορα τραπέζια. Με χαιρέτησε και μου ζήτησε να την ακολουθήσω. Πήγαμε στο αυτοκίνητό της. Οδήγησε σιωπηλά μέχρι την οδό Ρηγίλλης, όπου και σταμάτησε. Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας με περίμενε μια άλλη γυναίκα. Άνοιξε αμέσως την πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος, με έβαλε μέσα, μου είπε ότι μπορώ να κοιμηθώ εκεί, και μου έδωσε οδηγίες για τη συμπεριφορά μου. Δεν έπρεπε να ανάψω φως και να κινούμαι μέσα στο σπίτι. Το φως που φώτιζε το δωμάτιο προερχόταν από τον φανοστάτη του δρόμου. Τα ρολά ήταν κατεβασμένα, αλλά άφηναν χαραμάδες. Χωρίς άλλες εξηγήσεις, με αποχαιρέτησε λέγοντας ότι την άλλη μέρα θα έρχονταν να μου μιλήσουν γνωστοί μου. Το διαμέρισμα είχε δύο δωμάτια· το ένα ήταν το καθιστικό, στην πρόσοψη του κτιρίου, όπου υπήρχαν σεντόνια στον καναπέ. Απορούσα για τη μυστηριώδη αυτή βοήθεια. Ξάπλωσα, και ξύπνησα νωρίς το άλλο πρωί. Επιθεώρησα το υπόλοιπο σπίτι. Η κρεβατοκάμαρα ανήκε σε μια ηλικιωμένη κυρία. Στην ούγια των σεντονιών υπήρχε το όνομα Fleming. Το μυστήριο άρχισε να λύνεται.

Γύρω στις οκτώ, άνοιξε η πόρτα και εμφανίσθηκε η κυρία που μου είχε ανοίξει το διαμέρισμα. Ήταν η σύζυγος του θυρωρού της πολυκατοικίας, η κυρία Κατερίνα. Αργότερα, όταν επέστρεψα από το εξωτερικό, με επισκέφθηκε στο γραφείο μου. Έμαθα το όνομά της: Κατερίνα Δημητράκη. Μου έφερε πρωινό και αρνήθηκε οποιαδήποτε άλλη εξήγηση. Το απόγευμα ήρθε η Αμαλία Φλέμινγκ. Δεν τη γνώριζα. Ήταν, όμως, παλιότερα στενή φίλη της μητέρας μου, και ερχόταν συχνά στο σπίτι μας. Μετά τον γάμο της με τον Φλέμινγκ, απέφευγε τις προηγούμενες γνωριμίες της. Ήταν δικαίως ανήσυχη, όταν μου μίλησε. Φοβόταν μήπως βρισκόμουν σε κατάσταση που θα της προκαλούσε προβλήματα. Μου εξήγησε ότι στο διαμέρισμα έμενε μια ηλικιωμένη θεία της. Παραθέριζε το καλοκαίρι στο Λουτράκι. Θα επέστρεφε στα μέσα Αυγούστου. Μέχρι τότε θα μπορούσα να μείνω, με τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η ίδια η Αμαλία θα φρόντιζε να μου εξασφαλίσει πλαστό διαβατήριο, μέσω γνωστών της στο εξωτερικό. Θα μπορούσα να της απευθύνομαι, μέσω της κυρίας Κατερίνας, για ό,τι ήθελα. Η Κατερίνα θα μου έφερνε μία φορά την ημέρα φαγητό, εφημερίδες και βιβλία για να διαβάζω. Ο άντρας της, ο θυρωρός, δεν ήξερε ότι βρισκόμουν στο διαμέρισμα. Δεν έπρεπε να δώσω σημεία ζωής, για να μην παραξενευτούν οι γείτονες και αναρωτηθούν ποιος ήταν μέσα.

Έμεινα στο διαμέρισμα μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου. Η Αμαλία έφερε μια κομμώτρια, που μου έβαψε τα μαλλιά κόκκινα-ξανθά. Όταν, αργότερα, κουρεύτηκα στη Γερμανία, ο κουρέας με ρώτησε αν ήθελα να ξαναβάψω τα μαλλιά μου στο ίδιο χρώμα που είχα χρησιμοποιήσει άλλοτε. Έπειτα από λίγες μέρες, η Αμαλία ήρθε με μια κυρία που μου τράβηξε φωτογραφίες για το διαβατήριο. Προσπάθησα να μη δείχνω βλοσυρός, αλλά δεν τα κατάφερα. Τα πάντα διαδραματίζονταν στο ημίφως, με προσεκτικά βήματα, και οι συνεννοήσεις γίνονταν σχεδόν ψιθυριστά. Και δικαίως. Μια μέρα ένας ένοικος ρώτησε τον θυρωρό αν το διαμέρισμα κατοικούνταν, αφού άκουσε θόρυβο από το μπάνιο του. Ο θυρωρός απόρησε και έστειλε την Κατερίνα, που είχε το κλειδί, να δει τι συμβαίνει.

Σε λίγες μέρες είχα βρει έναν ρυθμό ζωής, χάρη στη βοήθεια της Κατερίνας και της Αμαλίας. Ζούσα στο σκοτάδι ή στο ημίφως. Μπορούσα όμως, αφού ήταν καλοκαίρι, να διαβάζω από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Κατανάλωνα ταχύτατα βιβλία. Η Αμαλία μού έστελνε ό,τι πιο ογκώδες διέθετε. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα τόσο χρόνο στη διάθεσή μου. Διάβασα το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, σε μια έκδοση χωρίς περικοπές, μελέτησα την κατάκτηση του Μεξικού από τον Κορτές, διάφορα έργα του Προυστ και πολλές βιογραφίες. Κοίταζα και τις εφημερίδες. Μ’ ενδιέφεραν μόνο οι ειδήσεις που σχετίζονταν με την αντίσταση κατά της δικτατορίας και τις ενέργειες στο εξωτερικό για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Λίγες μέρες αφότου βρέθηκα στο δωμάτιο, τη νύχτα της 20ής προς 21η Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσκεψη ανθρώπου στη Σελήνη. Οι εφημερίδες είχαν πηχυαίους τίτλους και εκτενή ρεπορτάζ. Δεν τα διάβασα. Αδιαφορούσα πλήρως για το συγκλονιστικό αυτό γεγονός. Την ίδια μέρα υπήρχε στην πρώτη σελίδα της Καθημερινής, στο κάτω μέρος, η είδηση ότι ο καθηγητής Καράγιωργας τραυματίστηκε, καθώς συναρμολογούσε βόμβες. Αυτό μ’ ενδιέφερε πολύ περισσότερο, και διάβασα και ξαναδιάβασα την είδηση.

Περνούσα αρκετή ώρα παρακολουθώντας μέσα από τις γρίλιες των παντζουριών τις φιγούρες που περνούσαν, την κίνηση στον δρόμο. Στη Στρατιωτική Λέσχη, που ήταν απέναντι, διοργάνωναν γιορτές. Μπορούσα να βλέπω άγνωστούς μου παράγοντες του καθεστώτος να ανηφορίζουν προς τη Λέσχη με σοβαροφανές ύφος και φορτωμένοι παράσημα, σε βαθμό γελοιότητας. Υπήρχαν πολλές ώρες αναγκαστικής απραξίας. Σκεφτόμουν όσα είχα συμβεί, την τύχη των άλλων, αν θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, τι θα έκανα αν διέφευγα. Προβληματιζόμουν για το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η κοινωνία την είχε μετατρέψει σε έρμαιο μιας κλίκας αξιωματικών και την είχε κάνει να μην αντιδρά.

Η Αμαλία με επισκεπτόταν μία φορά τη βδομάδα. Στο Παρίσι, δεν είχε βρει ανταπόκριση στο αίτημά της για πλαστό διαβατήριο. Απευθύνθηκε σε φίλους της στην Ιταλία, αλλά εκεί όλος ο κόσμος ήταν σε διακοπές και θα ’πρεπε να περάσει ο Δεκαπενταύγουστος. Όταν τη ρώτησα για τη Δάφνη, μου είπε ότι όλα ήταν εντάξει. Ησύχασα. Αργότερα, στο εξωτερικό, μου εξήγησε ότι φοβήθηκε μην κάνω κάποια απερισκεψία, αν μου έλεγε την αλήθεια. Πλησίαζε η ώρα που θα επέστρεφε η ιδιοκτήτρια. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα συμβεί. Στις αρχές Αυγούστου, η Αμαλία δεν έδωσε σημεία ζωής για δεκαπέντε περίπου μέρες. Η Κατερίνα μού είπε ότι είχε φύγει για διακοπές. Όπως έμαθα, όμως, αργότερα από την ίδια, είχε πάει στο Λουτράκι για να πείσει τη φίλη της να μείνει εκεί άλλο έναν μήνα, ώστε να μην αντιμετωπίσω πρόβλημα εγώ. Τα κατάφερε. Στην επιστροφή, ζαλίστηκε καθώς οδηγούσε, το αυτοκίνητο έπεσε στο χαντάκι δίπλα στον δρόμο, και η ίδια κατέληξε στο νοσοκομείο, ευτυχώς ελαφρά τραυματισμένη. Αργότερα μου διηγήθηκε ότι σκεφτόταν συνεχώς, στο νοσοκομείο, τι θα είχε συμβεί αν σκοτωνόταν.

Η αναγκαστική ακινησία ήταν πολύ πιο ενοχλητική από το ημίφως. Περνούσα τις μέρες μου καθιστός, καθώς τα βήματά μου μπορεί να τα άκουγε κάποιος. Έκανα ασκήσεις επί τόπου, αλλά δεν αρκούσαν. Διαβατήριο δεν είχε βρεθεί. Το πρόσωπο, που μεσολαβούσε άλλες φορές, είχε πλέον εξαφανιστεί. Άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να ενεργήσω για να λυθεί το θέμα. Η διαμονή μου στο διαμέρισμα κινδύνευε και πάλι από την επιστροφή της ιδιοκτήτριας. Και οι συνθήκες είχαν αρχίσει να με ενοχλούν. Αρχές Σεπτεμβρίου, όμως, ήρθε η Αμαλία και μου ανήγγειλε με χαρά ότι της απάντησαν από την Ιταλία. Σε λίγες μέρες θα έφευγα. Θα έφερναν το διαβατήριο και θα με συνόδευαν στην αναχώρησή μου.

Την κρίσιμη μέρα η Αμαλία μού παρέδωσε το διαβατήριο. Η φωτογραφία ήταν μία από αυτές που είχαν τραβήξει στο δωμάτιο, και προκαλούσε ερωτηματικά. Το διαβατήριο ήταν στο όνομα Marco Ventura, ένα πολύ συνηθισμένο ιταλικό όνομα. Είχα μάλιστα έναν φίλο νομικό με το ίδιο όνομα, που αργότερα έγινε διευθυντής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ήμουν ευτυχής με το διαβατήριο στην τσέπη. Ο Ιταλός φίλος με περίμενε στο απέναντι πεζοδρόμιο της Ρηγίλλης το μεσημέρι. Η Αμαλία και η Κατερίνα με αποχαιρέτησαν με φανερή συγκίνηση και ανησυχία για το τι θα συνέβαινε. Όταν βγήκα στον δρόμο, κοντοστάθηκα. Ήταν η πρώτη φορά, έπειτα από δύο μήνες, που έβλεπα ήλιο και γαλανό ουρανό. Αισθανόμουν τεράστια ευφορία και μια διάθεση να περιπλανηθώ στους δρόμους.

Πήραμε ταξί για το αεροδρόμιο. Εκεί χωρίσαμε, αν και θα ταξιδεύαμε με το ίδιο αεροπλάνο, ώστε, σε περίπτωση που μου συνέβαινε κάτι, να μη σταματήσουν και τον συνοδό μου. Η Αμαλία μού είχε δώσει μια μικρή βαλίτσα, για να μην εμφανιστώ χωρίς αποσκευές και κινήσω υποψίες. Πέρασα κανονικά τον έλεγχο των διαβατηρίων. Ο υπάλληλος δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή ούτε σ’ εμένα ούτε στο διαβατήριο. Κάθισα στο μπαρ και παρήγγειλα καφέ. Ήμουν ήρεμος, αλλά ανησύχησα όταν ανακοινώθηκε ότι η πτήση θα είχε δύο ώρες καθυστέρηση. Αγόρασα μια εφημερίδα, για να εξαφανιστώ πίσω από τις σελίδες της. Όπως έμαθα αργότερα, η φωτογραφία μου υπήρχε σε όλες τις εξόδους της χώρας. Στα αεροδρόμια κυκλοφορούσαν αστυνομικοί με πολιτικά, για να εντοπίζουν καταζητούμενους. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Προορισμός της πτήσης μου ήταν το Μιλάνο. Από εκεί, θα έπαιρνα αμέσως άλλο αεροπλάνο για τη Ζυρίχη, ώστε να αποφύγω τον έλεγχο του πλαστού διαβατηρίου μου από την ιταλική Αστυνομία κατά την είσοδό μου στην Ιταλία. Κάποια στιγμή ο πιλότος ανακοίνωσε ότι είχε φανεί από μακριά η Ιταλία. Σηκώθηκα τότε να ευχαριστήσω τον συνοδό μου, που είχε καθίσει στο βάθος της καμπίνας. Είχε σηκωθεί κι εκείνος, και αγκαλιαστήκαμε στη μέση του διαδρόμου. Οι άλλοι επιβάτες μάς κοίταζαν έκπληκτοι. Έμαθα αργότερα το όνομά του από την Αμαλία. Συναντηθήκαμε στη Ρώμη, όπου δούλευε ως γιατρός.

Ήμουν χαρούμενος, αλλά κουρασμένος. Ο νους μου πήγε στη Δάφνη, στα παιδιά, στους γονείς μου. Στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης, αποφάσισα να πάρω αμέσως το τρένο για τη Φραγκφούρτη, ώστε να βρεθώ κοντά στον αδελφό μου, που έμενε στα περίχωρα της πόλης, στο Γκίσεν. Έφθασα στη Φραγκφούρτη μετά τα μεσάνυχτα. Δεν υπήρχαν ακόμη κινητά τηλέφωνα, και τα λεφτά μου είχαν τελειώσει. Δεν είχα προλάβει να ειδοποιήσω κανέναν για τη δραπέτευσή μου. Πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο όπου μάλλον δεν θα συναντούσα Έλληνες. Πρωί πρωί τηλεφώνησα στον αδελφό μου. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήμουν εγώ και ότι βρισκόμουν στη Φραγκφούρτη. Έμαθα τότε ότι η Δάφνη ήταν ακόμη κρατούμενη.

Χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψα στην Αθήνα, μου τηλεφώνησε η Καίη Τσιτσέλη, η γνωστή συγγραφέας. Με παρακάλεσε να περάσω ένα βράδυ από το εστιατόριο του άντρα της, το «Μπαλτάζαρ», για να μου δώσει κάποια αντικείμενα που μου ανήκαν. Εκεί πληροφορήθηκα τι είχε συμβεί την πρώτη μέρα της καταδίωξής μου από την Ασφάλεια. Ο φίλος του Σπύρου, όταν έφυγα από το σπίτι του, απευθύνθηκε στην Τσιτσέλη, την οποία γνώριζε από την Υπηρεσία Προσφύγων του ΟΗΕ στην Αθήνα. Εκείνη ήρθε σε επαφή με την Αμαλία, που χρησιμοποίησε το σπίτι της ηλικιωμένης θείας της. Η Τσιτσέλη μού παρέδωσε την τσάντα μου, που την είχα αφήσει στο σπίτι του. Αισθάνθηκα εκείνο το βράδυ, παρά την εύθυμη ατμόσφαιρα στο κέντρο, λύπη και ανακούφιση, το ίδιο αίσθημα που είχα όταν έφθασα στη Γερμανία.

Από τη μέρα της σύλληψής της, η Δάφνη είχε παραμείνει στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Ερυθραίας. Βρισκόταν σε συνεχή απομόνωση επί δύο μήνες. Επέτρεψαν σε μια θεία της να τη δει μόνο μία φορά για λίγα λεπτά, με σκοπό μάλλον να βεβαιωθεί η οικογένειά της ότι δεν είχε υποστεί κακομεταχείριση. Την ανέκριναν πολλές φορές και εντατικά. Γρήγορα, όμως, διαπίστωσαν ότι ο τρόπος διαφυγής μου τής ήταν άγνωστος. Η κράτησή της συνεχίστηκε και μετά την επανεμφάνισή μου στη Γερμανία, για είκοσι μέρες περίπου. Δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι πλέον δεν τους ήταν χρήσιμη.

Τη δεύτερη μέρα της παραμονής μου στο Γκίσεν, με τη βοήθεια του Σπύρου, απευθύνθηκα στα γερμανικά Υπουργεία Εξωτερικών και Προεδρίας, ζητώντας τους να παρέμβουν για την απελευθέρωση της Δάφνης. Η κυβέρνηση της Γερμανίας ήταν τότε σοσιαλδημοκρατική. Ο Σπύρος γνώριζε πολλά στελέχη της. Τον συνέδεε, μάλιστα, παλιά φιλία με τον υπουργό Προεδρίας HorstEhmke, που ήταν καθηγητής Νομικής. Όταν αφέθηκε ελεύθερη η Δάφνη, στα τέλη Σεπτέμβρη, άρχισα νέο κύκλο επαφών, ώστε να της επιτραπεί η έξοδος από την Ελλάδα. Απευθύνθηκα επίσης σε γν

Keywords
κωστας σημιτης, σημιτης, κωστας, για μας, το φως, προσφορες, στρατος, συνταγμα, συλληψεις, μνήμη, νέα, fiat, ελλαδα, τραπεζες, θεατρο, βομβα mall, πειραιας, εταιρεία, παπανδρεου, δραση, νατο, προβάλλει, αποσυρση, τομ, επιρροή, ηπα, cia, αθηνα, λύση, φως, ούγια, μυστήριο, καλοκαιρι, προυστ, ειδήσεις, ταξι, νους, οηε, κινηση στους δρομους, τελη κυκλοφοριας, βιβλια, εφημεριδες, σταση εργασιας, εφημεριδα δημοκρατια, κλειστα επαγγελματα, αποσυρση αυτοκινητων 2011, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, τραπεζα της ανατολης, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, η ημέρα της γης, Ημέρα της μητέρας, θεμα εκθεσης 2012, εκλογες ηπα, τελος του κοσμου, σχεδιο αθηνα, τελη κυκλοφοριας 2014, τελη κυκλοφοριας 2015, τελη κυκλοφοριας 2016, αστυνομικο τμημα, η ζωη ειναι ωραια, κοινωνια, κομματα, διαβατηριο, μνήμη, το θεμα, αστυνομια, αυτοκινητα, αυτοκινητο, γερμανια, γνωμη, γνωση, γυναικα, γωνια, δαφνης, δαφνη, δημοκρατια, δουλεια, εξοδος, ζυριχη, ηγεσια, ηπα, θεμα, ιταλια, κηφισια, κινητα, κινητα τηλεφωνα, λουτρακι, μητερα, μιλανο, οηε, ονοματα, περιοδος, περιεργα, ραδιοφωνο, ρουχα, ρωμη, ρωτησε, σεληνη, τα νεα, τηλεφωνο, τυχη, φιλια, φωτογραφιες, φωτογραφια, φως, χουντα, ωρα, cia, fiat, αγνωστος, αδιαφορια, αδικια, αδυναμια, αεροπλανο, αεροδρομιο, αμαλια, αμαλια φλεμινγκ, ατμοσφαιρα, ατυχημα, βδομαδα, βετα, βιβλιο, βοηθεια, βομβες, βραδια, βραδυ, γατες, φαγητο, γεγονοτα, γεγονος, γερμανικα, γυψο, γιατροι, γονεις, γραφεια, δευτερο, δυνατοτητα, δειχνει, δωδεκα, δομη, δωσει, εγινε, εγγραφα, εδαφος, ειπαν, ειπε, υπαρχει, ειρηνη, εκθεση, εκκινηση, εκρηξη, εκτιμηση, ελευθερια, εμφυλιος, ενδιαφεροντα, εργα, επαγγελματα, επιρροή, επρεπε, επτα, ερχεται, εταιρεία, ευφορια, εφευρεσεις, εφημεριδα, ζωη, ζωης, ζωη μου, ιδεες, ιδια, ιδιο, εικοσι, ηλικια, ηνωμενες πολιτειες, υπηρεσια, υπηρχαν, υποθεση, ησυχια, η στροφη, υφος, θειο, καμπινγκ, καφενειο, εκδοσεις, κυβερνηση, κινηση, κυρια, κλιμα, κτιριο, κτημα, λεφτα, λεπτομερειες, λεσχη, λυπη, λύση, μαυρο, μακρια, μαλλια, μηνες, μοιρα, μυστήριο, μορφη, μπανιο, μυθιστορημα, νατο, νικη, νικο, νυχτα, νομιζα, ξανθα, ξενοδοχειο, προβάλλει, παντα, ούγια, ποιημα, οικογενεια, οκτω, ομονοια, ονομα, ουσιαστικα, παιδια, παρισι, πεδιο, ρηση, πιθανοτητες, πιλοτος, πνοη, προβατα, προβληματα, πορτα, πρωινο, πρωι, πτηση, σελιδες, σεντονια, συνεχεια, συντομα, συλληψη, σιωπη, σκυλια, σπιτι, σπυρου, σχεδιο, σχηματα, ταβερνα, τμημα, τολστοι, τολμη, τορινο, το φως, τρενο, τομ, συγγρου, φευγοντας, φυγαμε, φθινοπωρο, φυλλαδιο, φυσικο, φλεμινγκ, φοβος, φωνη, φορα, χερι, χειροτερα, χρηστος, χρωμα, χαρα, ωρες, αγωνας, αμπελια, ανω κατω, ασφαλεια, βηματα, δαφνες, δικαιωματα, δουλειες, δωματιο, ερωτησεις, για μας, ημιφως, χωρα, κακος, κειμενα, κοπελα, ξενος, μεινει, μια φορα, νοσοκομειο, νους, παιχνιδι, προυστ, σκηνη, σπυρος, ταξιδι, τραπεζα, θεια, θεματα, υλικο, βοσκος, χερια, ζωγραφος
Τυχαία Θέματα