Ο φοιτητής ιατρικής που έκανε γκριμάτσες και μιμήσεις στους φίλους του, τελικά τις έκανε για όλους τους Έλληνες

Υπάρχουν κάποιοι ηθοποιοί που μοιάζουν να γεννήθηκαν για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ακόμα κι αν ο δρόμος τους ξεκίνησε αλλού. Ο Γιάννης Γκιωνάκης ήταν ένας από αυτούς. Πριν γίνει ένας από τους πιο αγαπημένους κωμικούς του ελληνικού σινεμά, ήταν ένας νεαρός που σκεφτόταν να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας του. Στα 15 του πήγαινε ήδη στο ιατρείο, παρατηρούσε, μάθαινε και προετοιμαζόταν να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση. Όμως, η ζωή είχε άλλα σχέδια.

Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’40, όταν ως φοιτητής της

Ιατρικής περνούσε τις ώρες του διασκεδάζοντας την παρέα του με αστείες γκριμάτσες και μιμήσεις. Ένας από τους ανθρώπους που τον παρατήρησε ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος, ο σπουδαίος συγγραφέας και σκηνοθέτης που είχε το ταλέντο να ανακαλύπτει αυθεντικούς κωμικούς. Ο Σακελλάριος τον ρώτησε αν είχε σκεφτεί ποτέ να ασχοληθεί με το θέατρο, αλλά ο νεαρός τότε Γκιωνάκης απάντησε αρνητικά. Ήταν ακόμα προσηλωμένος στην Ιατρική, αλλά κάτι μέσα του είχε αρχίσει να αλλάζει.

Η απόφαση ήρθε το 1943, όταν ο πόλεμος και ο βομβαρδισμός του Πειραιά ανάγκασαν το Πανεπιστήμιο να κλείσει. Ο Γκιωνάκης βρέθηκε σε μια θεατρική παράσταση στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, παρακολουθώντας την Αγριόπαπια του Ίψεν. Η μαγεία του θεάτρου τον συνεπήρε. Εκείνο το βράδυ κατάλαβε πως το πραγματικό του πάθος δεν ήταν η ιατρική, αλλά η σκηνή. Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση: άφησε πίσω του την Ιατρική και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν και στο Ελληνικό Ωδείο. Εκεί, είχε για δασκάλους τον ίδιο τον Κουν και τον Δημήτρη Ροντήρη, δύο θρύλους του ελληνικού θεάτρου.

Δεν άργησε να ξεχωρίσει. Το φυσικό του ταλέντο στις μιμήσεις, η εκφραστικότητά του, η αφοπλιστική του αθωότητα και το πηγαίο του χιούμορ τον έκαναν αγαπητό από το κοινό. Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε στον κινηματογράφο, σε ταινίες όπως “Ο Ηλίας του 16ου”, “Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες” και πολλές άλλες που έμειναν κλασικές. Με μια μοναδική ικανότητα να παίζει με το βλέμμα, τη φωνή και τις κινήσεις του, έγινε ένας από τους ηθοποιούς που δεν χρειάζονταν υπερβολές για να βγάλουν γέλιο.

Πέρα από ηθοποιός, ήταν και ένας αυτοδίδακτος μουσικός και χορευτής. Έμαθε να παίζει πιάνο και να χορεύει κλακέτες μόνος του, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη έρεε μέσα του με φυσικότητα. Για την προσφορά του στο θέατρο και τον κινηματογράφο, τιμήθηκε με το “Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά”, ενώ το 1999 βραβεύτηκε με το Έπαθλο Αιμίλιος Βεάκης από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου.

Ο Γκιωνάκης ήταν από εκείνους τους ηθοποιούς που δεν έκαναν θόρυβο γύρω από τον εαυτό τους. Δεν διεκδίκησε τη λάμψη, αλλά έμεινε στην ιστορία γιατί το κοινό τον αγάπησε γι’ αυτό που ήταν: ένας χαρισματικός καλλιτέχνης που μπορούσε να κάνει ακόμα και την πιο απλή σκηνή αξέχαστη. Και κάθε φορά που οι ταινίες του παίζουν ξανά στις οθόνες μας, είναι σαν να επιστρέφει για λίγο, θυμίζοντάς μας την αγνότητα και τη μαγεία του παλιού ελληνικού σινεμά.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα