Τι άκουγαν για την Αμερική οι Έλληνες στα χωριά πριν 100 χρόνια και έφευγαν απο την Ελλάδα;

Τα καλοκαίρια, στις αυλές των χωριών, οι άντρες μαζεύονταν κάτω από τις κληματαριές, έπιναν κρασί και μιλούσαν. Και πάντα, ανάμεσα στις κουβέντες για τα χωράφια και τον καιρό, ακουγόταν η ίδια λέξη: Αμερική. Ήταν μια λέξη που έκαιγε, που γέμιζε ελπίδα, αλλά και φόβο. Όσοι είχαν συγγενείς που είχαν φύγει, διάβαζαν τα γράμματα τους δυνατά, λες και έλεγαν παραμύθια.

Η Αμερική, έλεγαν, ήταν ο τόπος των θαυμάτων. Εκεί, οι δρόμοι δεν ήταν χωμάτινοι και γεμάτοι λάσπη, αλλά στρωμένοι με πέτρα. Τα σπίτια δεν ήταν χαμόσπιτα με κεραμίδια που έσταζαν, αλλά πολυκατοικίες

που άγγιζαν τον ουρανό. Οι άνθρωποι δεν έτρωγαν ψωμί με ελιές και χόρτα – έτρωγαν κρέας κάθε μέρα. Και η πιο γλυκιά υπόσχεση απ’ όλες: όποιος είχε δύο χέρια και δούλευε σκληρά, δεν θα πεινούσε ποτέ ξανά.

Το πρώτο γράμμα που έφτανε σε ένα χωριό από κάποιον που είχε φύγει για την Αμερική γινόταν γεγονός. Ολόκληρη η οικογένεια μαζευόταν να το ακούσει. Μέσα σε λίγες ώρες, είχε φτάσει σε κάθε σπίτι. Ένας χωριανός, κάποιος που κάποτε όργωνε τα ίδια χωράφια, τώρα έλεγε πως έβγαζε περισσότερα λεφτά σε μία εβδομάδα απ’ όσα έβγαζε εδώ σε έναν χρόνο. Τα μάτια γέμιζαν δάκρυα, όχι μόνο από χαρά αλλά και από έναν βαθύ, αβάσταχτο καημό. Γιατί, αν αυτός τα κατάφερε, τότε τί έκαναν ακόμα εδώ οι υπόλοιποι;

Οι ιστορίες δεν είχαν πάντα μόνο χρυσόσκονη. Μαζί με τα όνειρα, έφταναν και οι φόβοι. Οι Έλληνες στην Αμερική, έλεγαν, ήταν ξένοι. Τους κοιτούσαν με καχυποψία, τους αποκαλούσαν «βρώμικους μετανάστες», τους έδιναν τις δουλειές που δεν ήθελε κανείς. Δούλευαν σε εργοστάσια που δεν σταματούσαν ποτέ, σε σιδηρόδρομους όπου μια λάθος κίνηση μπορούσε να τους αφήσει ανάπηρους, σε ανθρακωρυχεία που δεν έβλεπαν ποτέ το φως της ημέρας. Άλλοι δούλευαν σε εστιατόρια και πλυντήρια ρούχων, πνιγμένοι στους ατμούς και στην εξάντληση.

Κι όμως, κανείς δεν γύριζε πίσω. Γιατί όσο σκληρή κι αν ήταν η Αμερική, ήταν καλύτερη από την Ελλάδα που άφησαν. Γιατί εκεί δεν υπήρχε τσιφλικάς να πάρει τη σοδειά τους, δεν υπήρχε ο φόβος του χρέους που δεν ξεπληρώνεται ποτέ, δεν υπήρχε το αίσθημα πως γεννήθηκες καταδικασμένος στη φτώχεια. Στην Αμερική, όσο κι αν πονούσες, όσο κι αν πάλευες, υπήρχε η ελπίδα πως η επόμενη μέρα θα ήταν καλύτερη.

Έτσι, το κάθε γράμμα που έφτανε σε ένα ελληνικό χωριό δεν ήταν μόνο είδηση. Ήταν πρόκληση. Ήταν ένας ψίθυρος που έμπαινε στο μυαλό των νέων και τους έκανε να κοιτάζουν τον ορίζοντα αλλιώς. Ένα τρένο για τον Πειραιά, ένα καράβι για τη Νέα Υόρκη. Ένα ταξίδι που δεν ήξεραν αν θα τους έσωζε ή αν θα τους κατέστρεφε. Αλλά, το μόνο σίγουρο ήταν ότι εδώ, αν έμεναν, τίποτα δεν θα άλλαζε ποτέ.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα