«Δεκαπενταύγουστος στο Δήλεσι» του Παναγιώτη Κολέλη

20:17 6/6/2023 - Πηγή: Diastixo

Είχε μπει το καλοκαίρι, όμως υπήρχαν πολλές εκκρεμότητες που έπρεπε άμεσα να τακτοποιηθούν στην εταιρεία και το αφεντικό πήρε την απόφαση να ακυρώσει όλες τις καλοκαιρινές άδειες. Η αργία του Δεκαπενταύγουστου –φέτος έπεφτε Δευτέρα– ήταν η μόνη μας ευκαιρία για να φύγουμε ένα τριήμερο, παίρνοντας μια ανάσα από την καθημερινότητα. Ωστόσο,

κανένας δεν έδειχνε να έχει διάθεση να κανονίσει διακοπές. Πριν λίγες μέρες συζητούσαμε για πιθανούς προορισμούς και τώρα όλοι είχαν ξαφνικά παγώσει. Προσπαθώντας να σπάσω την αμηχανία, τους είπα πως θα πήγαινα στο Δήλεσι, όπου είχε σπίτι ένας φίλος μου. Δεν τους φάνηκε ιδιαίτερα εντυπωσιακό, ενώ ορισμένοι με ρώτησαν πού βρίσκεται.

Την Παρασκευή το απόγευμα τούς χαιρέτησα και κατευθύνθηκα προς τον σταθμό των τρένων. Ο φίλος μου με περίμενε στην Οινόη. Κατέβηκα και έψαξα να τον βρω ανάμεσα σε αυτοσχέδια κρεβάτια και απλωμένα σχοινιά με κρεμασμένα ρούχα, φτιαγμένα από ξένους που δούλευαν σε εργοστάσια της περιοχής.

«Τους διώχνουν συνεχώς κι εκείνοι ξανάρχονται εδώ», μου είπε. «Οι περισσότεροι μένουν πλέον σε σπίτια, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που συνεχίζουν να κοιμούνται στους δρόμους. Τα αφεντικά τούς προτιμούν επειδή είναι φθηνοί. Τους μαζεύουν το πρωί με το λεωφορείο και το απόγευμα τους φέρνουν πίσω».

Πήγαμε κατευθείαν για φαγητό σε μια ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα. Παραγγείλαμε θαλασσινά και μπίρες.

«Ωραίο είναι το Δήλεσι. Και μόνο που ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, αλλάζει όλη σου η ψυχολογία», του είπα, καθώς περιμέναμε να μας σερβίρουν.

«Το λες αυτό επειδή είναι η πρώτη σου φορά εδώ. Εγώ που το τρώω στη μάπα τόσα χρόνια, το έχω βαρεθεί», μου απάντησε. «Αν είχα χρήματα, θα πήγαινα στα νησιά», συμπλήρωσε.

Αναστέναξα, για να εκφράσω τη δυσφορία μου με την γκρίνια του, όμως εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας τσιγγάνος παίζοντας κλαρίνο και ζητώντας χρήματα, και τράβηξε την προσοχή του.

«Φύγε από εδώ, ρε γύφτο», του είπε. «Κάθε καλοκαίρι τα ίδια, ενοχλείς τον κόσμο».

Ο σερβιτόρος άφησε τα πιάτα στο τραπέζι και τον απομάκρυνε από κοντά μας.

Τα καλαμαράκια ήταν σκληρά. Φάγαμε μερικά και τα υπόλοιπα τα πετάξαμε στα γατιά που τριγυρνούσαν γύρω μας νιαουρίζοντας. Στη συνέχεια, περπατήσαμε κατά μήκος της παραλίας, σε έναν πεζόδρομο που ένωνε τη μία άκρη με την άλλη. Στην παιδική χαρά, υπήρχαν λιγοστά παιδιά που έκαναν τσουλήθρα, καθώς οι μητέρες τους τα περίμεναν αποκαμωμένες να τελειώσουν.

«Αυτό είναι όλο κι όλο το Δήλεσι», μου είπε με παράπονο, σαν να ήθελε να έχει σπίτι σε ένα πιο κοσμικό και πολυσύχναστο μέρος.

Κοίταξα τους γλάρους που πετούσαν πάνω από τη θάλασσα, ψάχνοντας για κάποιο ψαράκι, και δεν απάντησα τίποτα. Ήταν αχάριστος. Άλλοι θα έκαναν τα πάντα για να έχουν ένα σπίτι στην εξοχή, να φεύγουν το καλοκαίρι από το καμίνι της Αθήνας, και εκείνος δεν είχε σταματήσει να γκρινιάζει. Όλα τού έφταιγαν.

«Ακούς τον ήχο που βγάζουν οι γλάροι; Είναι ερωτικό κάλεσμα», του είπα, σε μια προσπάθεια να τον κάνω να χαλαρώσει και να απολαύσει τη βόλτα μας.

Χασμουρήθηκε και κούνησε το κεφάλι του μηχανιστικά. Είχα κουραστεί με τη συμπεριφορά του, σχεδόν είχα μετανιώσει που είχα έρθει. Του πρότεινα να πάμε στο σπίτι, όμως με αγνόησε προχωρώντας προς τη θάλασσα, αφού πρώτα έκανε μια στάση στο περίπτερο για να αγοράσει μπίρες. Άναψε τον φακό στο κινητό του και ξάπλωσε, ενώ το νερό ακουμπούσε τα πόδια του. Αμίλητος, έπιασε μία πέτρα και την πέταξε με δύναμη όσο πιο μακριά μπορούσε. Τον ακολούθησα κι εγώ, χωρίς να ξαπλώσω δίπλα του. Πετάγαμε πέτρες για αρκετή ώρα, ακούγοντας τον ήχο που έκαναν πέφτοντας στο νερό.

Μέσα στη θάλασσα, όχι πολύ βαθιά, κάποιος ψάρευε καθισμένος στο καΐκι του. Φορούσε τραγιάσκα στο κεφάλι και έμοιαζε μεγάλος σε ηλικία, σίγουρα πάνω από εβδομήντα.

«Κάθε βράδυ κάνει το ίδιο πράγμα, μέχρι να ξημερώσει. Δεν έχει παρέα. Είναι μόνος του, όπως εγώ», μου είπε με δάκρυα στα μάτια. «Σε ευχαριστώ που ήρθες και συγγνώμη».

Ενώ ο ψαράς έριχνε τα δίχτυα στη θάλασσα, εκείνος σηκώθηκε και με αγκάλιασε σφιχτά. Και τότε, κοιτώντας ευθεία απέναντι, είδα τον ψαρά να χαμογελάει. Το σκοτάδι γύρω μου ήταν πηχτό, όμως ήμουν σίγουρος πως ο ψαράς μάς κοιτούσε και χαμογελούσε.

O Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση· ωστόσο, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σταθερά σχετικά με το βιβλίο, το θέατρο και την πολιτική. Τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Κομμένες γλώσσες, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΨΜ (2022) και έχει αποσπάσει ιδιαίτερα θετικά σχόλια από κοινό και κριτικούς.

Keywords
Τυχαία Θέματα