Διώνη Δημητριάδου: «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή»

Στην πιο πρόσφατη ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου, η παλίμψηστη μορφή ενός Λύκου φιλοδοξεί να αποτυπώσει τη θρυμματισμένη όψη του κόσμου. Η εικόνα του τέρατος ως θύτη και θύματος δεν απασχολεί πρώτη φορά τη δημιουργό. Στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της, Ο ευτυχισμένος Σίσυφος (εκδ. ΑΩ, 2019), στο πεζό με τον τίτλο Το παραμύθι στη σπηλιά, οι δράκοι της βρίσκονταν πέρα από το καλό και το κακό, θύμιζαν τον Μινώταυρο στο Περί φυσικής της μελαγχολίας του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ (Georgi Gospodinov), παιδί που βίωσε τον τρόμο και την απόρριψη, δυστυχισμένο

δημιούργημα ενός απορριπτικού πατέρα και μιας μάνας που αμέσως μετά τη γέννα έσπευσε να το αποκηρύξει και να το εγκαταλείψει.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Αν με κοιτάς και βλέπεις ένα λύκο, τότε δεν βλέπεις εμένα, δεν βλέπεις τίποτα, είπε ο Λύκος. Στην παρούσα σύνθεση, το θηρίο δεν τρέφεται από τα φοβισμένα μάτια των ανθρώπων, ο Λύκος αν και στέκεται ξέχωρα από τους άλλους δεν παύει να αποτελεί μέρος τους, εκφράζει τις αλήθειες τους, τους εκπροσωπεί, συμπάσχει μαζί τους, μιλά τη γλώσσα τους αλλά οι σκέψεις και οι αντιδράσεις του διαφέρουν. Δεν ζει σε σπήλαια και δεν τρέφεται από τα φοβισμένα μάτια των ανθρώπων, είναι κι αυτός ένας τρομαγμένος άνθρωπος που τα χάνει μπροστά στην ανθρώπινη εξαχρείωση, που αδυνατεί να ενσωματωθεί σε μια κοινωνία που βουλιάζει στο ψέμα. Καταραμένος από τη φύτρα του, άλλοτε δανείζεται το πρόσωπο ενός σοφού κι άλλοτε ενός ημιάγριου που έχει μάθει να ανταποκρίνεται μόνο στις φωνές των ζώων της ζούγκλας. Χτυπημένος από τον νόστο εισέρχεται στον λαβύρινθο των σύγχρονων πόλεων, για να διαπιστώσει εμβρόντητος ότι οι γύρω του (όπως και ο καθ’ ομοίωσιν θεός τους) είναι πιο τρομεροί από τη δική του ανήμερη φύση.

Πώς βρέθηκα σε τούτο το αλωνάκι, με τέσσερις πλευρές χτισμένους τοίχους; αναρωτιέται αλλά δεν παίρνει απάντηση. Αποκλεισμένος από τους ομοίους του τη μέρα κλειδώνει τα θηρία στην ντουλάπα αλλά τη νύχτα αυτά δραπετεύουν και ξεχύνονται στα όνειρα, γίνονται εφιάλτες, πικρά σημάδια ενός σταυρού χωρίς σχήμα, αλλά και ζεστές φωλιές, τρυφερά φυλλώματα που σαν χέρια πρόθυμα έρχονται να επουλώσουν τραύματα και να γιατρέψουνε παλιές και καινούριες πληγές.

Ο Λύκος σε φευγαλέο πέρασμα – ας μοιραστεί τον φόβο μου, ας αναμετρηθεί αυτός με όλα τα τέρατα. Ο κόσμος διαλύεται και νέες προδοσίες επινοούνται, μα ο Λύκος, σαν άλλος ποιητής σισύφειος τρέχει να συλλάβει την εικόνα ολόκληρη και μετά να την αποσυνθέσει, ρισκάροντας το ανέφικτο: μια πανδαισία χρωματική στη χλεύη των καιρών. Πλάσμα που γέρνει να κοιμηθεί τον ύπνο τον μοναχικό και ατέλειωτο της νύχτας των ανθρώπων, καταπονημένος καλλιτέχνης που θλίβεται από την εξαχρείωση μιας πόλης που κατοικείται από άφρονες και δεν σέβεται τα ποτάμια και τις πηγές της, προχωρεί πάντα στα σκοτεινά, όχι σαν ήρωας αλλά ποιώντας τέχνη απαισιόδοξη και γυμνή, που ακονίζει νύχια δόντια και αρχινά την πιο τρομακτική του εαυτού ωμοφαγία. Σε κόντρα μόνιμη με τους «υψιπετείς», χρεώνεται με σκέψεις άθλιες από όσους ορέγονται να σπέρνουν νάρκες αφήνοντας το ποίημα ατελές, όχι στον στίχο μα στο ήθος. Έρχεται τότε να τον συνδράμει ο πιο σκοτεινός του εαυτός, με ΜΙΑΝ ΑΝΑΣΑ ΤΕΛΕΥΤΗΣ, σωπαίνοντας κι αφήνοντας τους άλλους να μιλούν, μήπως την ύστατη στιγμή και στο χαώδες του γκρεμού «πεις ως εδώ και πέσεις».

{jb_quote} Η εικόνα του τέρατος ως θύτη και θύματος δεν απασχολεί πρώτη φορά τη δημιουργό. {/jb_quote}

Εγώ κι ο Λύκος ένα πρόσωπο εκ γενετής, μια μοναξιά ασυντρόφευτη. Ο Λύκος στην ποίηση της Δημητριάδου δεν βρίσκεται στις ερημιές, είμαστε εμείς και όλοι οι έτεροι εμείς που κουβαλάμε, Δαίμονες και Αρχάγγελοι, Διγενήδες και Ζαρατούστρες, ψυχές της ανθρώπινης ζούγκλας και άγριοι Μόρφηδες του παραμυθιού, γεννήματα ενός θηρίου που μας κατανοεί, μοιράζεται τους καημούς μας αλλά δεν συνταυτίζεται.

Καθένας και μια θάλασσα, προσωπικός πνιγμός. Στην Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, τα ποικίλα και αντιφατικά κάτοπτρα που χρησιμοποιεί η ποιήτρια δεν έχουν σκοπό να συσκοτίσουν τον αναγνώστη της, αλλά να φωτίσουν και να σκιαγραφήσουν με συνέπεια τα παραμορφωμένα και πολύτροπα ραγισμένα μας προσωπεία. Κι εδώ, όπως και στα προηγούμενα έργα της, υπάρχει ένας αγώνας που η έκβασή του λίγο ως πολύ μοιάζει προγεγραμμένη, μια γκρίζα ατμόσφαιρα με τα στοιχεία της ήττας, της δυστοπίας και της αγριότητας να κυριαρχούν τόσο νοηματικά όσο και γλωσσικά, συνεπικουρούμενα από έναν άλλοτε ήπιο κι άλλοτε περισσότερο καυστικό σαρκασμό και αυτοσαρκασμό.

Ο λόγος της, χωρίς να γίνεται ερμητικός ή ακραιφνώς ελλειπτικός και περίκλειστος, καταφέρνει να οικονομεί και να επιλέγει τις εκφράσεις του με ακρίβεια, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει σε μιαν οικουμενική αλλά πολύ συγκεκριμένη απόδοση καταστάσεων και συναισθημάτων. Δεν φτιάχνει αλληγορίες και μεταφορές με αποκλειστικό σκοπό το ξάφνιασμα, αλλά για να αποδώσει καλύτερα την πολυπλοκότητα των πραγμάτων ─ σκέψεις που παρά τον καταιγισμό των συνειρμικών τους περιδινήσεων, καταγράφονται με τρόπο απλό και φράσεις με μαεστρία επεξεργασμένες και συγκρατημένες.

Στην παρούσα ποιητική της σύνθεση, διαλογική και εξομολογητική όπως και ολόκληρο το εκδομένο λογοτεχνικό έργο της, οι εννοιολογικές και εικονοποιητικές συλλήψεις είτε αποτελούν μέρος κάποιας αφήγησης είτε κάποιου νοήματος περισσότερο αφαιρετικού, δεν επιτρέπουν καμιά λυρική εκζήτηση, παρέκβαση ή χαλάρωση. Οι προτάσεις, μέσα από προφητικές, ευθύβολες ρήσεις και αινιγματικά ποιητικά περάσματα, οργανωμένες σε πενήντα εννέα επιμέρους κείμενα, κάποια με μορφή αμιγώς ποιητική κι άλλα πεζόμορφα με ελάχιστες ή καθόλου στίξεις, είναι πυκνές και άρτιες, και θα μπορούσαν ακόμη και αποσπασμένες από τον βασικό τους άξονα να λειτουργήσουν αυτόνομα και χωρίς να διαταράσσουν την πληρότητα και τη συνεκτικότητα της όλης σύνθεσης.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι με το πιο πρόσφατο πόνημά της –δέκατο στον αριθμό–, η Δημητριάδου αναδεικνύει την πείρα και το ταλέντο της, σφραγίζοντάς το με έναν στίχο έντιμου και σεμνού επαναπροσδιορισμού, δείγμα υψηλής ενσυναίσθησης: «[Αυτά μονάχα στις Γραφές/ εδώ ετούτη όσο αντέχει]». Έναν στίχο που πλαγίως φαίνεται να δίνει νέα διάσταση στην αυτοαναφορική και καταληκτική ρήση του Ευτυχισμένου Σίσυφου: «των άλλων τα γραφτά/ πάντα εκεί/ πάντα αξημέρωτα/ να μπαίνουν και να βγαίνουν/ στ’ ανείπωτα δικά μου...»

Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή
Διώνη Δημητριάδου
ΑΩ Εκδόσεις
σ. 64
ISBN: 978-618-5363-63-5
Τιμή: 11,66€

Keywords
Τυχαία Θέματα