«Η θάλασσα που ζώνει το νησί σου» της Δώρας Κασκάλη

22:35 1/9/2022 - Πηγή: Diastixo

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

Η θάλασσα δεν πάει πουθενά.
Όρια έχει, μου ’λεγες υποκριτικά.
Δες σύνορο απέναντι τη μαύρη οροσειρά.
Έβλεπες τη γραμμή του ορίζοντα
σαν μια απόκοσμη αλυσίδα.
Δεν άφησες την υγρασία της να λιώσει
τα κάγκελα που έτρεφες στην ίριδα.
Ούτε λογάριαζες το βάθος
και το ταξίδι της σταγόνας ως ψηλά.
Τη θάλασσα π’ ανάβλυζε στα μάτια σου
έκανες αλυκή
και πέταγες τ’ αλάτι σου
μέσα στου κόσμου την πληγή.

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ

Δεν επεξηγείται η ομορφιά,
κρυμμένος βράχος
όπου έχεις ονειρευτεί το σώμα σου
μέσα στο σώμα μου
–θρίαμβος της ασυνέχειας,
σχάση κι αποκατάσταση ενότητας–
τοιχογραφία εγχάρακτη στο στήθος σου
που ρυτιδώνεται, τρεμίζει
στον ασίγαστο καθρέφτη σου.
Δεν αρκεί η ομορφιά
όταν ασβεστώνεσαι με φως δανεικό
για να κρύψεις τα σκοτάδια,
την άσπαστη σιωπή
που θεμελιώνει αυτόματες χειρονομίες,
ένας μεγάλιθος για να σκαλίζεις
τις παρενθέσεις που άνοιξες εδώ και χρόνια
και ζεις εντός.

Τα τοπωνύμια, παλιά οστά,
μικροί σταυροί στα κοιμητήρια
όπου ησυχάζουν κτήτορες και περαστικοί.
Η τουριστική βουκαμβίλια πετάει ανέγνωρη
μαβιά οδόσημα στο μονοπάτι
των εραστών του Αυγούστου
που ενταφιάζουν τη στιγμή σε
smartphone με υψηλή ανάλυση.

Όσο ο ουρανός θα μεταγγίζεται
στη θάλασσα που ζώνει
το νησί σου,
εγώ θα δένω με
αιμάτινες κλωστές το δέρμα σου
θα πλήττω με την ηλεκτρισμένη κόμη μου
τα νεύρα, τις κλειδώσεις,
θα κατοικώ μοναδική κυρά
κι ακρίτας γι’ άγνωστους εχθρούς
στην Αστυπάλαια του νου σου.

ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΣΤΗΣ ΣΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ

Περπατώντας πάνω στ’ απομεινάρια
δρόμου βυζαντινού,
συλλογιζόσουν το βάρος της πέτρας
και την ελαφράδα της ύπαρξης.
Το βλέμμα σου ευλαβικά
λίχνιζε την αρχαία ύλη.
Δεν το περίμενε κανείς
ότι η ανάσα με άλλον τρόπο
θα κοπεί.
Σα νυχτερίδα γαντζώθηκε η λαχτάρα
από την κόγχη που άσπριζε.
Τα σύμβολα στο δέρμα
γέμισαν αίμα από τις σφύζουσες φλέβες.
Έσταζε το φιλί στην άκρη των χειλιών,
τα δόντια τσάκιζαν το τσόφλι της επιθυμίας
και τα κορμιά φρυγμένα από την κάβλα
κοίταζαν να κρυφτούν
μες στον Κανόνα μιας θρησκείας
και στα κομψά καμπαναριά μιας άλλης.
Μέσα στη νύχτα, φλέγονταν
επικυρώνοντας μια στυγνή συνθήκη
που ξεγελά τη σάρκα.

Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. και στο μεταπτυχιακό της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων (Στο τρένο, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010, Το μαύρο κουτί της μνήμης τους, Εκδόσεις Οκτώ, 2015), ένα μυθιστόρημα (Κάτω, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011), μία νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (Πέντε ζωές κι ένα μυθιστόρημα – Σπουδή ενός δόκιμου γραφιά, OpenBook.gr, 2012), ένα παιδικό βιβλίο (Ο γατούλης στον κόσμο, Εκδόσεις Διόπτρα, 2014) και δύο ποιητικές συλλογές (Ανταλλακτήριο ηδονών, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2014, Κάπου ν’ ακουμπήσεις, Εκδόσεις Μελάνι 2018). Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά με διηγήματα, ποιήματα και άρθρα.

Keywords
Τυχαία Θέματα