Λίλη Λαμπρέλλη: «Η μέρα που η αλεπού έγινε κόκκινη»

Όταν η ιστορία της βραβευμένης Ελληνίδας συγγραφέα και αφηγήτριας παραμυθιών Λίλης Λαμπρέλλη συναντά την εικονογράφηση της υποψήφιας για το βραβείο Hans Christian Andersen 2024, Κέλλυς Ματαθία-Κόβο, προκύπτουν βιβλία-θησαυροί, όπως Η μέρα που η αλεπού έγινε κόκκινη. Με βασική ιδέα ότι «εσύ προχωράς και μεγαλώνεις, ενώ όσοι σε πλήγωσαν μένουν πίσω μικροί», το βιβλίο συνιστά ύμνο στην ανθρώπινη δύναμη, την επιμονή και την πίστη στον εαυτό, ενώ αποδοκιμάζει τον ρατσισμό, το μίσος για το διαφορετικό, την εχθρότητα για τον Άλλο, την έλλειψη ενσυναίσθησης.

Με τον χώρο και τον χρόνο να

είναι αόριστοι (Κάποτε σε ένα μεγάλο δάσος), τον αριθμό τρία διακριτό (τρεις ασβοί, τρία γουρούνια, τρεις Μοίρες, τρεις ευχές), το φυσικό και το υπερφυσικό στοιχείο, το αίσιο τέλος και το επιμύθιο, το βιβλίο συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού.

Εν συντομία, μια γκρίζα αλεπού που απολαμβάνει την πρώτη βόλτα της στο δάσος καθίσταται θύμα εκφοβισμού από ασβούς και γουρούνια. Τα χλευαστικά σχόλια και ο σαρκασμός απέναντι στο πρόσωπό της την εξευτελίζουν και τη μειώνουν. Η ηθική και ψυχική κατάπτωση ακολουθείται από ανάταση ψυχής, ωρίμανση και δικαίωση της αλεπούς. Οι τρεις Μοίρες την ξαναμοιραίνουν, με αποτέλεσμα να μετατραπεί από γκρίζα σε κόκκινη αλεπού με φουντωτή ουρά.

Σε αυτή την υπέροχη παραμυθιακή αφήγηση προσωπικής εξέλιξης και ωρίμανσης, καίριο ρόλο διαδραματίζει η εικονογράφηση. Πώς, αλήθεια, εικονογραφείται ένα παραμύθι; Ποια στοιχεία αποδεικνύουν τον ρόλο του εικονογράφου και πόσο συμπληρωματική είναι τελικά η τέχνη της εικονογράφησης; Σύμφωνα με τον David Lewis (2001)[1], ο τρόπος επίδρασης της εικονογράφησης στο κείμενο και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση δεν συνιστούν μόνο την ουσία της αφήγησης, αλλά και ένα μέσο επιρροής του τρόπου πρόσληψης της ιστορίας από τον εννοούμενο αναγνώστη-παιδί. Ο ρόλος της εικονογράφησης συντελεί στην προσληπτική δυναμική του κειμένου νοηματοδοτώντας την αφήγηση της ιστορίας.

Ο τρόπος οργάνωσης των εικονογραφικών στοιχείων από την Κόβο αποτυπώνει την εξελικτική πορεία της ωρίμανσης ήδη από την πρώτη σελίδα των τίτλων, στοιχείο που εντοπίζεται στα περισσότερα σύγχρονα εικονοβιβλία.[2] Η γκρίζα αλεπού ακολουθεί μια κόκκινη ατελή κλωστή, το νήμα της ζωής της και της πορείας της που πλέκουν οι Μοίρες. Στο πρώτο σαλόνι της ιστορίας, η κλωστή τυλίγεται γύρω από το πρώτο κεφαλαίο γράμμα της λεκτικής αφήγησης, υποδηλώνοντας έμμεσα τη διαλληλία εικόνας και κειμένου. Πολλά σαλόνια μετά, η κόκκινη κλωστή τυλιγμένη στα πόδια των Μοιρών συνιστά κομβικό σημείο για την πορεία της αλεπούς προς την ωριμότητα. Οι Μοίρες του δάσους, που δεν απεικονίζονται ως γυναικείες μορφές, αλλά ως άυλες μορφικές οντότητες «που πάνω στα χαμηλά κλαδιά του δέντρου κουνούσανε τα πόδια τους», θα «ξαναμοιράνουν με μια ευχή η καθεμιά» τη μικρή γκρίζα αλεπού. Το κόκκινο νήμα, τυλιγμένο στο κλαδί ενός δέντρου ή στην ουρά της αλεπούς, άλλοτε έντονα διακριτό στοιχείο και άλλοτε διακριτική ή αφανής λεπτομέρεια, αποδεικνύει ότι η Κόβο, ως «παντογνώστης εικονογράφος», βρίσκεται μέσα στην ιστορία και παρακολουθεί την πορεία της αλεπούς από την ημέρα της χλεύης έως την ωρίμανση και την αυτογνωσία.

{jb_quote}Το βιβλίο συνιστά ύμνο στην ανθρώπινη δύναμη, την επιμονή και την πίστη στον εαυτό, ενώ αποδοκιμάζει τον ρατσισμό, το μίσος για το διαφορετικό, την εχθρότητα για τον Άλλο, την έλλειψη ενσυναίσθησης.{/jb_quote}

Θάρρος, γενναιότητα, περηφάνια, ομορφιά, εξυπνάδα συνθέτουν την παλέτα των ευχών που επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητα της αλεπούς. Στο τέλος, όπως σε όλα τα παραμύθια, ο πιο αδύναμος αρχικά αποδεικνύεται ο πιο ισχυρός. Η ανακατασκευή του χαρακτήρα της αλεπούς, που συνοδεύεται και από αλλαγή των εξωτερικών χαρακτηριστικών, δεν είναι ανεξάρτητη από τον επανακαθορισμό του ρόλου και των χαρακτηριστικών των άλλων ζώων.

Εμβαθύνοντας στην εικονογραφική τεχνική, αποκαλύπτονται πτυχές του προσωπικού παρελθόντος της Κόβο και της σχέσης της με τη μελανή ιστορία του Ολοκαυτώματος. Ως επιζήσασα δεύτερης γενιάς, η πολιτικοποίηση των σκίτσων της αναδεικνύει τις κειμενικές ενδείξεις με τρόπο μοναδικό. «“Βρομοκοπάει ολόκληρο το είδος σου ή μονάχα εσύ;” ρώτησε σκύβοντας πάνω της εκείνος που έμοιαζε να έχει πρόθεση επιστημονική». Οι μαύρες μπότες και τα μαύρα καπέλα, στρατιωτικά σύμβολα επιβολής του νόμου, παραπέμπουν συνειρμικά στο ναζιστικό καθεστώς, στηλιτεύοντας την πολιτική των Ναζί για την ευγονική και τις φυλετικές διακρίσεις. Παρόμοια απεικόνιση με μαύρες τρακτερωτές μπότες συναντάται και στο εικονοβιβλίο Benno and the Night of Broken Glass, που αναφέρεται στη Νύχτα των Κρυστάλλων. Εμφανή ναζιστικά σύμβολα δεν είναι απαραίτητα για να αιτιολογηθεί η επιλογή της Κόβο να αφιερώσει ένα διπλό σαλόνι στην απεικόνιση της μπότας και την κλοτσιά που φέρεται να δίνει στην γκρίζα αλεπού. Σύμβολο ισχύος, υπεροχής και εκφοβισμού, η μεγάλη μαύρη μπότα, που καλύπτει σε έκταση το μισό σαλόνι, λειτουργεί αντιθετικά και αντιπαραβάλλεται με τη μικρή, αδύναμη και αβοήθητη αλεπού.

Η ικανότητα της Κόβο να επεμβαίνει διακριτικά στην αφήγηση προσθέτοντας έντεχνα στοιχεία της προσωπικής ταυτότητας στην εικονογράφηση προσφέρει μια άλλη δυναμική στο κείμενο. Εξάλλου, ένα καινοτόμο χαρακτηριστικό που έχει καθορίσει την εικονογράφο είναι η προσθήκη αντικειμένων ή στοιχείων που δεν έχουν καμιά σχέση με την ιστορία. Στον εν λόγω βιβλίο, το μικρό κοριτσάκι με το κοντό κόκκινο φόρεμα, τα μαύρα παπουτσάκια και τα δύο κοτσιδάκια στα μαλλιά αποτελεί μια εικονογραφική κατασκευή-έκπληξη. Ξαφνιάζει ευχάριστα στην πρώτη σελίδα τον μικρό αναγνώστη και γεννά απορίες και στον ενήλικα αναφορικά με τον λόγο ύπαρξης αυτής της ανθρώπινης φιγούρας μέσα στον κατεξοχήν χώρο του δάσους. Ο παραμυθιακός κόσμος, όμως, της Λαμπρέλλη επιτρέπει τη διαπλοκή του μαγικού ρεαλισμού με τον ανθρώπινο και ζωικό κόσμο.

Με την καταληκτική φράση «ήμουνα κι εγώ εκεί μ’ ένα κόκκινο βρακί» ολοκληρώνεται η κειμενική αφήγηση. Όχι όμως και η εικονογραφική. Στο τελευταίο σαλόνι, η Κόβο προσθέτει στοιχεία της δικής της σχολικής ζωής απεικονίζοντας τον εαυτό της να κοιμάται στο θρανίο εν ώρα μαθήματος μαζί με όλα τα ζώα-πρωταγωνιστές της ιστορίας που παρακολουθούν το μάθημα στην ίδια σχολική τάξη, κατακρίνοντας με αυτόν τον τρόπο έμμεσα τον σχολικό εκφοβισμό. Παράλληλα, με την απεικόνιση του μαυροπίνακα, της κιμωλίας και της σχολικής αίθουσας προτείνει και την παιδαγωγική αξιοποίηση του βιβλίου στη σχολική τάξη, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την ανταπόκριση των παιδιών στους συμβολικούς μηχανισμούς του βιβλίου και στη διαλληλία εικόνας και κειμένου, αποκαλύπτοντας συνδέσεις της ιστορίας με τη δική τους ζωή και ταυτότητα.

Η μέρα που η αλεπού έγινε κόκκινη, όπως κάθε παραμύθι της Λαμπρέλλη, με φυσικότητα, απουσία διδακτισμού και λαϊκή σοφία, πετυχαίνει να ανατρέψει ακόμα και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για τα ζώα. Συνιστά, όμως, και παράδειγμα καλλιέργειας του οπτικού γραμματισμού εφιστώντας την προσοχή των μικρών αναγνωστών σε στοιχεία και λεπτομέρειες που αναδεικνύουν τα κειμενικά και εικονογραφικά στοιχεία που συνέχουν τη λογοτεχνική αφήγηση.

[Η Γεωργία Καραντώνα είναι υποψ. Διδάκτωρ Παιδικής & Εφηβικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Lewis, D. (2012). Reading contemporary picturebooks: Picturing text. London: Routledge.
[2] Nikolajeva, M., & Scott, C. (2013). How picturebooks work. London: Routledge.

Η μέρα που η αλεπού έγινε κόκκινη
Λίλη Λαμπρέλλη
εικονογράφηση: Κέλλυ Ματαθία-Κόβο
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 32
ISBN: 978-960-16-8975-3
Τιμή: 12,90€

Keywords
Τυχαία Θέματα