Με δανεικό μολύβι

«Δεν πετάμε ό,τι παλιώνει» γράφει σ’ έναν στίχο της η Κλεονίκη Δρούγκα, αναγνωρίζοντας την ακριβή θέση λέξεων, φράσεων, ξεχασμένων συναισθημάτων, πραγμάτων που σκέβρωσαν στον χρόνο. Γιατί η ποίηση όπως κι η ζωή τα χρειάζεται, τ’ ανανεώνει, τους ξαναδίνει πνοή και κάπως έτσι προκύπτουν τα νέα έργα που έρχονται να ταράξουν τη γαλήνη του αναγνώστη: σήμερα απ’ το πρωί/ την ησυχία των χαρτιών ταράζω/ τις σκέψεις συμμαζεύω/ στα βαθουλώματα κυμάτων τα πάθη/ ξεδιπλώνω/ στη θέση των παλιών πληγών/ βάλσαμο βάζω/ τα χλωρά με τα

χλωρά/ τα ξερά όλα έξω./ Μια τακτοποίηση κάνω/ σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα («τακτο-ποίηση»).

40 ποιήματα περιλαμβάνει η νέα, 3η ποιητική συλλογή της, εκ των οποίων τα 6 πεζόμορφα αποτελούν τις εισαγωγικές ενότητες των έξι προσεκτικά ταξινομημένων κεφαλαίων. Κάθε ποίημα βρίσκεται ακριβώς στη θέση που του αρμόζει αποτελώντας μια σφιχτή ενότητα με τα υπόλοιπα. (Τίποτε δεν γίνεται τυχαία.) Ήδη από το Οκλαδόν με τον χρόνο η Δρούγκα έχει αποκτήσει το αναγκαίο ποιητικό της στίγμα/γνώρισμα, σημάδι ότι η γραφή της έχει ταυτότητα. Κι αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο στην ποίηση. Οικονομία και περίσκεψη, καλά δουλεμένοι στίχοι, κάθε λέξη κατανέμεται εκεί που πρέπει με συναίσθηση και σοβαρότητα. Η Δρούγκα ξέρει πως η ποίηση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και το αποδεικνύει και στα τρία βιβλία της. Δεν γράφει για να εκφραστεί, αλλά για να εκφράσει: Για σένα γράφω/ για σένα, ναι/ και για σένα/ και για μένα, ναι./ Για μένα γράφω. Και βέβαια δεν μπορεί παρά να μιλήσει για τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο (μετρώντας απουσίες: βλ. «μπροστά στο δίλημμα») με την ιερότητα που τους αρμόζει.

Να επισημάνουμε στην παρούσα συλλογή την αναφορά της στις Χαμένες Πατρίδες βλ. την τελευταία ενότητα, «το αίμα μου είναι»: Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, πως στις φλέβες μου κυλά η γιαγιά από την Τραπεζούντα, ο πεθερός απ’ την Πόλη, ο παππούς της Μαίρης απ’ τη Σμύρνη και όλοι τους περιμένουν καρτερικά να μου μιλήσουν, τον πόνο τους να ξομολογηθούν, κείνες τις μέρες με φως να ζωντανέψουν, τότε που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα και δεν την άφηνε να βγει, κι ύστερα για του δρόμου τη σκόνη να πουν, τις πέτρες που τους πλήγωσαν τα πόδια, το αλμυρό νερό που τους κάλυψε και νιώθω πως αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος μου κι είναι το αίμα μου και γεμίζει ζωή τη ζωή μου. Και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Πόντος ωτία και δάκρυ» [βλ. τα ωτία (αυτιά), που γίνονται γλύκισμα στην ποντιακή κουζίνα] ας σταθούμε στον δραματικό στίχο: «Αυτός ο Πόντος με τόσο νερό δεν/ φεύγει από πάνω μου».

Κι αυτό είναι το γνώρισμα της ποίησής της: να αποφορτίζει με πράγματα της καθημερινότητας, απλά, συνήθη, τη δραματοποιημένη γραφή της. Λίγο πριν τρέξει το δάκρυ με ένα ευφυές παιχνίδισμα της γλώσσας, μια αναδιάταξη των λέξεων και των ήχων μέσα στους στίχους καταφέρνει να το αποσοβήσει με ένα τέχνασμα. Άλλωστε, τα δύσκολα για να τα αντέχεις χρειάζονται να λέγονται ανάλαφρα. Ή απλώς υπαινικτικά (βλ. «αποστολή»): Μπλε τα νερά της Σμύρνης/ τις νύχτες γκριζάρουν/ βγάζουν λυγμούς ψιθυριστά/ με μάτια πρησμένα/ σπάνε τη μνήμη κομμάτια/ τον τόπο γεμίζουν πληγές/ τσούζουν οι πληγές σαν μπαίνουν στ’ αλάτι. […] Έδεσα κόμπο την αποστολή/ κι όταν στη Σμύρνη βρέθηκα/ κι ετοίμαζα την μηχανή είδα/ τα φύκια παραμέρισαν/ καλύτερα να φαίνεται ο βυθός.

Μπορεί το σενάριο κι η κινηματογραφική λογική να λειτουργούν στην εικονοποιία της ποιήτριας, στην εστίαση του φακού, στο κοντινό πλάνο (σε πολλά κοντινά πλάνα που συνθέτουν το όλον της συλλογής). Μετά όμως ακολουθεί ο ρυθμός, η μουσικότητα του στίχου, το περιεχόμενο της γραφής, η έκπληξη. Ένα δείγμα: «Μια κουρτίνα ανοίγει, μπαίνει φως. Θέλω στο φως να μείνω μπας και με αθωώσω».

Μένει προς διερεύνηση η σχέση της Δρούγκα με την Κική Δημουλά και το γένος της γραφής της, αν δεχτούμε ότι υπάρχει μια κάποια διαφοροποίηση στη γραφή.

Με δανεικό μολύβι
Κλεονίκη Δρούγκα
Εκδόσεις Μανδραγόρας
64 σελ.
ISBN 978-960-592-181-1
Τιμή €10,60

Keywords
Τυχαία Θέματα