«Ο ήχος του σώματος» του Ιωάννη Ψάρρα

Πρώτα ξαπλώνει ο αιθέρας, γαλάζιος από τον δρόμο κιόλας.
Μετά έρχεται το σώμα, με νοσταλγία.
Δεν πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερος νόστος από την επιστροφή στο κρεβάτι.
Μεγίστη και πριν ακόμη και από τον τροχό εφεύρεση των ανθρώπων.
Πάντα είναι μεσημέρι, ένα μαυλιστικό, μυρωδικό, αραβικό μεσημέρι, με λυσιμελή αέρα.
Νωχελικό και ξυπόλυτο, το σώμα αυτό, ν’ ανηφορίζει στα σοκάκια τη χωματένια σιωπή του, πριν μπει στην πόρτα.
Πάντα ξύλινη, μ’ εκείνη τη μαύρη πετούγια να τρίζει.
Δροσιά, εκείνη τη δροσιά που μυρίζει ώχρα, ασβέστη κι άχυρο.
Λευκό σεντόνι, σκέτο.
Λυγίζουν

τα γόνατα, το δεξί χέρι κρατάει, τρίζει το ξύλο γλυκά, ήχος υποδοχής, φιλικός ήχος επιθυμίας, δεκτικός· καλωσόρισμα.
Τα μέλη που αν τα ενώσεις φτιάχνουν τη Γη, δίνουν το σχήμα και βουλιάζουν αργά.
Μια κλίση όλης της ύπαρξης και μια ασφαλής πτώση προς το βέβαιον κενόν, μ’ ένα αααχ που έρχεται από τη μνήμη την παλιά, πως το άλφα δεν είναι ούτε φωνήεν, ούτε σύμφωνο, είναι αέρας που ενώνει τα πάντα, και το χι, θα έπρεπε να του έχει γίνει η τιμή να είναι το τελευταίο γράμμα στα αλφάβητα του κόσμου.
Απλώνονται τα πόδια και τα χέρια απαλά αγγίζουν την κοιλιά.
Ακούς πρώτα τα χρώματα.
Την άλλη φορά είχε μείνει στο πορτοκαλί.
Τώρα ένα απαλό πράσινο αναδύεται.
Ο ήχος του είναι της καρδιάς.
Απλώνεται παντού.
Σηκώνεται μια και μετά πέφτει κι όπως ένα ματοτσίνορο, θορυβεί μες στο απέριττο.
Κάτι κόκκινο με σιωπές άμμου έρχεται από τα πέλματα.
Ένα ιώδες από την κεφαλή, σαν φλοίσβος δειλινού στη Μύρινα, πάει κι έρχεται στο λαιμό.
Λευκό στα χέρια και στους μηρούς και ουράνια τόξα, ελάχιστα, να βηματίζουν τα τριάντα τρία σκαλοπάτια, σα σε ξύλινη σκάλα μέχρι το πάνω πάτωμα.
Να πάλι το γαλάζιο, απ’ τα βλέφαρα, ανασαίνει μέσα στους βολβούς με ευωδία και θρόισμα ευκαλύπτου και κάθεται αναπαυτικά μ’ ένα μειδίαμα παντού.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ήρθα γι’ αυτό.
Δίχως φόβο.
Για έναν υπνάκο μεσημεριανό, μες στη χλιδή του θέρους.
Ήρθα γι’ αυτό.
Το σώμα αυτό, κατακαλόκαιρο ν’ αφουγκρασθώ.
Γι’ αυτό ήρθα.
Για τη νωχέλεια ενός κορμιού, που τη νύχτα του και τη μέρα του, τις ένωσε στην έγχρωμη σιγή μιας αναμένουσας μεσημεριανής κλίνης.

Ο Ιωάννης Ψάρρας γεννήθηκε στην Νέα Κούταλη της Λήμνου το 1955 από γονείς Μικρασιάτες. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, 1983-2016, το δοκίμιο Το ιερό στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, 2002, Το βλέμμα, διηγήματα, 2021. Ίδρυσε το 1995 τον χώρο πολιτισμού και έρευνας Σύνθεσις και διευθύνει τον εκδοτικό οίκο Σύνθεσις.

Keywords
Τυχαία Θέματα