«Ο ήλιος φώτιζε στους δρόμους» του Χρίστου Κρεμνιώτη

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Ο ήλιος φώτιζε, στο χολ, ένα αγόρι – και το έντυνε
με φως γεμάτο
απ’ όλων των μελλούμενων καημών τα φωτοστέφανα

έπαιξε με
τα όνειρα έπαιξαν
μαζί του.

Ο ήλιος φώτιζε, στους δρόμους, έναν άνδρα – και τον έντυνε
με φως κενό
άδειο απ’ όλων του των ημερών τα ξημερώματα

έφτυνε στις παλάμες, άλειφε το πρόσωπό του,
μαλάκωνε τα γένια και τα ξύριζε γυμνός
ενώ οι καθρέφτες των αυτοκινήτων
κοίταζαν


στα μάτια του
να προσπερνάς γεμάτος αυταπάρνηση.

Ο ήλιος φώτιζε. Απλώς.

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΜΠΛΕ ΤΟΥ ΧΟΚΟΥΣΑΪ

Πώς προφητεύει
μνήμες η νεροποντή
και πλημμυρίζει

τα μελλούμενα
με θαμμένες ημέρες…

ΥΜΕΝΑΙΟΣ

Οι σκουπιδιάρες είχαν λιτανεία το ξημέρωμα
και κάθε τόσο, πίσω τους, σταμάταγε το Ι.Χ.

Έσμιγε η μπόχα με την υγρασία του πρωινού.

Τυχαίο σπέρμα
θήρεψε μέλλον

Μουσκίδι η θέση του συνοδηγού – «ρήξις υμένων».
Και στο βολάν, βλαστήμιες που δεν το ’καναν κιμά.

Στις λάσπες των δρόμων
έπεφταν κομμάτια ηλιαχτίδες
και σκιές ξέφρενων δένδρων.

ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΟ

Το αυτοκίνητο το έκαναν κομμάτια τα πρεζάκια.
Ούτε ένα δίφραγκο· ούτε λεπτό παραίσθησης απόψε.

Σάμπως αλλιώς ρημάζουν κι οι ψυχές; Ανοίγεις:
ούτε ένα νόημα. Και να οι χαρακιές.

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ μέντορι Θεού

Θώπευε με ιεροπρέπεια τη γενειάδα του κοιτώντας
το υπόλοιπο στο ΑΤΜ να αυξάνει κι έπειτα
βάδιζε, τα μεσάνυχτα συνήθως,
με του σκεπτόμενου τους μορφασμούς
προς κάτι εικοσιτετράωρα παντοπωλεία
που τα καταύγαζε ένα φως νεκροτομείου –
βέβαια δίχως των πτωμάτων την οσμή
να κάνει να αστράφτει μες στο νου λιγάκι αλήθεια,
κάτι, στη στάχτη του θανάτου των βλεμμάτων.
Μονάχα οι συσκευασίες λαμπυρίζανε.
Μπεκρήδες αυνανίζονταν κοιτώντας τη βιτρίνα
βρομούσε ο καημός αλκοόλ
σαν όνειρο που το ψοφίμι του όζει
μα το γλυκοφιλάς σαν να ’ναι ακόμη εφικτό.
Κακοβαμμένη και με νύχια υπερμεγέθη, ψεύτικα, η ταμίας
πωλούσε βρεφικές τροφές, καπότες
κι αυτός ζητώντας τον καπνό του
κοιτούσε την κατάντια της κρατώντας
στον νου του σημειώσεις για το μέλλον του ανθρώπου.
Είχε στο στόμα τον Θεό – ιδανικό υπογλώσσιο.
Μάλιστα κάποιες Κυριακές, παπάδες που δεν βάσταγαν
άλλοι να ξέρουν άριστα τις επιστήμες μα
να αγιάζουν κάτι αναλφάβητοι,
τον αμολούσαν κάπου στον σολέα να συρίζει –
λόγια με δόλιο σπαραγμό
γεμάτο απαξίωση, φιλοσοφώντας
για τέτοια πράγματα σαν την ταμία, ενώ
τα σάλια του πετάγονταν στα πόδια του Χριστού
στεγνώνοντας ασκούπιστα επάνω στην εικόνα.

Κάποτε μάλιστα, για χρόνια,
ζούσαν σε διπλανά διαμερίσματα.
Μικρό κορίτσι τότε κι όμως
μέρα με την ημέρα αγρίευε.
Θώπευε με ιεροπρέπεια τη γενειάδα του κοιτώντας
και απαξίωνε που ασχήμαινε, γδυνότανε, κουνιόταν.

Τη βίαζαν πατέρας και δυο γείτονες.

Κι αν για το μνήμα βρίσκεις απρεπή
αυτά που γράφτηκαν επάνω
στο μάρμαρο του στοχαστή, ας ξέρεις:
ο γάτος που ψεκάζει κάτουρο και σπέρμα
το όνομά του σαν περνάει από τον τάφο
συχνότερα, να ξέρεις, τον θυμάται
απ’ τον Θεό που σαν γατί
στην αγκαλιά του κοριτσιού κοιμάται.

[ Από το υπό σύνθεση έργο Λύματα ]

Ο Χρίστος Κρεμνιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Ώριμο σπέρμα (Εκδόσεις Πλανόδιον, 2008), Εφηβεία του μπλε (Εκδόσεις Οδός Πανός, 2009), Γεωμετρία της νήψης (Εκδόσεις Φρέαρ, 2015), Το αδιαχείριστο του απείρου (στο: Μίτος αιφνίδιος. Η μοναξιά, που εξέδωσε με τους Γιάννη Στεφανάκι και Κώστα Ριζάκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016).

Keywords
Τυχαία Θέματα