«Σαν σε όνειρο» της Τούλας Ρεπαπή

Σαν σε όνειρο μακρινό, βλέπω τον εαυτό μου να παντρεύεται. Νομίζω πως ήταν χθες. Κι όμως, πέρασαν τόσα χρόνια…

Σαν σε όνειρο, βλέπω τον εαυτό μου και τότε που ’μουν παιδάκι. Τότε, που κανείς δεν δεχόταν να γίνει νονός μου. Όλοι ήθελαν να βαφτίσουν την ξανθή, με γαλανά μάτια, μικρή αδελφή μου.

Σαν σε όνειρο θυμάμαι εκείνον τον άγνωστο κύριο, που μου ’φερε το τόπι μου πίσω και με ρώτησε: «Πώς σε λένε;». Κι εγώ, με μια δόση παράπονου και γέλιου, του απάντησα: «Δεν έχω όνομα. Κανείς δεν θέλει να με βαφτίσει». Τότε με ρώτησε πού είναι το σπίτι μου, με πήρε από το χέρι, με πήγε

στη μάνα μου και είπε πως θέλει να γίνει ο νονός μου. Η μάνα μου δέχτηκε και έτσι βαφτίστηκα, Μαρία. Το όνομα της μάνας του. Έκτοτε δεν τον ξαναείδαμε. Λες κι είχε βρεθεί στον δρόμο μου εκείνη την ημέρα, για να μου δώσει ένα όνομα.

Σαν σε όνειρο έρχονται στο μυαλό μου και τα χρόνια που κύλησαν. Το σκούρο χρώμα στο δέρμα, στα μαλλιά και τα μάτια μου δεν μου έδινε καμία λάμψη. Όμως εγώ αντιστεκόμουν. Ήμουν πάντα χαμογελαστή και ευχάριστη προς όλους. Έτσι έσβηνα το αποτέλεσμα της όψης μου. Νόμιζαν πως ήμουν αυτό που έβλεπαν. Πως ήμουν ευτυχισμένη και πως τα είχα όλα. Δεν είχα τίποτα. Απλώς δεν ήθελα να το ξέρουν μήπως και απομακρυνθούν. Μήπως και τους χάσω. Μήπως και μείνω μόνη. Έτσι μεγάλωσα, χωρίς ποτέ να δουν όσα είχα μέσα μου. Και αυτό, ενώ το έκανα για να μην είμαι μόνη, μ’ έκανε να νιώθω περισσότερο μόνη. Νιώθοντας δε πάντα ένα παιδί, παρέμεινα ένα παιδί που δεν ωρίμασε ποτέ.

Σαν σε όνειρο μου φαίνεται κι η ημέρα που συνάντησα εσένα. Είχα κατέβει στο λιμάνι και το καράβι μόλις είχε δέσει. Κόσμος, βαλίτσες, αυτοκίνητα, ξεχύνονταν από μέσα του άτσαλα και βιαστικά, να προλάβουν να τακτοποιηθούν και να απλωθούν στις παραλίες του νησιού μας. Κατακαλόκαιρο. Ο ήλιος έκαιγε. Ο κόσμος που έβγαινε, σαν να μ’ έσπρωχνε, σαν να με οδηγούσε στο περίπτερο εμπρός μου. Σταμάτησα, όταν έπεσες επάνω μου. Ο φίλος σου –ο Κώστας– κι εγώ σε συγκρατήσαμε για να μη σωριαστείς. Μου χαμογέλασες, μ’ ευχαρίστησες και στράφηκες προς τον Κώστα λέγοντας: «Το γραφείο της Parostravel είναι προς τα κει». Μόλις το άκουσα, σου είπα πως δίπλα μένω και μπορώ να σας καθοδηγήσω. Όταν φτάσαμε, με ευχαρίστησες για μια ακόμη φορά και χωρίσαμε. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόσουν στην Πάρο.

Σαν σε όνειρο θυμάμαι πόσες φορές ήρθες και πάντα συνέβαινε τυχαία να συναντιόμαστε, μέχρι που αρχίσαμε να το κανονίζουμε. Η συνεργασία σου με το ταξιδιωτικό γραφείο σ’ έφερνε συχνά στο νησί μας και μαζί με τον συνεταίρο σου τον Κώστα είχαμε γίνει μια ευχάριστη παρέα.

Σαν σε όνειρο θυμάμαι, όταν στο τηλέφωνο μου είπες πως την επομένη θα ερχόσουν και θα ήσουν επιτέλους μόνος. Πάντα αισθανόμουν την παρουσία του Κώστα περιττή. Όμως, δεν τολμούσα να το πω. Έδειχνα αυτό που ήξερα. Χαρούμενη κι ανενόχλητη.

Πέρασαν κάποιοι μήνες έτσι. Ερχόσουν συχνά στο νησί κι έδειχνες πως κάτι περισσότερο ένιωθες, αλλά ήμαστε και οι δυο τόσο άτολμοι. Μέσα μου είχαν φουντώσει όλα. Έρωτας, επιθυμίες, όνειρα, πόθοι. Ο Κώστας ήταν μαζί σου τις πιο πολλές φορές, όμως αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο και, κάποια στιγμή που μείναμε μόνοι, με τράβηξες από το χέρι, με φίλησες και μου είπες πως μ’ αγαπάς και πως θέλεις να παντρευτούμε.

Σαν σε όνειρο θυμάμαι, όταν ήρθες στη μητέρα μου. Δέχτηκε αμέσως. Εκείνο το βράδυ, ορίσαμε και την ημερομηνία. Πού αλλού τέτοια τύχη! Κάποιος, το μαυροτσούκαλο, εμένα, ήθελε να το παντρευτεί! Εκείνο το βράδυ το περάσαμε με την οικογένειά μου. Την επόμενη ημέρα έφυγες λέγοντας πως θα επέστρεφες σ’ έναν μήνα. Ακριβώς δυο μέρες πριν τον γάμο.

Το ’μαθε όλο το νησί. Αυτό το ασχημόπαπο, το μαυροτσούκαλο, εγώ, θα παντρευόταν σε λίγες μέρες. Θα έπαιρνε έναν Αθηναίο, ταξιδιωτικό επιχειρηματία. «Τι τύχη!» λέγαν όλοι. Οι προετοιμασίες του γάμου άρχισαν να γεμίζουν την καθημερινότητά μου, ενώ τα αισθήματα φούντωναν μέσα μου και η επιθυμία μου να χωθώ στην αγκαλιά σου μου γέμιζε τη σκέψη και τα όνειρα.

Σαν σε όνειρο θυμάμαι την ημέρα του γάμου μας. Εσύ με τον Κώστα μένατε στο ίδιο ξενοδοχείο, όπου μείνατε από την πρώτη μέρα. Από την ημέρα που πέσαμε κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Από εκεί θα ετοιμαζόσαστε κι οι δύο. Ο Κώστας θα ήταν ο κουμπάρος. Θα σε συνόδευε στην εκκλησία. Εγώ θα ερχόμουν με τη μητέρα μου. Είχα ξυπνήσει από πολύ πρωί. Δεν ξέρω αν είχα κοιμηθεί καθόλου. Κάτι φτερούγιζε και ταυτόχρονα έσπαγε μέσα μου. Αγωνία, φόβος, απειρία, είχαν εκτοπίσει τη χαρά, την επιθυμία και τον πόθο. Όμως ναι, το ήθελα πολύ ν’ αγκαλιαστώ, να κοιμηθώ μαζί σου. Δεν είχε γίνει μέχρι τώρα.

Σαν σε όνειρο θολό θυμάμαι την τελετή. Δεν κατάλαβα πότε έγινε, πότε σταμάτησε το ρύζι να πέφτει πάνω μας, πότε χαιρετήσαμε τον κόσμο. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε μέθη. Με κρατούσες από το χέρι συνεχώς κι ήταν η πρώτη φορά που δεν αισθανόμουν μόνη. Κι όταν όλα τελείωσαν, με οδήγησες στο δωμάτιό μας. Είχες κρατήσει ένα και για εμάς, δίπλα σε αυτό που μένατε πάντα με τον Κώστα. Η απειρία και η συστολή μου μ’ έκαναν άτσαλη κι αμήχανη. Όμως, όλα υποχώρησαν στα φιλιά και στα χάδια σου. Στην αγκαλιά σου γνώριζα έναν άλλο κόσμο. Αφέθηκα. Και ξαφνικά, ένιωσα και μια άλλη αναπνοή στο μάγουλό μου. Ήταν ο Κώστας! Τότε, μου ψιθύρισες: «Ναι, αγάπη μου, θα είμαστε πολύ ευτυχισμένοι και οι τρεις!»

Δεν ξέρω πότε ντύθηκα και πώς έφυγα, ξέρω πως ξυπόλυτη και με τα τούλια επάνω μου έτρεχα στους δρόμους μέχρι που έφτασα στο σπίτι μου. Οι δικοί μου όταν με είδαν αντίκρισαν ένα φάντασμα. Εμένα! Κι ήμουν εκεί, στο πατρικό μου, με λίγα χάδια και φιλιά ακόμη επάνω μου, ανέγγιχτη, όπως ήμουν και την προηγούμενη μέρα του γάμου μου.

Από το νησί έφυγα το ίδιο πρωί και δεν ξαναγύρισα. Όλοι έλεγαν: «Το μαυροτσούκαλο, η νύφη της μιας ημέρας!»

[Έμπνευση από τις σελίδες 818-821 του μυθιστορήματος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ του Ντίκενς, μτφρ. Άρης Σφακιανάκης – Ηρώ Σκάρου, εκδ. Κέδρος, 2022]

Keywords
Τυχαία Θέματα