«Συγγνώμη» της Ντίνας Σαρακηνού

20:17 6/6/2023 - Πηγή: Diastixo

Αν και ήταν ξύπνιος από τις τέσσερις το πρωί, δεν άνοιγε την τηλεόραση, παρά περίμενε στωικά να ακούσει το καροτσάκι της νοσοκόμας, με τον στρυφνό ήχο να σταματά ακριβώς έξω από το δωμάτιό του, στις εξίμισι. Αυτές τις δυόμισι ώρες παρέμενε να κοιτά την κουρτίνα του μισοκλεισμένου παραθύρου, μια καφετί-κόκκινη με ρίγες ανοιχτόχρωμες, οι οποίες άφηναν το φως να διαθλάται στο δωμάτιο σε παραλληλόγραμμα. Όταν το παραλληλόγραμμο πλέον θα φώτιζε τη φωτογραφία της εγγονής του στον τοίχο ψηλά, γνώριζε ότι ήταν θέμα

λεπτών να ξυπνήσουν όλοι για το πρωινό.

Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, θα τον βοηθούσαν να εκτελέσει τις ίδιες κινήσεις. Η νοσοκόμα θα άνοιγε διάπλατα τις κουρτίνες, να μπει το φως της αυγής στο δωμάτιο, θα του ανασήκωνε με τον μηχανισμό την πλάτη του κρεβατιού και θα του έφερνε ένα δίσκο μπροστά του, στο ύψος της καρδιάς, με το πρωινό του και τρία χάπια, σαν να δηλώνεται αφηρημένα ο στόχος τους.

Μετά από τις σύντομες καλημέρες, θα τον άφηνε στο δωμάτιο με την πόρτα ανοιχτή, καθισμένο πλέον στο κρεβάτι παρέα με τις πρωινές εκπομπές της τηλεόρασης ή θα τον προέτρεπε επίμονα να παρακολουθήσει ένα σίριαλ. Αρκείται, και κατευνάζεται η τρίτη ηλικία στην παρακολούθηση της ζωής των άλλων, έστω και ως φτηνιάρικη μυθοπλασία, και αυτό το ήξεραν εκείνοι που τον είχαν φυλακισμένο, πολύ καλά. Όμως αυτά δεν ήταν γι’ αυτόν, αυτός είχε άλλα σχέδια στα ογδόντα εννέα του, σχέδια που δεν τον άφηναν να κοιμηθεί τα βράδια.

Κατάπιε τα χάπια και μάσησε μια μπουκιά από ψωμί, περήφανος ότι έχει ακόμα τα δικά του δόντια και μασάει, όχι σαν τον άλλο ογδοντάχρονο στο παραδίπλα δωμάτιο, που κοιμάται τα βράδια με θέα δυο οδοντοστοιχίες στο νεροπότηρο. Εκείνος είχε πληρώσει καλά για τα δόντια του, πάνε είκοσι χρόνια και παραπάνω, πολλά λεφτά. Ίσως όχι τόσα όσα άξιζαν τελικά, ίσως λιγότερα, ναι, λιγότερα, και ξαφνικά σαν να θυμήθηκε κάτι, αναζήτησε στο κομοδίνο του το χαρτί και το μολύβι του. Με σταθερό χέρι, συμπλήρωσε ένα όνομα και δίπλα την ιδιότητα: οδοντοτεχνίτης. Κοίταξε τη λίστα του άλλη μια τελευταία φορά από την αρχή. Ήταν όλα εκεί πεντακάθαρα, όχι σαν τις προάλλες που έλειπαν ονόματα, ενώ ήταν σίγουρος ότι τα είχε γράψει. Τα είχε καταφέρει, είχε τελικά θυμηθεί δεκαπέντε ανθρώπους που είχε αδικήσει, είχε στενοχωρήσει, είχε προβληματίσει στη ζωή του με διάφορα τερτίπια.

Παραδείγματος χάριν τον ξάδερφό του, που σ’ ένα δικαστήριο για την περιουσία της άμοιρης της θείας τους είπε πως δεν θυμόταν πού ήταν τα όρια του κτήματος. Ή την ερωμένη του, που της έλεγε πως θα χωρίσει με τη γυναίκα του και τελικά δεν χώρισε ποτέ, για χάρη του γιου του. Την αδερφή του, που της τσιμπούσε τα βράδια τα πόδια δυνατά και δεν την άφηνε να κοιμηθεί, όταν ήταν μικροί. Ανόμοιες πράξεις, περασμένων ετών. Θα πήγαινε να βρει και τη γειτόνισσά τους στο χωριό, που της έκλεβε μήλα όταν ήταν δέκα χρονών και μετά την έβλεπε να απορεί και να τα ξαναμετράει.

Ξαναμπήκε η νοσοκόμα με το μεσημεριανό. Μα πώς είχε περάσει έτσι η ώρα, δεν το είχε καταλάβει. Του ανασήκωσε ξανά το κρεβάτι και του άλλαξε τον καθετήρα. Του έφερε τη σούπα πάλι στο ύψος της καρδιάς. Σίγουρα θα είχαν ρίξει μέσα τα φάρμακα σε σκόνη, γιατί η σούπα πάντοτε είχε μια περίεργη γεύση.

«Πώς είμαστε σήμερα;» τον ρώτησε χαμογελαστά. «Μήπως θέλεις να σου διαβάσω την εφημερίδα καθώς θα τρως;»

Δεν την εμπιστευόταν ούτε να της πει καλημέρα. Την τελευταία φορά που της μίλησε, είπε ψέματα ότι δεν τον άκουγε και φώναξε τον γιατρό για ενέσεις. Της έγνεψε με το χέρι του αρνητικά και με ένα νεύμα τής έδειξε την πόρτα για να φύγει και να τον αφήσει μόνο του. Το αποψινό βράδυ, ήταν σίγουρος ότι θα κατάφερνε να δραπετεύσει.

Στις οκτώμισι η ώρα, που ξαναπέρασε για να του σβήσει το φως, προσποιήθηκε τον κοιμισμένο. Όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος στο δωμάτιο, τράβηξε τον καθετήρα κρατώντας την αναπνοή του για το στιγμιαίο τσούξιμο. Άφησε τα σκεπάσματα να γλιστρήσουν στο πάτωμα και προσπάθησε να σηκωθεί. Στερεώθηκε στα πόδια του και περπάτησε αργά προς την ντουλάπα. Φόρεσε το σακάκι του πάνω από την πιτζάμα και έβαλε τις παντόφλες του. Δίπλωσε το χαρτί με τα ονόματα στην τσέπη του, άγγιξε το χερούλι της πόρτας και την άνοιξε απαλά. Αναθάρρησε από το ημίφως και τη σιωπή του διαδρόμου, ότι αυτή τη φορά θα τα κατάφερνε.

Περπάτησε μέχρι το σαλόνι αργά και σταθερά και πλησίασε την πόρτα του ασανσέρ. Άκουγε ψίθυρους από το δωμάτιο των νοσηλευτών, θα ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί. Ενώ ένιωθε μια χαρά μέσα στα σωθικά του, κρατούσε την αναπνοή του ήρεμη. Όταν έφτασε επιτέλους στο ισόγειο και βγήκε στην αυλή, ανέπνευσε βαθιά τον δροσερό Σεπτέμβρη.

Κοντοστάθηκε λίγο στον κήπο, κοίταξε ψηλά τα παράθυρα του κτιρίου και αναγνώρισε το δικό του. Ενώ ήταν υπερσύγχρονο το κτίριο, του φαινόταν παλιό σαν να στεκόταν αιώνες, σίγουρα θα είχε την ικανότητα να διαστέλλει ή να συστέλλει το χρόνο. «Πανάθεμά το…» μουρμούρισε, καθώς ένιωσε το σταθερό χέρι του νοσηλευτή στο μπράτσο του.

«Πάμε στο κρεβάτι τώρα, παππούλη, σε λίγο θα βρέξει…» του είπε με ευγένεια, καθώς τον βοηθούσε να στρέψει το σώμα του προς την πόρτα. Τον βοήθησε να ξεντυθεί και να ξαπλώσει και παρέμεινε μαζί του μέχρι να κοιμηθεί. Ύστερα πήρε μια γόμα και έσβησε δέκα ονόματα από το χαρτί και το τοποθέτησε στο κομοδίνο. Ραντεβού ξανά σε δέκα βράδια στον κήπο, σκέφτηκε και έκλεισε την πόρτα του δωματίου απαλά.

H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού διαδικτυακού περιοδικού Literature.gr και Πρόεδρος του PEN Greece.

Keywords
Τυχαία Θέματα