«Θάρρος ή αλήθεια;» του M. J. Arlidge

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του M. J. Arlidge Θάρρος ή αλήθεια; (μτφρ. Σοφία Τάπα), που θα κυκλοφορήσει στις 30 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

M. J. Arlidge
Θάρρος Ή αλήθεια;
μετάφραση
Σοφία Τάπα
Εκδόσεις Διόπτρα


Ηµέρα Πρώτη

1

Δεν ήθελε να κουνήσει ρούπι, όμως ήξερε ότι έπρεπε. Εδώ που είχε φτάσει, έπειτα από τόσα που είχε ρισκάρει, δεν γινόταν να κάνει πίσω. Ατσαλώθηκε και προχώρησε σαν τον κλέφτη, σαρώνοντας με το βλέμμα

τη μισοσκότεινη μάντρα. Στην παραμικρή κίνηση, στην ελάχιστη πιθανότητα να τον πάρουν είδηση, θα γινόταν καπνός χωρίς δεύτερη σκέψη. Ωστόσο δεν εντόπισε τίποτα, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, κι έτσι συνέχισε.
Το λυόμενο βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, μόνο κι έρημο μες στο σκοτάδι. Μια αχνή λάμψη ξεπρόβαλλε κάτω από τις περσίδες, το μοναδικό σημάδι ότι δεν ήταν ακατοίκητο. Όποιος περνούσε τυχαία από τη μάντρα θα μπορούσε εύκολα να μην προσέξει το παράδοξο αυτό – αφού επρόκειτο για ένα μέρος στο οποίο κατέληγαν αντικείμενα παρατημένα για να σαπίσουν και να λιώσουν· μια χωματερή για εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα και σαβούρες νοικοκυριών. Η αλυσίδα στη δίφυλλη πύλη εισόδου αποθάρρυνε τους περίεργους, αλλά, παρότι ο ίδιος είχε σπάσει με ευκολία το λουκέτο, ήταν σίγουρος ότι δεν είχε μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει να κάνει το ίδιο και κάποιος άλλος. Δεν θα πατούσες το πόδι σου εδώ πέρα εκτός κι αν αναγκαζόσουν ούτε θα σου πήγαινε ποτέ ο νους ότι η βρόμικη πόρτα του λυόμενου έκρυβε από πίσω της πολύτιμα μυστικά.
Το έδαφος ήταν γεμάτο παραπεταμένες σκουριασμένες εξατμίσεις, κασόνια και οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Υπήρχε ο κίνδυνος να κλοτσήσει κατά λάθος κάτι μες στο σκοτάδι και να τον ακούσει το θύμα του, γι’ αυτό βάδιζε προσεκτικά, προσπαθώντας να αποφεύγει το σκουπιδαριό. Από κάπου μακριά ακούστηκε το ουρλιαχτό μιας σειρήνας, τρομάζοντας ένα πουλί, που πέταξε ξαφνικά κρώζοντας δυνατά. Όμως εκείνος το αγνόησε, παραμένοντας σταθερά προσηλωμένος στη δουλειά που είχε να κάνει.
Όταν έφτασε στο λυόμενο, κοντοστάθηκε, κόλλησε πάνω στο βρομερό κουφάρι του και τέντωσε τον λαιμό στο πλάι για να κρυφοκοιτάξει μέσα από το παράθυρο. Το τζάμι ήταν μες στη λίγδα, γεμάτο κουτσουλιές και βρόμα, εμποδίζοντάς τον να δει καθαρά, ωστόσο κατάφερε να διακρίνει τη μορφή μέσα. Με παραπανίσια κιλά, χέρια και πόδια ανοιχτά, κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι Jack Daniel’s, ο Ντέκλαν ΜακΜάνους ήταν αραχτός σ’ έναν ταλαιπωρημένο καναπέ. Έμοιαζε εντελώς στον κόσμο του, απόλυτα ήρεμος και ευτυχισμένος, πράγμα πολύ περίεργο, αν αναλογιζόταν κανείς τον σοβαρό κίνδυνο που διέτρεχε. Σίγουρα δεν θα ήταν τόσο άνετος και χαλαρός, αν ήξερε ότι κάποιος είχε ανακαλύψει την κρυψώνα του, ότι κάποιος άλλος γνώριζε το μυστικό του.
Ο άντρας μέτρησε από μέσα του ως το δέκα, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι ο ΜακΜάνους κοιμόταν του καλού καιρού, και ύστερα ανέβηκε αθόρυβα τα σκαλιά μέχρι την πόρτα. Αφού δεν ακούστηκε κιχ από μέσα, άπλωσε το γαντοφορεμένο χέρι του στο χερούλι. Τη στιγμή που το έστρεφε προς τα κάτω, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, το χέρι του έτρεμε. Ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο, η στιγμή που το θύμα του θα μπορούσε πιθανότατα να τον αντιληφθεί, αλλά το χερούλι κατέβηκε εύκολα. Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα, έτοιμος να διαβεί το κατώφλι. Όμως τότε ο παλιός μεντεσές ούρλιαξε διαμαρτυρόμενος. Πανικόβλητος, εκείνος μαρμάρωσε για μια στιγμή, μην ξέροντας τι να κάνει. Εντέλει, λειτουργώντας ενστικτωδώς, άνοιξε εντελώς την πόρτα. Ο μεντεσές έτριξε στιγμιαία και μετά βουβάθηκε πάλι. Ο άντρας μπήκε στο λυόμενο και έριξε αγχωμένος μια ματιά προς τον ΜακΜάνους, αλλά εκείνος δεν είχε σαλέψει από τη θέση του, το σχεδόν άδειο μπουκάλι με το μπέρμπον είχε κάνει καλά τη δουλειά του.
Έκλεισε την πόρτα και οι ήχοι της νύχτας έσβησαν ξαφνικά. Πλέον ήταν μονάχα οι δυο τους, κλεισμένοι σε τούτο το θλιβερό κουκούλι. Ήταν ακόμα πιο άθλιο και δυσώδες απ’ όσο το περίμενε, απόλυτα ταιριαστό στον βρομιάρη που είχε μπροστά του. Εδώ μέσα έκρυβε ο ΜακΜάνους τα λάφυρά του, εδώ έκανε τις βρομοδουλειές του, εδώ έφερνε τα κοριτσάκια. Τον έπιασε σύγκρυο σαν σκέφτηκε τι είχε συμβεί μέσα στους τέσσερις αυτούς τοίχους, μα δεν είχε έρθει εδώ πέρα για να αναλογίζεται παλιά εγκλήματα, είχε έρθει για να φέρει σε πέρας μια δουλειά. Για να κάνει αυτό που έπρεπε. Πολλές ζωές είχαν καταστραφεί εξαιτίας αυτού του αλήτη, αλλά ίσως μετά την αποψινή νύχτα να μην έκανε άλλο κακό.
Ο άντρας προχώρησε και κοίταξε από ψηλά τον άλλον, που βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση. Ένα κομμάτι του περίμενε ακόμα κι αυτή την ύστατη στιγμή ότι ο ΜακΜάνους θα πεταγόταν όρθιος και θα τον έπιανε με τις ιδρωμένες παλάμες του από τον λαιμό… αλλά αυτός παρέμενε ασάλευτος, εξακολουθώντας να κοιμάται ανυποψίαστος τον ύπνο του δικαίου. Πλέον δεν τον σταματούσε τίποτα, κανένας άμεσος κίνδυνος, καμία πιθανότητα να τον πάρουν είδηση. Αυτό ήταν!
Είχε έρθει η ώρα να σκοτώσει.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

2

Το κάτωχρο πρόσωπο την κοίταζε, γαλήνιο αλλά άψυχο. Η επιθεωρήτρια Έλεν Γκρέις είχε αντικρίσει πολλά πτώματα στο νεκροτομείο του Τζιμ Γκριβς, μα τούτο εδώ της έφερε έναν κόμπο στον λαιμό. Πάντοτε της συνέβαινε αυτό όταν το πτώμα ήταν νεαρό σε ηλικία.
Το μισοκρυμμένο κάτω από το κολλαριστό λευκό σεντόνι κορίτσι ήταν μονάχα δεκαέξι ετών. Η Ιβ Σάτκλιφ, χαρισματική μαθήτρια της έγκριτης Ακαδημίας Κυριών Μίλτον Ντάουνς, δεν είχε καν προλάβει να μάθει τα αποτελέσματα των απολυτήριων εξετάσεών της. Τα μακριά καστανοκόκκινα μαλλιά πλαισίωναν ένα όμορφο πρόσωπο, ανέγγιχτο ακόμη από τις ορμόνες της εφηβείας, με μερικά σπυράκια μονάχα στο αριστερό μάγουλο. Τα ωραία χαρακτηριστικά και η γαλήνια έκφραση έκρυβαν την αγριότητα της δολοφονίας της.
«Τραύμα από αμβλύ αντικείμενο», αποφάνθηκε βλοσυρός ο Τζιμ Γκριβς. «Κρίνοντας από το μέγεθος και το σχήμα του, θα έλεγα ότι μιλάμε για σφυρί. Βρέθηκε τίποτα στον τόπο του εγκλήματος;»
Η Έλεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι και έσκυψε μπροστά όταν ο Τζιμ Γκριβς γύρισε το νεκρό σώμα για να αποκαλύψει την καταματωμένη, άσχημα χτυπημένη πίσω πλευρά του κρανίου. Το κορίτσι είχε ανακαλυφθεί μισόγυμνο σε θάμνους του εξοχικού πάρκου Λεϊκσάιντ πριν από πέντε μέρες. Δεν είχε βρεθεί όπλο ή κάποιος μάρτυρας ούτε είχαν υπόψη τους κάποιους εγκληματίες ως υπόπτους. Η Έλεν έλπιζε ότι ο Τζιμ Γκριβς θα της έδινε κάποιο στοιχείο, αλλά πολύ γρήγορα οι προσδοκίες της διαψεύστηκαν.
«Δυστυχώς δεν έχω και πολλά να σου πω. Ο δράστης τη χτύπησε οκτώ, ίσως εννέα φορές, με μεγάλη δύναμη, προκαλώντας της κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ως εκ τούτου ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία. Πιθανότατα μετά το δεύτερο χτύπημα έχασε τις αισθήσεις της, αλλά κι έτσι να είναι…»
«Δεν υπάρχουν τρίχες του; Ιδρώτας; Αίμα;»
Ο Γκριβς κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Δεν βρέθηκε τίποτε στα νύχια της, καμία ένδειξη πάλης. Εικάζω ότι την πλησίασε από πίσω και την εξουδετέρωσε προτού εκείνη προλάβει να αντιδράσει».
«Σπέρμα βρέθηκε; Στο σώμα, στα ρούχα της;»
«Για τα ρούχα θα πρέπει να ρωτήσεις τη Μέρεντιθ, αλλά πάνω ή μέσα στο σώμα της δεν βρέθηκε τίποτα· για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανένα ίχνος σεξουαλικής επίθεσης, ούτε μία αμυχή ή μώλωπας γύρω από τα γεννητικά της όργανα. Το κορίτσι είχε σεξουαλική ζωή, αλλά όχι τις τελευταίες μέρες, ίσως και βδομάδες ακόμα, προτού πεθάνει».
Το μυαλό της Έλεν ήδη δούλευε πυρετωδώς. Μήπως την είχε σκοτώσει το αγόρι της; Κάποιος τον οποίο είχε χωρίσει πρόσφατα και που ήταν θυμωμένος μαζί της επειδή τον είχε απορρίψει; Ή μήπως επρόκειτο για μια τυφλή πράξη βίας, η κοπέλα είχε πέσει θύμα ενός μανιακού αγνώστου του οποίου το κίνητρο ήταν σεξουαλικό;
«Δηλαδή ο δράστης σκόπευε να της επιτεθεί σεξουαλικά, αλλά δείλιασε; Φοβήθηκε και την παράτησε;»
«Εσύ είσαι η επιθεωρήτρια, εσύ θα μου πεις», της πέταξε σαρκαστικά ο Γκριβς.
Η Έλεν αποδέχτηκε στωικά το καρφί, αναγνωρίζοντας ενδόμυχα ότι ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει το αξίωμά της σαν θηλιά στον λαιμό. Τέτοιο λουτρό αίματος, τέτοιος σπαραγμός, κι όμως εκείνη είχε ελάχιστα στοιχεία στα χέρια της. Τελευταία ένιωθε σαν να κολυμπούσε με το ένα χέρι δεμένο στην πλάτη, πνιγόταν σε ένα παλιρροϊκό κύμα βίας και αγριότητας που ολοένα γιγαντωνόταν.
«Έχω κάνα δυο πραγματάκια που θέλω να ψάξω ακόμα», συνέχισε ο Γκριβς με συμφιλιωτικό τόνο, «και αν ανακαλύψω κάτι σημαντικό, θα σε ενημερώσω. Απλώς ήθελα να ξέρεις τα αρχικά ευρήματά μου».
«Σ’ ευχαριστώ, Τζιμ, το εκτιμώ».
Και όντως το εκτιμούσε. Ωστόσο δεν τη βοηθούσε σε κάτι. Ήταν νωπές ακόμη οι μνήμες στο μυαλό της από τους καταρρακωμένους γονείς της Ιβ – ο αβάσταχτος πόνος τους, ο σπαραγμός για το σπλάχνο τους. Αυτή η υπόθεση έπρεπε πάση θυσία να εξιχνιαστεί, όχι μονάχα για χάρη της Ιβ, αλλά και για τα άλλα κορίτσια που μπορεί ακόμη να κινδύνευαν από τον βίαιο αυτό και επικίνδυνο δολοφόνο. Όμως μέχρι τώρα δεν είχαν κανένα στοιχείο στα χέρια τους. Η Έλεν κοίταξε το αθώο πρόσωπο του κοριτσιού γεμάτη ενοχές και θλίψη – για όλα όσα μπορεί να ήταν η Ιβ και είχαν χαθεί για πάντα πια, για όλα αυτά που θα μπορούσε να γινόταν.
Για τη ζωή ενός νέου ανθρώπου που είχε χαθεί με τέτοιο σκληρό και βάναυσο τρόπο.

Keywords
Τυχαία Θέματα