Ghostwire: Tokyo | Review

Η αλήθεια είναι πως το πρώτο τρίμηνο του 2022 είχαμε αρκετές open-world κυκλοφορίες και εμπειρίες μέσω τίτλων όπως οι Dying Light 2, Horizon Forbidden West, Elden Ring, καθώς και του προσφάτως ανανεωμένου πλέον Cyberpunk 2077. Τώρα, οδεύοντας προς τα τέλη Μαρτίου, έχουμε την κυκλοφορία του Ghostwire: Tokyo, το

οποίο ακολουθεί (εν μέρει) τη φιλοσοφία των παραπάνω τίτλων. Οπότε είναι λογικό να γεννηθεί το ερώτημα: “Τι έχει να δώσει το νέο εγχείρημα της Tango Gameworks;”

Όμως πριν απαντήσουμε στην παραπάνω ερώτηση, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κατά τα πρώτα λεπτά της ιστορίας του, το Ghostwire: Tokyo μάς προβάλλει τη Shibuya, μια πολυσύχναστη περιοχή του Τόκιο, η οποία στο παιχνίδι είναι άδεια λόγω μιας μυστήριας ομίχλης που έφερε διάφορα πνεύματα -ή αλλιώς “Visitors”. Έτσι λοιπόν, ένα πνεύμα ονόματι “KK” βρίσκει το σώμα του ήρωά μας, του Akito και τον κυριεύει. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες, μέσω των διαλόγων τους, βρίσκουν μια χρυσή τομή, ένα κοινό σημείο, ώστε να εκπληρώσουν τους στόχους τους σε αυτή τη νέα Shibuya. Έτσι, ο KK, ως πνεύμα, παραχωρεί υπερφυσικές δυνάμεις στον Akito ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Visitors και να περιήγηθει στη Shibuya.

Τα παραπάνω γεγονότα αποδίδονται στα πρώτα λεπτά του τίτλου οπότε δεν θα αναπτύξουμε παραπάνω στοιχεία ώστε να αποφύγουμε spoilers για το σενάριο. Όμως, η εκτίμηση μας είναι πως η ιστορία του τίτλου δεν είναι το δυνατό χαρακτηριστικό του. Αυτό προκύπτει αφενός διότι το σενάριο είναι αρκετά κοινότυπο για όσους έχουν ασχοληθεί με ιαπωνικά παιχνίδια, και αφετέρου γιατί πολλοί χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται επαρκώς.

Για αυτόν τον λόγο υπάρχει και η νουβέλα του τίτλου, η οποία και αυτή με τη σειρά της δεν προσφέρει πολλά διότι διαρκεί περίπου μισή ώρα, πράγμα που σημαίνει πως δεν προλαβαίνει να ξεδιπλώσει πολλά πρόσωπα και γεγονότα ούτως ώστε να δεθεί κάποιος με τους χαρακτήρες. Από εκεί και πέρα, τα πρώτα κεφάλαια του τίτλου μάς οδηγούν σε αρκετά γραμμικό, “σωληνωτό ύφος”, μέχρι να φτάσουμε στο δεύτερο κεφάλαιο όπου εκεί το παιχνίδι “ανοίγει”. Όμως, πριν αναπτύξουμε τις εντυπώσεις μας από το open-world στοιχείο του τίτλου, καλό είναι να ανοίξουμε μια παρένθεση, η οποία εμπεριέχει τις εντυπώσεις από την αποτύπωση της περιοχής.

Η Shibuya αποδίδεται εξαιρετικά, με πανέμορφο art direction και ωραία αίσθηση μοναξιάς, όπου λόγω της πλοκής το μόνο που βλέπουμε στο περιβάλλον είναι άδειοι δρόμοι, νυχτερινό περιβάλλον και ρούχα από τους εξαφανισμένους κατοίκους. Βέβαια, υπάρχουν και άλλα ωραία στοιχεία, τα οποία θα αφήσουμε να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Επιστρέφοντας λοιπόν στο σημείο όπου ο κόσμος του παιχνιδιού ανοίγει, παρουσιάζονται περιοχές μέσα στην ομίχλη, όπου αν μεταβούμε, θα δεχτούμε ζημιά. Δηλαδή, ο τίτλος δεν προσφέρει ελευθερία όπως ένα κλασικό παιχνίδι ανοιχτού κόσμου, που δίνεται η ελευθερία να μεταβείς όπου το επιθυμείς.

Στο Ghostwire: Tokyo τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά αφού για να φύγει αυτή η “ομίχλη”, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εξαγνίσουμε τα Torii Gates (παραδοσιακές ιαπωνικές πύλες που συναντάμε σε ναούς στην Ιαπωνία). Αυτές με τη σειρά τους δίνουν πρόσβαση σε επόμενες Torri Gates και ταυτόχρονα ξεκλειδώνουν τα side quests. Δηλαδή, κάποιος ο οποίος ήλπιζε πως θα κάνει free roam στη Shibuya, όπως σε κάποιο παιχνίδι “open-world”, καλό είναι να γνωρίζει πως ο τίτλος της Tango Gameworks δεν προσφέρει παρόμοια ελευθερία.

Η Shibuya, όπως προαναφέραμε, είναι καλοσχεδιασμένη και φέρνει κάποια ωραία στοιχεία που εμπνέονται από το ιαπωνικό lore, όπως οι ναοί και οι μορφές των εχθρών -οι οποίοι έχουν εξαιρετικό character design- ενώ δεν απουσιάζουν και μαγαζιά όπου αγοράζουμε αντικείμενα ίασης και εξοπλισμού, στα οποία ιδιοκτήτες είναι γάτες… Ωστόσο, μέσα από την ενασχόλησή μας με τον τίτλο, θα λέγαμε πως η πόλη δεν είναι και τόσο πυκνοκατοικημένη από visitors. Αυτό συμβαίνει διότι αφενός υπάρχει έντονη επανάληψη σε μοντέλα εχθρών και mini bosses (εξαιρούνται τα boss fights), και αφετέρου, παρόλο που το σύστημα μάχης είναι ευχάριστο και εθιστικό, δυστυχώς παραμένει απλοϊκό και δεν προσφέρει κάποιο βάθος.

Συγκεκριμένα, οι δυνάμεις που μας παρέχει ο KK στο τμήμα της μάχης είναι ο έλεγχος τριών στοιχείων: αέρας, νερό, φωτιά, τα οποία λειτουργούν ως διαφορετικά όπλα ανά περίσταση. Ο αέρας λειτουργεί ως οπλισμός γρήγορων βολών ενώ αν κάνουμε charged επίθεση, εξαπολύονται διαδοχικές βολές. Η χρήση του στοιχείου του νερού είναι για κοντινές επιθέσεις και, τέλος, το στοιχείο της φωτιάς εφαρμόζεται για να καλύψει μια συγκεκριμένη εμβέλεια (aoe).

Μολονότι αυτές οι επιθέσεις αποδίδονται με όμορφα particle effects και “γλυκά” animations των χεριών (weaving), δεν περιέχουν βάθος για ανάπτυξη και σκέψη για στρατηγική. Αυτό προδίδεται και από το skill tree, που είναι αρκετά απλοϊκό, δηλαδή απλά βελτιώνει τα χαρακτηριστικά των επιθέσεων και σε οδηγεί να χρησιμοποιείς συνέχεια επιθέσεις φόρτωσης, αφού κάνουν μεγαλύτερη ζημιά, γεγονός που οδηγεί σε επανάληψη.

Από εκεί και πέρα δίνεται γενικά η αίσθηση πως λείπουν πράγματα από τη μάχη. Για παράδειγμα, δεν δίνεται κίνηση αποφυγής για τους εχθρούς που είναι γρήγοροι και έρχονται κοντά. Το μόνο που υπάρχει είναι η άμυνα, τουτέστιν χρήση του block, την οποία αν εκετελέσουμε σε σωστό χρόνο, αποκτάμε το πλεονέκτημα για αντεπίθεση. Παρόμοια επανάληψη εντοπίζεται και στο τελειωτικό χτύπημα κατά των εχθρών, τους οποίους όταν τους χτυπάμε, εμφανίζεται ο πυρήνας τους και απλά καλούμαστε -με ένα μαστίγιο ή από κοντά- να βγάλουμε αυτόν τον πυρήνα και εν συνεχεία να ανταμειφθούμε με περισσότερη εμπειρία.

Το Ghostwire: Tokyo προσφέρει και άλλες βοήθειες στον παίκτη, και μια από αυτές είναι το τόξο, το οποίο πάλι λειτουργεί με πιεσμένη σκανδάλη (charged attack), αλλά τα βέλη του είναι δυσεύρετα και κοστίζουν πανάκριβα στα καταστήματα της Shibuya, Σε αυτό το σημείο έχουμε και το επίπεδο της δυσκολίας, η οποία στο Normal mode λειτουργεί σε φυσιολογικά επίπεδα, αφού πάντα μπορούμε να βρούμε αντικείμενα που μπορούμε να σπάσουμε και να μας δώσουν πυρομαχικά. Στη συνάρτηση αυτή υπάρχουν και τα καταστήματα από όπου μπορούμε να αγοράσουμε φίλτρα υγείας με τα χρήματα που έχουμε μαζέψει από τα side quests, γεγονός που καθιστά το παιχνίδι ακόμη πιο εύκολο. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε πως το DualSense λειτουργεί εξαιρετικά με τις σκανδάλες, ειδικά όταν εκτελούμε τη διαδικασία της φορτισμένης επίθεσης.

Εκτός αυτού, το touchpad λειτουργεί ώστε να εξαγνίσουμε κάποια σφραγισμένα σημεία (seals), στα οποία καλούμαστε να σχεδιάσουμε κάποιο σχήμα. Βέβαια, σε όσους δεν αρέσει αυτή η χρήση, υπάρχει και επιλογή εκτέλεσης με τον δεξιό αναλογικό μοχλό. Τέλος, το ηχείο του χειριστηρίου λειτουργεί ως ράδιο για να εντοπίσει τους διάφορους visitors.

Σε ό,τι αφορά τη ροή του παιχνιδιού, ορισμένα side quests σίγουρα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από το κεντρικό σενάριο. Τα side quests γίνονται διαθέσιμα με το που φτάσουμε στις Torri Gates και εκεί εμφανίζονται στον χάρτη με πράσινο εικονίδιο. Αφού τοποθετήσουμε το waypoint και απεικονίζεται η απόσταση που πρέπει να καλύψουμε (συνηθισμένα χαρακτηριστικά των open-world τίτλων), θα συναντήσουμε ψυχές, οι οποίες δεν μπορούν να προχωρήσουν στην επόμενη φάση. Σε αυτό το σημείο καλό είναι να τονίσουμε πως ο σχεδιασμός και η δομή των side quests (για όσους ανησυχούν πως θα προβούν σε ένα αδιάφορο περπάτημα στη Shibuya για να ολοκληρωθούν) δεν είναι κουραστικός, αφού όλες αυτές οι δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα (σχεδόν πάντα) κοντά στην ψύχη που μας έδωσε το quest.

Τα συγκεκριμένα quests έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί αποδίδουν το ιαπωνικό lore, αλλά επειδή συνήθως μιας πηγαίνουν σε κλειστούς χώρους, όπου εκεί έχουμε τις άμεσες εναλλαγές περιβάλλοντος. Εκεί παρουσιάζεται μια διαφορετική Shibuya σε σχέση με τον κανονικό κόσμο. Αυτά τα σημεία είναι εντυπωσιακά για τον τρόπο που αλλάζουν άμεσα, αφού αφενός διαθέτουν εξαιρετικό σχεδιασμό και αφετέρου βοηθούν στο να ξεφύγουμε λίγο από το αστικό περιβάλλον της Shibuya. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως αυτές οι αλλαγές γίνονται και στους εξωτερικούς χώρους, αλλά δυστυχώς είναι ελάχιστες σε σχέση με τους κλειστούς.

Ωστόσο, αυτό το τμήμα του τίτλου πέφτει στη γνώριμη παγίδα των open-world παιχνιδιών, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε κατηγορίες quests που επαναλαμβάνονται. Για παράδειγμα, σε κάποια side quests θα κάνουμε έρευνα (“investigation mode”, το οποίο μας δίνεται στην αρχή, από τον ΚΚ) ακολουθώντας κάποιο πνεύμα. Σε κάποιο άλλο θα πρέπει να κινηθούμε αθόρυβα ώστε να μη μας αντιληφθεί. Σε επόμενο θα χρειαστεί να παίξουμε κρυφτό με μια ψύχη. Αυτό γίνεται και καλύτερα αντιληπτό και από την περιγραφή των quests, που απλά έχουν την ίδια ονομασία, συνοδευόμενη από το επόμενο μέρος (π.χ. “Hide and Seek – Part II”). Βέβαια, το σύμπτωμα της επανάληψης ξεκινά από το δεύτερο κεφάλαιο, όταν απλά τριγυρνάμε στους δρόμους της Shibuya. Εκεί θα βρούμε ψυχές, τις οποίες καλούμαστε να συλλέξουμε με ένα κομμάτι χαρτί και μετέπειτα τις στέλνουμε στον έξω κόσμο μέσω ενός τηλεφωνικού θαλάμου.

Παρομοίως, σε δρόμους θα συναντήσουμε δέντρα που έχουν προκαλέσει μίασμα και μας κάνουν ζημιά, όποτε πρέπει να τα εξαγνίσουμε και να σώσουμε τις ψυχές που έχουν παγιδευτεί, ενώ ακόμη μια επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα είναι και η σωτηρία των ψυχών που είναι παγιδευμένες και απλά καλούμαστε να νικήσουμε τους visitors.
Στην παραπάνω συνάρτηση προσθέτουμε και διάφορα αλλά που καλούμαστε να βρούμε προαιρετικά, όπως ρακούν, αγαλματάκια και άλλα, που αποτελούν γνώριμα στοιχεία παιχνιδιών με δομή ανοιχτού κόσμου.

Βέβαια η Tango Gameworks φαίνεται πως γνώριζε τις αδυναμίες του τίτλου, οπότε όλα τα παραπάνω δεν θα γεμίσουν πάρα πολύ το χρόνο σας, αφού αν ασχοληθείτε αυστηρά μόνο με τα side quests και το main story, θα δείτε τα credits στις 20 ώρες. Από εκεί και πέρα θα επιθυμούσαμε κάποια QOL στοιχεία, όπως καλύτερο platforming -διότι είναι λίγο “στεγνό”- τα side quests θα έπρεπε να εξαφανίζονται από το χάρτη αντί να παραμένουν με ξεθωριασμένο χρώμα ενώ θα θέλαμε και μια αποτύπωση του προαπαιτούμενου επιπέδου για κάθε quest.

Σε ό,τι αφορά την τεχνολογία του, δεν θα λέγαμε πως το Ghostwire: Tokyo είναι κάτι το εντυπωσιακό οπτικά. Βέβαια υπάρχουν οι επιλογές που παρέχουν καλό frame rate, υψηλή ανάλυση, ray tracing και άλλα, τα οποία αναλόγως τι θα επιλέξετε δουλεύουν απροβλημάτιστα. Ωστόσο, τα cutscenes δεν παίρνουν βελτίωση και θυμίζουν έντονα εποχές Evil Within 2.

Εν κατακλείδι, το Ghostwire: Tokyo είναι ένα παιχνίδι που έχει ξεκάθαρες αδυναμίες, όμως κάποιος που αναζητά έναν πιο απλό open-world τίτλο, με ένα ευχάριστο σύστημα μάχης και ένα ωραίο ιαπωνικό setting, σίγουρα θα βρει λόγο να ασχοληθεί με το νέο εγχείρημα της Tango Gameworks.

Το Ghostwire: Tokyo κυκλοφορεί από τις 25/3/22 για PS5 και PC. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την AVE.

The post Ghostwire: Tokyo | Review appeared first on GameOver.

Keywords
tokyo, tokyo, dying, light, west, ring, tango, προβάλλει, νέα, σημαίνει, art, ιαπωνια, free, mini, boss, tree, block, quest, frame, ray, gameover, κινηση στους δρομους, τελη κυκλοφοριας, φωτια, τελος του κοσμου, τελη κυκλοφοριας 2014, τελη κυκλοφοριας 2015, τελη κυκλοφοριας 2016, αδεια, παιχνιδια, πνευματα, ραδιο, ρουχα, σωτηρια, ωρα, boss, quest, αξιζει, αμυνα, απλα, γεγονοτα, γεγονος, γινεται, γινονται, δευτερο, δεντρα, δυστυχως, δειτε, δομη, δωσει, ευχαριστο, εγχειρημα, ευκολο, υπαρχει, εκτιμηση, ελευθερια, εποχες, επρεπε, ερευνα, ερχονται, τεχνολογια, ζημια, ιδια, ηχειο, κεφαλαιο, κινηση, λογο, μοντελα, νερο, νουβελα, προβάλλει, παντα, οδευοντας, φιλτρα, ομιχλη, οπτικα, περιβαλλον, ροη, ψυχη, πυλες, σεναριο, σιγουρα, συγκεκριμενα, συνεχεια, σειρα, σωμα, τμημα, τοκιο, τομη, τοξο, τιτλος, υψηλη, χρυση, χρυση τομη, χρωμα, ομορφα, ωρες, art, dying, design, free, block, frame, gameover, χωρα, κομματι, light, mini, παιχνιδι, ρακουν, ring, ray, σημαίνει, σωστο, tango, tree, υγειας, west, world, ωραιο, ψυχες
Τυχαία Θέματα