«Αυτό που έλεγαν οι γιαγιάδες μας: καλύτερα ένα ρούχο και καλό»

Με καταγωγή από την Κομοτηνή η Ντενίζ Ελευθερίου ξεκίνησε το ταξίδι της στη μόδα αρχικά στη Θεσσαλονίκη, στη σχολή ραπτικής Δημητρέλη, και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Μαραγκόνι στο Μιλάνο. Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 που βρέθηκε ως βοηθός στο στούντιο του Τζόρτζιο Αρμάνι και του Νίκολα Τρουσάρντι. Από εκείνα τα χρόνια έμαθε να εκτιμά τις ποιότητες της πρώτης ύλης, να δίνει σημασία στις λεπτομέρειες, να πειραματίζεται

με τις τεχνικές και τον σχεδιασμό, αφού περνούσε εβδομάδες σχεδιάζοντας τσέπες και μανίκια, ώστε κάποια ιδέα να κατέληγε στο αρχείο προς μελλοντική επεξεργασία. Μετά την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη, όπου ανανέωσε το ύφος των νυφικών συλλογών δημιουργώντας μοντέρνες, λιτές προτάσεις, ήρθε η στιγμή της Αθήνας.

Μου αρέσει το κίνημα του μοντερνισμού, η γεωμετρία του Μπάουχαους, η ισορροπία στις αναλογίες των όγκων. Ενας από τους λόγους που αγαπώ την Αθήνα έχει να κάνει με το ότι βρίσκουμε ακόμα πολλά δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Ισως αυτή η αγάπη να οφείλεται στις παλιές ελληνικές ταινίες όπου αναδύεται ο μοντερνισμός. Ακόμη και ο χώρος που βρήκα για να εγκαταστήσω το ατελιέ μου σχετίζεται με την περιοχή του Χίλτον ως τοπόσημου της μοντέρνας αθηναϊκής αρχιτεκτονικής.

Στο Μιλάνο, στην αρχή, είχα μια ελαφρά συστολή στον σχεδιασμό, γιατί δεν καταλάβαινα πλήρως τι σημαίνει το made in Italy, καθώς ένιωθα ότι στην Ελλάδα ήμασταν πίσω. Δηλαδή τη δεκαετία του ’80, με εξαίρεση την Αθήνα, δεν υπήρχαν πολλά εισαγόμενα ρούχα και δεν είχαμε επαφή με τα ρούχα υψηλής ποιότητας. Απέκτησα αυτή την αυτοπεποίθηση αφού κάθε μέρα είχα τη δυνατότητα να πηγαίνω στα καταστήματα των σχεδιαστών, όπου άρχισα όχι απλά να βλέπω ρούχα υψηλής ποιότητας, αλλά μπορούσα να τα αγγίζω και να νιώθω την υφή τους, να τα φοράω και να έχω την αίσθησή τους πάνω στο σώμα.

Η μητέρα μου ήξερε να ράβει και ως παιδί δεν είχα φορέσει εμπορικό ρούχο. Εμαθα να μου αρέσει το επιμελημένο σε όλες τις λεπτομέρειές του ρούχο, γι’ αυτό και ούτε το πρετ α πορτέ αγαπώ πάρα πολύ. Με τα χρόνια που άνοιξε η συζήτηση για την αλόγιστη παραγωγή και τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, έγινα ακόμη πιο επιλεκτική και εντελώς αντίθετη με την κατανάλωση της γρήγορης μόδας.

Η μεγάλη άρνησή μου οφείλεται στο ότι στη διάρκεια του Covid κάποιοι ανεξάρτητοι σχεδιαστές αναγκάστηκαν να κλείσουν. Θεωρώ λοιπόν απαραίτητο να στηρίζουμε τα ελληνικά brands και να ακολουθήσουμε αυτό που λέγανε οι γιαγιάδες μας πριν από πενήντα χρόνια: ότι καλύτερα να έχεις ένα και καλό, παρά να συσσωρεύεις ρούχα μαζικής παραγωγής, τα οποία δεν έχουν προσωπικότητα. Αν δεν ήμουν μέσα στον χώρο της μόδας, ως γυναίκα θα φορούσα λιγότερα ρούχα προσπαθώντας να είναι καλοραμμένα και ποιοτικά. Και αν δεν υπάρχει χρόνος για να ραφτώ, τουλάχιστον θα αγόραζα ένα κομμάτι ποιότητας από μία καλή εταιρεία.

Αγαπώ να δουλεύω με μουσελίνες γιατί μου αρέσει η αίσθηση του φίνου μεταξιού και η κίνηση στο ρούχο. Μου αρέσει το χυτό σατέν μεταξωτό, το μεταξωτό τούλι, που γίνεται όλο και πιο δυσεύρετο – λατρεύω να δημιουργώ ντραπέ, αλλά και να δουλεύω ελεύθερα το ύφασμα κάνοντας μουλάζ πάνω στην κούκλα ραπτικής. Επίσης μου αρέσει να φτιάχνω εγώ το ύφασμα, να μη βρίσκεται στα έτοιμα αλλά και για να είναι αναγνωρίσιμο, σαν ένα είδος δικής μου υπογραφής.

Πρότυπό μου ήταν μια καθηγήτριά μου στο Μιλάνο, η σινιόρα Μπράγκα. Μια γυναίκα που ντυνόταν πάντα ανάλογα με τη διάθεση που ξυπνούσε το πρωί. Θυμάμαι να μπαίνει μέσα στην αίθουσα ντυμένη στα κόκκινα και να μας λέει ότι επειδή έβρεχε πολύ ήθελε να φορέσει έντονο χρώμα για να της φτιάξει τη διάθεση. Τέλος πάντων, ήταν μια σοφή γυναίκα που μας είχε συμβουλεύσει για τα επόμενα βήματά μας. Συνήθιζε να μας υπενθυμίζει πως αν προσπαθήσετε να κάνετε κάτι στο Μιλάνο, είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί έρχονται παιδιά από όλον τον πλανήτη εδώ. Αλλά το Μιλάνο έχει κλειστές πόρτες που ανοίγουν μετά τα 40, δεν είναι όπως το Λονδίνο που δίνει ευκαιρίες στους νέους σχεδιαστές. Μας έλεγε λοιπόν τότε ότι με αυτά που έχετε πάρει από εδώ μπορείτε να γυρίσετε στις χώρες σας αυτή τη στιγμή που η μόδα είναι σε άνοδο και να κάνετε το δικό σας brand. Γυρίστε να δημιουργήσετε και να είστε πρώτοι στις χώρες σας, όχι εδώ. Εδώ θα δυσκολευτείτε πάρα πολύ. Γυρνάω λοιπόν στη Θεσσαλονίκη στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ύστερα από λίγο εντόπισα το κενό που με ενδιέφερε να καλύψω. Ηταν τότε που τα νυφικά έμοιαζαν να έχουν βγει από επεισόδιο της «Δυναστείας», με βάτες που έφταναν έως τα άστρα.

Με ενδιαφέρει το κατά παραγγελία ρούχο φτιαγμένο ειδικά για τις επιθυμίες ή την περίσταση. Για μένα ο σωματότυπος είναι δευτερεύον ζήτημα. Κυρίως μετρά η προσωπικότητα. Σίγουρα θέλω να δείξω τη σιλουέτα και να κρύψω αυτά που δεν θέλω να φαίνονται. Αλλά κυρίως με ενδιαφέρει ο τρόπος που μιλάει μια γυναίκα, πώς εκφράζεται, αν είναι νευρική ή πιο ήπιων τόνων, αν περπατάει ήρεμα ή βγάζει κάτι πιο δυναμικό. Αυτά για μένα έχουν σημασία ώστε ένα ρούχο να φτιαχτεί ειδικά για εκείνη. Είναι άκυρο να δώσεις ένα ρομαντικό ρούχο σε μια γυναίκα που είναι κυριαρχική και δυναμική.

Keywords
Τυχαία Θέματα