Καλή Δοξιάδη: «Αυτό που δεν αλλάζει στην Ιστορία είναι η προσωπική μνήμη»

Η Καλή Δοξιάδη είναι μια συγγραφέας που γύρισε τον κόσμο (κυρίως τον αγγλόφωνο) κι έζησε σημαντικές περιόδους της ζωής της κοντά σε κέντρα αποφάσεων στο δημοσιογραφικό, πολιτιστικό, όσο και στο πολιτικό πεδίο. Τα τελευταία αρκετά χρόνια ζει σε ένα παλαιό αγροτικό αρχοντικό στην Κέρκυρα, όπου και ασχολείται έντονα με τον αμπελώνα, το διάβασμα και τα γαστρονομικά πειράματα. Ο περιπετειώδης βίος γεννά τέχνη. Και όταν λέμε «περιπετειώδης» το εννοούμε με τον τρόπο της αφής των πραγμάτων στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Εξάλλου η Καλή Δοξιάδη, γυναίκα δραστήρια σε εποχές δύσκολες, απέκτησε την ικανότητα της αφήγησης από μικρή ηλικία. Το αποδεικνύει στην πρόσφατη τριλογία της υπό τον γενικό τίτλο «Μια ιστορία μόνο» (Μεταίχμιο).

Μαζεύοντας μισοτελειωμένα νεανικά της κείμενα, η Δοξιάδη δημιουργεί μια τοιχογραφία της νεοελληνικής εξέλιξης μέσα από σποραδικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα. Οχημα, η αστική οικογένεια Βελισσάρη, μέσα από την ιστορία της οποίας παρουσιάζονται οι κοινωνικές και πολιτικές μεταμορφώσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η συγγραφέας επιλέγει από το μερικό να πει το γενικό. Δεν αναπλάθει υλικό ηρώων της Ιστορίας, αλλά μέσα από την αφηγήτρια Ανθή Βελισσάρη φέρνει στο φως συμπεριφορές, χειρονομίες, βλέμματα, μνήμες που δείχνουν, πότε με υπαινικτικό τρόπο και πότε με ευθύ, τα πάθη της οικογένειας και του τόπου.

Πώς προέκυψε η τριλογία; Τι νέο ανακαλύψατε στα μισοτελειωμένα κείμενα της νεότητάς σας και με ποιο τρόπο σας παρακίνησαν;

Πριν από λίγα χρόνια, απελευθερωμένη από επαγγελματικές ευθύνες, ξέθαψα κάτι καταχωνιασμένα υπολείμματα της συγγραφικής μου νιότης που προορίζονταν για ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Μια ιστορία μόνο». Περίμενα να αντιμετωπίσω φλύαρη ψευτοποιητική εφηβική περιαυτολογία. Βέβαια υπήρχαν τέτοια στοιχεία, αλλά συγχρόνως υπήρχαν κομμάτια με τέχνη και βάθος που παρέπεμπαν σε σκέψεις και ενδιαφέροντα της μετέπειτα ζωής μου. Η ανάπτυξή τους την οποία ξεκίνησα δεν θα χωρούσε σε ένα βιβλίο. Κατά την απομόνωση του Κόβιντ άρχισα να το δουλεύω, χτίζοντας πάνω στα κομμάτια που πέρασαν το τεστ του χρόνου. Το ιδεατό εκείνο αφήγημα είχε πυρήνα τη συνάντηση ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού με έναν μυστηριώδη γοητευτικό μεσήλικο που κρύβεται σε μια σπηλιά στα απόκρημνα βράχια της δυτικής ακτής της Κέρκυρας. Η εποχή και οι συνθήκες ήταν «ποιητικές».

Από ποια υλικά είναι φτιαγμένοι οι ήρωές σας, τα μέλη της οικογένειας Βελισσάρη, και ιδιαίτερα η Ανθή;

Οι αρχικοί πρωταγωνιστές (προτιμώ αυτό τον χαρακτηρισμό από το «ήρωες») ήταν δύο: η Ανθή Βελισσάρη (αν και τότε λεγόταν Καλλέργη) και ο Αγνωστος. Στην τριλογία παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο η οικογένεια, με τα μέλη της συνδεδεμένα με διάφορες φάσεις της ελληνικής ιστορίας. Η Ανθή είναι η δημιουργός, η αφηγήτρια. Τελικά, πρωταγωνίστρια είναι η Ελλάδα. Επειδή πολλοί ρωτούν, η Ανθή ως χαρακτήρας έχει πολλά στοιχεία του νεανικού εαυτού μου, αλλά οι βιογραφίες μας, εκτός απ’ τη διγλωσσία και την επαγγελματική ζωή εκτός Ελλάδας, δεν συμπίπτουν πουθενά. Τελικά, η έφηβη Ανθή μού μοιάζει πιο πολύ από την ώριμη. Επίσης η οικογένεια Βελισσάρη δεν έχει κοινά με τη δική μου, εκτός από μια κυρίαρχη αγάπη για τον τόπο. Ο Αγνωστος ξεκίνησε ως φανταστικός ήρωας / σωτήρας σε άσπρο άλογο, όχι ιδεολόγος σοσιαλιστής γιατρός.

Η πλοκή απλώνεται μέσα στον χρόνο και τον χώρο δημιουργώντας μια πολύπτυχη γεωγραφία. Σε αυτή τη διαρκή ταλάντωση υπάρχει ένας παραλληλισμός, θα λέγαμε, με τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας.

Ναι, η μεγάλη διαφορά του τελικού «προϊόντος» είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έστησα το αρχικό Ρομαντικό (με κεφαλαίο) και συναισθηματικό υλικό, ώστε να το θεμελιώσω στην πραγματικότητα. Το κλειδί ήταν η στερέωση του «αρχέγονου» επεισοδίου, της συνάντησης στη σπηλιά, στον ιστορικό χρόνο. Ετσι και αποφάσισα ότι αυτό συνέβη τον Αύγουστο του 1949, όλα ξετυλίχτηκαν ανάλογα.

Η τοποθέτηση αυτή έγινε, σχεδόν ασυνείδητα, χρόνια πριν ξαναπιάσω το βιβλίο, όταν τη δεκαετία του ’70 είδα μια ισπανική ταινία όπου στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο ένα κοριτσάκι βρίσκει έναν φυγάδα από τις δυνάμεις του Φράνκο να κρύβεται στο γειτονικό βουνό.

Είπα μέσα μου «Βέβαια! Ετσι εξηγείται ο Αγνωστός μου!». Και το αποθήκευσα κάπου. Η Κέρκυρα (που είχε ήδη μπει στη ζωή μου ως υιοθετημένη πατρίδα – είμαι από προσφυγική οικογένεια) με τη Φυλακή της, λίγα θαλασσινά χιλιόμετρα από τα βουνά όπου παίζονταν οι τελευταίες τραγικές σκηνές του δικού μας Εμφυλίου, ήταν το φυσικό σκηνικό.

Τι ρόλο παίζουν, κατά τη γνώμη σας, η μνήμη, ο έρωτας και η βαριά σκιά της Ιστορίας στην τριλογία;

Η μνήμη είναι κατά κάποιον τρόπο το θέμα της τριλογίας, ένα «μωσαϊκό», μια σύνθεση από ιστορίες / αναμνήσεις με παραλλαγές. Εξάλλου και η Ιστορία αυτό είναι, αν και στην εποχή μας οι αναμνήσεις υποστηρίζονται από φωτογραφίες, μαγνητοσκοπήσεις, φιλμ κ.λπ. Βέβαια, κι αυτό πάει να αλλάξει τώρα με πάσης φύσεως εφαρμογές AI. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η προσωπική μνήμη / ανάμνηση – η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας. Οσο για τον έρωτα, το βιβλίο ξεκινάει και περιστρέφεται γύρω από την παιδική «ερωτική» ιδεοληψία ενός δωδεκάχρονου αγοροκόριτσου και στη συνέχεια εξετάζει, πάλι με παραλλαγές, τους ομολογημένους και ανομολόγητους έρωτες των άλλων προσώπων μέσα από το αρχικό αυτό πρίσμα.

Η Ελλάδα, έτσι όπως την αναπλάθετε μέσα από πολέμους και διχασμούς, τι διαφορές ή ομοιότητες έχει με τη σημερινή Ελλάδα;

Αυτό που συμβαίνει με την ανάπτυξη του αφηγήματος είναι ότι τα τρία μέρη εμφανίζουν τρεις διαφορετικές Ελλάδες, με την πρωταγωνίστρια να τις ανακαλύπτει καθώς προχωρεί η γραφή παράλληλα με τις γνώσεις και τις εμπειρίες της. Οπως λέει κάπου, θα καταλήξει όχι στην τελική εκδοχή αλλά στην πιο πρόσφατη.

Πώς βρεθήκατε στο εξωτερικό και ποιες ήταν μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε στην πολυκύμαντη καριέρα σας;

Η δημοσιογραφική μου καριέρα (στο «Βήμα», επί Δημάκου και Καραπαναγιώτη) διακόπηκε από τη δικτατορία. Γύρισα στην Αμερική, όπου δούλεψα επί χρόνια στον κόσμο των εκδόσεων. Γεννήθηκα στην Αθήνα, σε μια οικογένεια με άπειρα ενδιαφέροντα, γνώσεις και καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Μεγαλώσαμε διαβάζοντας, γράφοντας, ζωγραφίζοντας, παίζοντας θέατρο… Και τα τέσσερα αδέλφια κληρονομήσαμε και απορροφήσαμε αυτά τα στοιχεία και αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα και την πρόκληση του σημαντικού πατέρα μας με διαφορετικούς τρόπους.

Τρία παιδικά χρόνια τα περάσαμε μακριά από την Ελλάδα. Τα βράδια, πριν κοιμηθούμε, ο πατέρας μας διηγείτο σε συνέχειες το «Παραμύθι» του, ένα λογοτεχνικό αφήγημα που περιελάμβανε την ιστορία, τον ηρωισμό, πραγματικά πρόσωπα, ιστορικά και οικογενειακά. Το θέμα ήταν η Ελλάδα που ήθελε να κρατήσει ζωντανή μέσα μας. Εκεί τα αγγλικά έγιναν η δεύτερη ζωντανή γλώσσα μου. Σπούδασα στην Αμερική και έζησα και εργάστηκα εκεί για πολλά χρόνια, πάντα διατηρώντας συνειδητά την ελληνική μου ταυτότητα, αλλά και μια αντικειμενική απόσταση, δώρο της ξενιτιάς. Μόνο όταν επέστρεψα τελικά στην Ελλάδα, πριν από περίπου 15 χρόνια, άρχισα να γράφω ελληνικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα