Mượn Thị Văn: «Η καρδιά ευχήθηκε»

«Κάθε φορά που ακούω για ανθρώπους που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους στα κρυφά και περνούν παράνομα τα σύνορα, για συλλήψεις οικογενειών και αποχωρισμούς, για φόβο και για απώλεια, αλλά και την ελπίδα για νέα ξεκινήματα, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ την ιστορία της δικής μου οικογένειας», σημειώνει η Βιετναμέζα Μουόν Τι Βαν στο βιβλίο της Η καρδιά ευχήθηκε, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις

Ίκαρος και απευθύνεται σε ηλικίες 5+ χρονών.

Άλλο ένα βιβλίο για τους πρόσφυγες; θα αναρωτηθεί κάποιος. Φυσικά, ναι. Όχι μόνο γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί, μεταξύ πολλών άλλων, υπόδειγμα βιβλίου που θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των silent books (μολονότι διαθέτει κείμενο 86 λέξεων). Κυρίως, όμως, γιατί αποτελεί μαρτυρία ενός ανθρώπου που βίωσε στην τρυφερή, παιδική ηλικία το τι σημαίνει «να αφήνεις πίσω ένα παιδί, έναν γονιό, έναν παππού, έναν αδελφό, γνωρίζοντας ότι ίσως δεν θα τους δεις ποτέ ξανά. Τι σημαίνει να αφήνεις πίσω τους δρόμους και τις γειτονιές όπου μεγάλωσες, τα έθιμα, τις μικρές κοινωνίες μέσα στις οποίες μοιράστηκες με τους άλλους τις χαρές και τις λύπες… να αφήνεις ολόκληρο τον κόσμο σου». Γίνεται έτσι κατανοητό στους αναγνώστες ότι η Ιστορία δεν είναι κάτι απόμακρο, που αφορά πρόσωπα και γεγονότα μιας άλλης, μακρινής εποχής. Η Ιστορία είναι κάτι που γράφεται κάθε στιγμή, δίπλα μας, καθώς η μικροϊστορία εγγράφεται στη μακροϊστορία. Ότι ο κάθε άνθρωπος είναι, δυνητικά, το υποκείμενο της Ιστορίας.

Το βιβλίο δίνει παράλληλα την ευκαιρία, ειδικά αν δουλευτεί με μεγαλύτερα παιδιά, να μιλήσουμε για μια λιγότερο γνωστή ιστορία. Γιατί, η Συμφωνία των Παρισίων του 1973 επισφράγισε την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, αλλά όχι και το τέλος του πολέμου, που διήρκεσε μέχρι το 1975 και έληξε με τη νίκη του Βορρά επί του Νότου, σε έναν εμφύλιο που μετέτρεψε πλήθος ανθρώπων σε πρόσφυγες.

{jb_quote}Ένα σπουδαίο βιβλίο, που παρακινεί τα παιδιά όχι μόνο να σκεφτούν τι είναι η προσφυγιά, αλλά και τη σημασία τού να ζουν όλοι οι άνθρωποι σε έναν κόσμο ασφαλέστερο, δικαιότερο, ομορφότερο.{/jb_quote}

Η συγγραφέας ξεκινά έχοντας κατά νου αυτό που συχνά αναρωτιόμαστε: Αν έπρεπε να εγκαταλείψεις τα πάντα και να ταξιδέψεις ως πρόσφυγας, τι θα έπαιρνες μαζί σου; Μόνο που η Μουόν Τι Βαν χρησιμοποιεί μια άλλη ερώτηση. Μια ερώτηση μέσα στην οποία εμπεριέχεται το αναπόφευκτο ενός τέτοιου ταξιδιού: Τι θα ευχόσουν;

Από κει και πέρα, στις 86 λέξεις του βιβλίου θα απαριθμήσει όλες εκείνες τις δυσκολίες τις οποίες βιώνουν οι άνθρωποι αυτοί. Με εκφραστική λιτότητα, με τριτοπρόσωπη αφήγηση, αν και αφηγείται το προσωπικό της βίωμα. Η νύχτα, η ώρα, η τσάντα, το φως, το όνειρο, το μονοπάτι, η βάρκα, η θάλασσα, ο ήλιος είναι αυτοί που εύχονται. Δίνοντας τον λόγο, δίνοντας φωνή επί της ουσίας, σε λέξεις-απρόσωπα ουσιαστικά, μεγιστοποιεί τη συναισθηματική απήχηση που έχει στο ηλικιακό κοινό που απευθύνεται, και όχι μόνο. Ταυτόχρονα, η αναφορά σε αυτή την πλειάδα των άψυχων πραγμάτων αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πόσο η ανθρώπινη ζωή είναι συνυφασμένη με πράγματα που, ενώ τα βιώνουμε, δεν συνειδητοποιούμε την αξία τους. Πώς ο χρόνος ή ένα μικροαντικείμενο είναι μέρος της ζωής μας, έστω κι αν συχνά αυτό δεν είναι αντιληπτό.

Το κείμενο αρθρώνεται σε απλές προτάσεις, στις οποίες κυριαρχεί η δεοντική τροπικότητα, με ένα ρήμα, ένα ουσιαστικό και ένα επίθετο. Κάθε πρόταση, όμως, είναι μια «μικρογραφία» των πολλών οδυνηρών στιγμών που βιώνει κάποιος που απλώς επιθυμεί να ζήσει μια ασφαλή και «κανονική» ζωή.

Ένα κοριτσάκι κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο τον παππού του. Εν τω μεταξύ, τρεις γυναίκες γεμίζουν μια τσάντα με φαγητό. Η μία από αυτές παίρνει την κόρη της, τον γιο της και ένα μωρό και ξεκινούν. Κάποτε φτάνουν σε μια παραλία, μπαίνουν σε μια βάρκα. Έρχεται καταιγίδα, μετά ένας καυτός ήλιος και μετά μια βάρκα διάσωσης. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά στην αιτία φυγής (η Κενυάτισσα ποιήτρια Ουαρσάν Σάιρ το έχει πει ήδη στην «Πατρίδα» της: «κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα, εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά»…). Διαχρονικά επίκαιρο το θέμα της προσφυγιάς. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ο αριθμός των προσφύγων αυξάνεται καθημερινά, όχι μόνο εξαιτίας των πολέμων αλλά και των φυσικών καταστροφών ή της κλιματικής αλλαγής, γι’ αυτό μιλάμε πια και για «κλιματικούς πρόσφυγες».

Και εδώ, όπως σε όλα τα εικονογραφημένα, ο ρόλος της εικόνας είναι καθοριστικός. Η λιτότητα της εικόνας ακολουθεί τη λιτότητα του λόγου. Χωρίς περίπλοκες συνθέσεις, με σημασία στις λεπτομέρειες που αποδίδουν το, κάθε φορά, κυρίαρχο συναίσθημα, η εικονογράφηση της Βίκτο Νάι δημιουργεί ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Πρόσωπα μικρών και μεγάλων, γεμάτα ένταση στα μάτια, βλέμματα καρφωμένα στον ορίζοντα με την ελπίδα της διάσωσης, στόματα σφιγμένα, σώματα σκυφτά κι αγκαλιασμένα. Χρώματα που από τις μουντές αποχρώσεις του γκρι, του πράσινου και του καφέ σταδιακά μετακινούνται σε αποχρώσεις ρόδινες και γαλάζιες.

Και η εικονογράφος, μιλώντας για τη δουλειά της, «ξανακοίταξα φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας και δανείστηκα ρωγμές, βαθουλώματα, ξεφλουδισμένα χρώματα από τους τοίχους στο σπίτι της γιαγιάς μου», θα πει. Και ακριβώς αυτή την αίσθηση μεταφέρει με την εικονογράφησή της. Σαν το χρώμα της σέπιας που έχουν οι ιστορίες που διηγούνται οι παλιές φωτογραφίες. Μιας ιστορίας που κάποιο παιδί έζησε κάποτε… μιας ιστορίας που κάποιο άλλο ζει σήμερα, τώρα.

Ένα σπουδαίο βιβλίο, που παρακινεί τα παιδιά όχι μόνο να σκεφτούν τι είναι η προσφυγιά, αλλά και τη σημασία τού να ζουν όλοι οι άνθρωποι σε έναν κόσμο ασφαλέστερο, δικαιότερο, ομορφότερο. Τη σημασία τού να γίνουν και αυτά μέρος της λύσης του προβλήματος. Γιατί «μερικές φορές… αρκεί να μοιραζόμαστε λίγο φαγητό ή ρούχα… εθελοντική εργασία ως διερμηνέας ή δάσκαλος… να διαδηλώνουμε, εκφράζοντας την αλληλεγγύη μας… μερικές φορές ένα “γεια” είναι αρκετό… να ανοίξουμε την καρδιά μας και να κάνουμε ό,τι μπορούμε».

«Και ευχήθηκα… να μη χρειάζεται… να εύχομαι πια». Αυτή είναι η βαθύτερη ευχή του μικρού κοριτσιού, που εντέλει σώζεται. Αυτή είναι η ευχή της συγγραφέως, που πια ζει ασφαλής. Που, όμως, δεν ξέχασε (μπορεί, άραγε, να ξεχαστεί, ένα τέτοιο βίωμα;) αλλά μετέτρεψε –χάρη στη δύναμη της λογοτεχνίας– το προσωπικό σε συλλογικό. «Εύχομαι να κάνουμε όλοι αυτή την ίδια ευχή. Μαζί μπορούμε να την πραγματοποιήσουμε».

Η καρδιά ευχήθηκε
Mượn Thị Văn
εικονογράφηση: Victo Ngai
μετάφραση: Ελένη Κατσαμά
Ίκαρος
40 σελ.
ISBN 978-960-572-684-3
Τιμή €13,30

Keywords
Τυχαία Θέματα