Δημήτρης Νόλλας: «Ματούλα Μυλλέρου, πάροικος και παρεπίδημος»

Θα ξεκινήσουμε την κριτική μας για το έργο του εξαίρετου πεζογράφου Δημήτρη Νόλλα με τρεις παρατηρήσεις: κατ’ αρχάς, εάν ο συγκεκριμένος μύθος έπεφτε στα χέρια ενός «κανονικού» συγγραφέα, η έκτασή του θα ήταν πολλαπλάσια, θα είχαμε ένα χορταστικό μυθιστόρημα πεντακοσίων σελίδων. Ο Νόλλας όμως δεν το κάνει αυτό. Τo αντίθετο, αποστάζει, συμπυκνώνει, αφαιρεί, είναι ο γνωστός μινιμαλιστής δημιουργός, ο οποίος βρίσκει ικανοποίηση στο μικρό (το οποίο, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Χριστόφορος Μηλιώνης, είναι και όμορφο). Στη συνέχεια ο κοσμοπολίτης συγγραφέας, ο οποίος έζησε σε όλη την Ευρώπη

(και όχι μόνο), ο οποίος δαπάνησε χρόνο από τη ζωή του προκειμένου να γίνει κοινωνός των πιο μύχιων στιγμών, πόλεων και κρατών, είναι και πάλι παρών. Από την Κορσική, όπου βρίσκονται εξόριστοι οι αντιβενιζελικοί (μεταξύ των οποίων ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα δικτάτορας Μεταξάς, ο Ίων Δραγούμης κ.ά.) πετάγεται στην ελβετική πρωτεύουσα, τη Βέρνη, καθώς και στη λίμνη της Λουκέρνης και από εκεί στο Μόναχο, για να καταλήξει (η ηρωίδα του, φυσικά) στη Θεσσαλονίκη και πιο συγκεκριμένα στη Μηχανιώνα (χώρος παραμονής των προσφύγων από τη Μικρασία) και, τέλος, στην Αθήνα. Ο συγγραφέας χρειάζεται όλη αυτή την περιήγηση για λόγους προφανώς μυθιστορηματικούς, παρά για να κάνει ο ίδιος την οποιαδήποτε εντύπωση (αφού είναι σε όλους γνωστό, ή τουλάχιστον σε όσους τον παρακολουθούν, πως πολλά θέματά του, τα οποία επεξεργάστηκε, διαδραματίζονται στο εξωτερικό). Και τέλος, όσο τα χρόνια περνάνε (ο Νόλλας είναι ήδη 82 ετών), όσο οι συνθήκες τού βαραίνουν τις πλάτες, ο ίδιος γίνεται ακόμη καλύτερος, γράφει τα πιο όμορφα βιβλία του σε αυτή τη σχεδόν πεντηκονταετή πορεία του στα γράμματα, λες και η αλλαγή εκδοτικής στέγης να ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για ακόμα πιο μεστές καταθέσεις. Γιατί πραγματικά όλα τα τελευταία έργα του που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Ίκαρος είναι κυριολεκτικώς δεδομένα, δεν προδίδουν έναν δημιουργό σε αυτή την ηλικία, λες και η αλλαγή ήταν ευεργετική, προκειμένου ο ίδιος να απαλλαγεί από μια μονοδιάστατη σχέση και να κάνει μια επανεκκίνηση, η οποία μέχρι στιγμής είναι πλήρως αποτελεσματική.

{jb_quote}Τίποτα δεν χαλά την αρμονία του κειμένου, τίποτα δεν προδίδει συγγραφική βιασύνη ή αφηγηματική χαλαρότητα.{/jb_quote}

Η νουβέλα του Νόλλα αριθμεί 105 σελίδες. Μικρό βιβλίο, θα πει κανείς, άρα εύκολο να παραθέσεις τον μύθο του. Και όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Με την τεχνική του μοντάζ που ο συγγραφέας επιχειρεί και για να μη χαθεί τίποτα από τη μαγεία του, απευθύνομαι μόνο σε όσους το έχουν διαβάσει. Κατ’ αρχάς, ο Άγγλος δημοσιογράφος που επισκέπτεται την Κορσική είναι το άλλοθι του συγγραφέα προκειμένου να κάνει γνωστό το πολιτικό του στίγμα. Η Ματούλα επιστρέφει στο Μόναχο, όπου συναντά όλους εκείνους που επέζησαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίοι έχουν ή ένα πόδι ή ένα χέρι, καθόλου στέγη, είναι ψυχολογικά ράκη οι γενναίοι Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι και καταλήγουν επαίτες στην ίδια τους τη χώρα. (Εδώ το βιβλίο του Νόλλα μάς θυμίζει –μας φέρνει στο μυαλό, καλύτερα– το μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά Κόκκινος σταυρός, το οποίο και επεξεργάζεται το θέμα του μεσοπολέμου, μέχρι δηλαδή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία.) Η Ματούλα φεύγει από το Μόναχο και εγκαθίσταται στη Μηχανιώνα, όπου με τα λιγοστά οικονομικά της φτιάχνει ένα σχολείο για τα προσφυγόπουλα –που όλη τη μέρα κλοτσούν μια μπάλα μέσα στις λάσπες, άπλυτα και ταλαιπωρημένα–, πράγμα για το οποίο δικάζεται (καθώς δεν είχε πάρει άδεια, αλλά και γιατί η συντήρηση του κράτους τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν τεράστια) και αθωώνεται, καθώς ο μοναδικός στόχος της ήταν να μορφώσει παιδιά και όχι να βγάλει χρήματα. Κατόπιν, έρχεται στην Αθήνα και προσλαμβάνεται ως καθηγήτρια γερμανικών ενός παιδιού, οι φίλοι του οποίου –φοιτητές πια– δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τον αναπάντεχο θάνατό της, αν δηλαδή αυτοκτόνησε ή παραπάτησε στο μπαλκόνι και έπεσε και πώς τελικά δεν βρέθηκε τίποτα από το σώμα της, ούτε καν –όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας– το παπούτσι της. Ο Άγγλος δημοσιογράφος που ήρθε προηγουμένως είναι ερωτευμένος μαζί της, τίποτα όμως δεν θα συμβεί, καθώς φεύγει για δουλειά στη Βαγδάτη. Ο μυθιστορηματικός βίος λοιπόν της Ματούλας κλείνει το ίδιο (ο Νόλλας αφήνει επίτηδες ανοιχτό αυτό το παράδοξο φαινόμενο, αφού έχει αποφασίσει να μη δώσει στον αναγνώστη τίποτα περισσότερο και να αφήσει τον ίδιο να δώσει τη δική του οπτική και πρόταση, όπως κάνουν οι φίλοι του μεταπτυχιακού φοιτητή, μέρες πριν από την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967).

Είναι περιττό νομίζω να πούμε για πολλοστή φορά γράφοντας για τον Νόλλα πως «κεντάει»: Όλα – γλώσσα, εκφορά, ατμόσφαιρα, ύφος, δομή, επεξεργασία, κινούνται σε επίπεδα σχεδόν άριστα, τίποτα δεν πέφτει κάτω (και αυτό είναι απόλυτα σαφές, αφού έτσι έπρεπε στην ουσία να γίνει). Τίποτα δεν χαλά την αρμονία του κειμένου, τίποτα δεν προδίδει συγγραφική βιασύνη ή αφηγηματική χαλαρότητα. Ένα τέλειο από κάθε άποψη έργο, το οποίο αξίζει να διαβαστεί περισσότερο για αυτά που κρύβει, περισσότερο για ό,τι δεν γίνεται εμφανές. Τροφοδοτώντας τη φαντασία μας και παράλληλα δημιουργώντας ένα κλίμα που παρά την ψυχρότητα του μύθου (οι σκηνές με τους Γερμανούς στρατιώτες είναι χαρακτηριστικές) ψυχαγωγεί έτι περαιτέρω, προσφέρει προβληματισμό και απόλαυση και, τέλος, μας θέτει ενώπιον μιας ιστορικής περιόδου πενήντα χρόνων, όπου η Ευρώπη (αλλά και η ανθρωπότητα στο σύνολό της) πέρασε πολλά και τα διήλθε προκειμένου σήμερα να ζούμε ελεύθεροι, σε δημοκρατικά καθεστώτα, με απόλυτη ελευθερία του λόγου και των ατομικών δικαιωμάτων. Ο προοδευτικός συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας, ο οποίος και στο παρελθόν έγραψε κοινωνικά, πολιτικά και γενικώς άξια προβληματισμού βιβλία, συνοψίζει με το ίδιο σθένος, με τον ίδιο οίστρο τη συγγραφική του καριέρα, υπενθυμίζοντάς μας πως η Ιστορία είναι το Α και το Ω, πως από αυτή πρέπει να εμπνεόμαστε, πως από αυτή πρέπει να διδασκόμαστε, πως από αυτή οφείλουμε να βγάζουμε συμπεράσματα. Αυτή τη φορά με αιχμή μια Ελληνογερμανίδα δασκάλα με μυθιστορηματικό βίο και απροσδόκητο θάνατο.

Θέλω να κλείσω το παρόν κείμενο με μια διαπίστωση η οποία φυσικά και δεν είναι δική μου, για την αλληλεπίδραση δηλαδή Ιστορίας και Λογοτεχνίας (και δεν εννοώ στην ουσία τα ιστορικά μυθιστορήματα, που μας κατακλύζουν με αβέβαια αποτελέσματα), καθώς πώς θα ήταν η ζωή μας εάν δεν ανατρέχαμε στο παρελθόν, εάν δεν διδασκόμαστε από τις μεγάλες ιστορικές στιγμές, εάν δεν μιλούσαμε στα παιδιά μας για τους πολέμους, για τη Μικρασία, για τον Εμφύλιο, για τη Χούντα, πώς θα ήταν η ζωή μας αν οι λογοτέχνες δεν στηρίζονταν εκεί προκειμένου να μας παραδώσουν ό,τι πιο εφιαλτικό έζησαν οι άνθρωποι κάθε εποχής, πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς έναν Αλεξάνδρου, έναν Χατζή, έναν Τσίρκα, έναν Φραγκιά, έναν Κοτζιά, μια Αξιώτη, μια Σωτηρίου, έναν Πανσέληνο, έναν Πλασκοβίτη, έναν Βαλτινό, έναν Βασιλικό και, στη συνέχεια, έναν Νόλλα.

Ματούλα Μυλλέρου, πάροικος και παρεπίδημος
Δημήτρης Νόλλας
Ίκαρος
σ. 112
ISBN: 978-960-572-458-0
Τιμή: 12,20€

Keywords
Τυχαία Θέματα