«Η λεία» της Yrsa Sigurdardóttir

Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα της Ίρσα Σιγκουρδαρντότιρ Η λεία (μτφρ. Βίκυ Αλυσσανδράκη), που θα κυκλοφορήσει στις 13 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

«Κάτι υπάρχει εκεί έξω. Δεν ξέρω τι, πάντως κάτι υπάρχει. Κι αυτό σίγουρα δεν είναι ο τάρανδος. Είναι κάτι άλλο».
Η Ντρεφν δεν περίμενε αυτή την αντίδραση. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ν’ ακούσει από τον Τσόρβι κάτι που θα την ηρεμούσε και θα κατεύναζε τους

φόβους της λίγο πριν βγει έξω, στο σκοτάδι και στο κρύο.
«Γιατί το λες αυτό; Είδες τίποτα;» ρώτησε τρομαγμένη η Ντρεφν. Η φωνή της έτρεμε και ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Όμως αυτό δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα. Με τέτοιο κρύο, τα δάκρυα θα πάγωναν σε δευτερόλεπτα πάνω στα μάγουλά της μόλις θα έβγαινε έξω.
«Ναι, ένιωσα κάτι να με ακολουθεί. Κι αυτό δεν ήταν ούτε ο Μπγιόλβουρ ούτε ο Χόικουρ» αποκρίθηκε ο Τσόρβι, κοιτάζοντάς την στα μάτια. «Και φυσικά, ούτε ο τάρανδος».
«Να σε ακολουθεί; Πού; Στον δρόμο του γυρισμού ως εδώ;»
Ο Τσόρβι δεν απάντησε. «Καθώς γύριζα, στον δρόμο μου είδα αίμα πάνω στο χιόνι. Δυο φορές μάλιστα. Πολύ αίμα. Όχι απλώς σταγόνες. Μεγάλες κόκκινες κηλίδες».
«Αίμα; Ποιανού; Του Μπγιόλβουρ; Του Χόικουρ;»
Η Ντρεφν προσπάθησε ν’ αναζητήσει μέσα της την παραμικρή σταγόνα ελπίδας πως οι συνταξιδιώτες τους ήταν ακόμη ζωντανοί.
«Ποιανού ήταν το αίμα;»
Ο Τσόρβι χαμήλωσε το βλέμμα και σήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους του. «Πρέπει να βιαστείς. Το κακό μπορεί να συμβεί πριν καλά καλά το καταλάβεις».
Η Ντρεφν κατέβασε γρήγορα το φερμουάρ, πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από τη σκηνή. Δυσκολεύτηκε να σταθεί όρθια. Όταν έκανε ένα βήμα πίσω για να ξανακλείσει το φερμουάρ, ένιωσε πως ο άνεμος ήταν έτοιμος να την αναποδογυρίσει.
Οι χοντρές νιφάδες του χιονιού τη χτυπούσαν απ’ όλες τις κατευθύνσεις, έμπαιναν στην κουκούλα της κι έκαναν τα μάτια της να τσούζουν. Κουνώντας το ένα της χέρι πέρα δώθε, προσπαθούσε να τις απομακρύνει. Με το άλλο της χέρι, έκρυβε το πρόσωπό της για να προστατευτεί. Όμως ούτε αυτό βοηθούσε.
Ως τη σκηνή του Μπγιόλβουρ και της Άγκνες, της απέμεναν πια μόνο μερικά βήματα. Αυτό ήταν! Μερικά μεγάλα βήματα κι είχε φτάσει. Μπήκε μέσα κι άρχισε να μαζεύει ό,τι μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο. Ό,τι είχε βρει εκεί μέσα φαινόταν αρκετό. Δεν είχε νόημα να μένει για πολύ ακόμα έξω.
Πίστεψε πως ο γυρισμός θα ήταν πιο εύκολος. Όμως γελάστηκε. Ήταν σχεδόν αδύνατο να κάνει το πρώτο βήμα. Ο δυνατός αέρας την έσπρωξε με ορμή και την πέταξε κάτω, σαν τον νταή της παιδικής χαράς. Έκανε δυο βήματα και ξανάπεσε. Αντί να προσπαθήσει να σηκωθεί, αποφάσισε να συνεχίσει μπουσουλώντας στα τέσσερα. Έτσι δεν κινδύνευε να πέσει από τις ριπές του ανέμου. Τώρα πια ήταν μέσα σ’ έναν κάτασπρο, ασφυκτικό κλοιό.
Στα τέσσερα προχωρούσε καλύτερα. Οι μεγάλες, ορμητικές νιφάδες του χιονιού τής θόλωναν την όραση, όμως δεν έκαναν πια τα μάτια της να τσούζουν τόσο πολύ. Ξαναπλησίασε τη σκηνή που είχε αφήσει και προχώρησε στα γόνατα για να ανοίξει το φερμουάρ. Τα κατάφερε χωρίς πολλή προσπάθεια και μπήκε μέσα. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να πάρει βαθιές ανάσες και να ρίξει τους σφυγμούς της. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Μόλις άρχισε ν’ αναπνέει πάλι κανονικά, ξεκίνησε να τακτοποιεί όλα όσα είχε πάρει μαζί της πιο πριν. Έκανε τους δυο υπνόσακους ρολό και τους έβαλε μέσα στις λεπτές θήκες τους. Στήριξε τον φακό όρθιο σε μια από τις δυο θήκες και έσπρωξε τα δυο σακίδια. Χωρίς να χάσει τον χρόνο της για να δει τι είχαν μέσα, άδειασε γρήγορα τα πράγματα του ενός μέσα στο άλλο, ώσπου το σακίδιο γέμισε ασφυκτικά. Τα τρόφιμα μέσα στην πλαστική σακούλα θα τους έφταναν. Δεν υπήρχε περίπτωση να πεινάσουν. Όχι σύντομα τουλάχιστον.
Καθώς έβαζε το σακίδιο στην πλάτη της, της φάνηκε πως άκουσε έναν θόρυβο απέξω. Όχι, αυτό δεν ήταν ο αέρας. Έμεινε ακίνητη και προσπάθησε να συγκεντρωθεί, για ν’ ακούσει. Μέσα στον θόρυβο που έκανε ο αέρας που λυσσομανούσε και το απότομο κυμάτισμα του μουσαμά της σκηνής, ξεχώρισε έναν άλλο θόρυβο, που έκανε το αίμα στις φλέβες της να παγώσει. Τον είχε ξανακούσει αυτό τον απόκοσμο ήχο. Ο φόβος όξυνε τις αισθήσεις της. Έτσι, μπορούσε πια να δει καλύτερα γύρω της μες στο σκοτάδι. Ήταν σαν να είχε εξαφανιστεί γύρω της κάθε ερέθισμα που θα μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή. Το μυαλό της ήταν μόνο στους ήχους που έφταναν στ’ αυτιά της απέξω. Δεν ένιωθε πια το κρύο ούτε την κούραση στο σώμα της. Το μόνο πράγμα που είχε στον νου της ήταν εκείνη η φρικτή, γεμάτη απελπισία φωνή, που την ικέτευε να της ανοίξει.
Όχι, δεν θα φώναζε τον Τσόρβι. Έπρεπε να κάνει απόλυτη ησυχία, για ν’ ακούσει. Μετά από λίγο, σιγουρεύτηκε. Δεν είχε πια αμφιβολία πως άκουγε την ίδια απεγνωσμένη ικεσία. Όταν κατάφερε να αυτοσυγκεντρωθεί παίρνοντας βαθιές ανάσες, αντιλήφθηκε από πού ερχόταν αυτή η φωνή. Ακουγόταν από τη μεριά της σκηνής του Χόικουρ. Στο απόκοσμο μάντρα τώρα είχε προστεθεί κι ένα αλλόκοτο κουδούνισμα. Ένα κουδούνισμα που ερχόταν από μια σκηνή γεμάτη πράγματα.
Δεν μπορεί να είχαν γυρίσει ο Μπγιόλβουρ με τον Χόικουρ.
Αν γύριζαν εκείνοι, τότε σίγουρα θα έμπαιναν στην πρώτη σκηνή που θα έβρισκαν μπροστά τους, μόλις πλησίαζαν. Η ίδια φωνή μέσα της, που της έλεγε να κάνει ησυχία για ν’ ακούσει, τώρα της έλεγε πως οι φίλοι της δεν είχαν επιστρέψει.
Σκέφτηκε πως, αν είχε γυρίσει ο Χόικουρ, θα είχε ακούσει το φερμουάρ της σκηνής του ν’ ανοίγει. Όμως δεν άκουσε τίποτα τέτοιο, από τη στιγμή που είχε φύγει από τη σκηνή της, αφήνοντας πίσω της την Άγκνες και τον Τσόρβι. Όχι, αυτό που άκουγε δεν ήταν οι φωνές του Μπγιόλβουρ και του Χόικουρ. Αυτή η φωνή ήταν γυναικεία. Ίσως και παιδική. Δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει. Ίσως να μην ήταν τίποτα από τα δύο.
Ξαφνικά, ένας ήχος από φερμουάρ ακούστηκε από τη σκηνή του Χόικουρ. Ωστόσο αυτή τη φορά, αντί να καθίσει ακίνητη στη θέση της, η Ντρεφν άρπαξε τους δυο υπνόσακους και πετάχτηκε πάνω.
Δεν έριξε ούτε βλέμμα προς την κατεύθυνση της σκηνής του Χόικουρ, δεν έκλεισε καν πίσω της το φερμουάρ βγαίνοντας από τη σκηνή της Άγκνες και του Μπγιόλβουρ. Άρχισε ευθύς να μπουσουλάει προς τη δική της σκηνή.
Σε μια στιγμή, ο φακός τής έπεσε μέσα στο χιόνι. Όταν γύρισε να τον ξαναπάρει, το σακίδιο που κρεμόταν στον ένα της ώμο γλίστρησε κι έπεσε δίπλα της.
Όσο μπουσουλούσε πεσμένη στα γόνατα, φώναζε με όση δύναμη είχε: «Άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου!».
Όταν έφτασε έξω από τη σκηνή τους, το φερμουάρ ήταν ακόμη κλειστό.
«Τσόρβι, άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου!»
«Αυτό προσπαθώ να κάνω!» ακούστηκε η φωνή του Τσόρβι από μέσα.
Τα γάντια στα πρησμένα χέρια του τον εμπόδιζαν.
Η Ντρεφν έπιασε το φερμουάρ και κοίταξε πίσω της με αγωνία. Το φως του φακού φαινόταν ακόμα πιο αδύναμο μέσα στο χιόνι. Όμως ήταν αρκετό για να την κάνει να διακρίνει κάτι που ερχόταν έρποντας από πίσω της. Αντί να ουρλιάξει ή να το βάλει στα πόδια μες στο σκοτάδι, έσφιξε με το ένα χέρι τα πράγματα που κουβαλούσε και με το άλλο ξανάπιασε το φερμουάρ της σκηνής. Άνοιξε και μπήκε μέσα σαν σίφουνας.
«Κλείσε! Κλείσε!»
Το ήξερε ότι δεν ωφελούσε σε τίποτα να φωνάζει, όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Κάτι είχε πάθει ο ένας της αστράγαλος.
Ο Τσόρβι είχε καταφέρει να βγάλει το ένα του γάντι και κάθισε κάτω. Έμεινε να κοιτάζει τη γυναίκα του άφωνος, με το στόμα ορθάνοιχτο. Η Άγκνες, που είχε ξυπνήσει από τη φασαρία, άφησε να της ξεφύγει ένα βογκητό από τον πόνο στον καρπό της.
«Τι; Τι έγινε;»
Η Ντρεφν έδειξε το κλειστό άνοιγμα της σκηνής κι άνοιξε το στόμα της για ν’ απαντήσει. Όμως η φωνή της δεν έβγαινε. Δεν μπορούσε να πει λέξη.
Απέξω ακουγόταν ένας ανατριχιαστικός, απόκοσμος θόρυβος. Κι ακουγόταν πια τόσο καθαρά, λες και κάποιος την είχε στήσει ακριβώς έξω από το άνοιγμα.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Yrsa Sigurdardóttir,