«Πρώτα κλέβεις γάλα (το βίωμα), μετά γράφεις...» του Δημήτρη Ελέα

04:16 6/7/2024 - Πηγή: Diastixo

Tα αστέρια μοιάζουν με ασημένια καρφιά που αυτοανεφλέγησαν στον ουρανό και είναι τόσο πολλά. Κάτω από ένα τέτοιο ασημένιο καρφί ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να έρθει στο Λονδίνο. Να φύγει και να μην ξανακοιτάξει πίσω. Πού να ήξερε όμως τι θα ακολουθήσει; Και γιατί πήρε την απόφαση να κλείσει την πόρτα του Στράτφορντ απόν Έιβον στην κομητεία του Γουόρικσιρ, όπου η ζωή του ήταν σε άλλη κλίμακα και όλοι τον ήξεραν; Γιατί άραγε εγκατέλειψε την οικογένειά του; Πλέον εκεί θα βρίσκεται το παλιό του κρεβάτι.

«Η

πικρή και κυνική αλήθεια είναι πως η οικογένεια, στην καθημερινότητά της, είναι μια μορφή μικροαπάτης, αυτοδίδακτο συνανήκειν, που έχει να κάνει με την κυριαρχία και τη δύναμη. Η οικογένειά μου –αλλά και η δική σου, αγαπητέ αναγνώστη ή ακροατή σε κάποια σκηνή της μουντής πόλης μας!– είναι μια μορφή μικροαπάτης διαποτισμένης με μητρική φροντίδα, πατρική αδιαφορία και διαταραχή. Έτσι είναι έκαστη οικογένεια για τα μέλη της. Μα “η ίδια η οικογένεια” θέλει να λειτουργεί σαν παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους, δηλαδή τα μη-μέλη της», έχει γράψει σε ένα σημειωματάριο ο Ουίλιαμ. Και τι άλλο ενδέχεται να ακολουθήσει στο Λονδίνο, εκτός βέβαια από το καθεστώς της ανωνυμίας και από την πείνα; Όποιος έχει ασημικά τα πουλάει, ειδάλλως πεινάει, έτσι δεν είναι; Τι ζωή είναι κι αυτή, να ζηλεύεις όσους τρώνε καλά και να φθονείς θανάσιμα όσους δεν σου δίνουν φαγητό;

Ένα πρωί, με το πρώτο φως της ημέρας, καθώς ο Ουίλιαμ βγήκε από το κρησφύγετο, άρχισε να κατηφορίζει στον λόφο από έναν δρόμο με διάφορα ξύλινα σαραβαλιασμένα σπίτια. Πώς θα γράψει για τους ανθρώπους, αν πρώτα δεν τους μυρίσει; Σαν σκυλί να τους μυρίζεις, λοιπόν, και όταν είσαι νηστικός, νιώθεις την κάθε μυρωδιά εντονότερα. Από την άλλη, δεν περπατούσε σαν σκυλί, μα σαν χελώνα που πάει να φάει σύκα. Στην πόρτα ενός σπιτιού διακρίνει γάλα, ίσως και με τη διαίσθηση που έχουν τα φίδια, αλλά συνεχίζει να περπατάει. Σηκώνει τα πεινασμένα του βλέφαρα, σαν να είναι μεγεθυντικός φακός, για να δει αν βγαίνει καπνός από τα σπίτια αυτά, και συνάμα συλλογιέται: «Όλο το βασίλειό μου δίνω για λίγο γάλα» (η φράση αυτή, πάντως, θα αντηχήσει εντός του ως: «Όλο το υπόγειό μου δίνω για λίγο γάλα»). Δεν βλέπει πουθενά στις στέγες καπνό μπουχτισμένο να χορεύει και να χασκογελάει μόνος του. Και όπως είναι γνωστό, ακόμη και η κλεψιά απαιτεί ιδρώτα και αίμα. Αλλάζει αμέσως κατεύθυνση – μα, ξάφνου, γυρίζει πίσω και το κλέβει στα γρήγορα-γρήγορα! Στον δρόμο περπατάει «με κομμένη την ανάσα» («with bated breath»): στην αρχή σαν βρεγμένη πάπια και στη συνέχεια σαν αλεπού που ξεμύτισε από τη φωλιά της το καταμεσήμερο. Ιδροκοπά. Μα συνάμα, βρίσκει το θάρρος και βουτάει το μακρύ του δάχτυλο μέσα στο γάλα. Το σηκώνει ψηλά, σαν δάσκαλος που κουνάει το δάχτυλο στον μαθητή που μόλις έπιασε αδιάβαστο, και το βάζει μέσα στο στόμα του. Τα χείλια του σφίγγουν από ένστικτο σα μέγγενη και συνάμα σφίγγονται σ’ ένα πονηρό κρυφόγελο. Προβλέψιμο επίτευγμα! Ένα κατευχαριστημένο χαμόγελο, το οποίο, παρεμπιπτόντως, προσβλέπει στο μέλλον. Δυο-τρεις σταγόνες πέφτουν πάνω στο χώμα του δρόμου, δεν είναι όμως από αίμα για να αφήσουν ίχνη. Συνεχίζει να περπατάει, όπως το ψάρι μέσα στο ποτάμι που κολυμπάει όπως πάει το νερό.

Μπάζει γρήγορα-γρήγορα το γάλα μέσα στο υπόγειο και πίνει αρκετό μονορούφι, άλλοτε στραβοκαταπίνοντας, μέχρι που αργότερα να πονέσει το στομάχι του. Μα ξάφνου, σκέφτεται, δεν μπορώ να πιω κι άλλο γάλα. Για όνομα του Θεού! Και όταν έρχεται η νύχτα, ο Ουίλιαμ κοιμάται με την αγωνία του γάλακτος. Μέσα στη νύχτα, όσο και να βυζάξουν τα μικρά ποντίκια και οι κατσαρίδες από την ξύλινη καρδάρα, το πηχτό γάλα δεν τελειώνει. Ο Poet ρεύτηκε δυνατά, σπινθήρες πετάχτηκαν δεξιά και αριστερά, και ξεβράστηκε μια μυρωδιά με καβουροπόδαρα και μπίρα. Το ακριβώς αντίθετο της μυρωδιάς φρεσκοψημένου αμύγδαλου. Μάρτυς του η Ορμή του Χρόνου (που είναι σαν μικρόσωμος κόκορας!).

Το πρωί, με το πρώτο ένοχο φως της ημέρας, παίρνει το γάλα και τα πήλινα μπολάκια και περπατάει από την πίσω μεριά του κάστρου και αντίθετα από το σπίτι όπου είχε διαπράξει την κλοπή. «Οι νοικοκυραίοι του γάλακτος θα με καταριούνται αιώνια. Θα αλληλοκαταπραΰνουν τον πόνο τους λέγοντας: “Να μην κλαίμε πάνω στο γάλα που κλάπηκε, να κοιτάξουμε να βρούμε καινούργια αγελάδα για να αρμέξουμε”», συνέχεια μονολογεί. Όπου βρίσκει γάτα, σκύλο ή ακόμη και πέρασμα αρουραίων, σκύβει, βάζει ένα μικρό πήλινο μπολάκι στο χώμα και το γεμίζει από την καρδάρα. Το αθώο γάλα το μοιράζεται με όλη σχεδόν την πλάση. Ακόμη και τις λαμπερές καμπουριασμένες σταγόνες του που φυλακίζουν το φως, σαν να είναι άσπρο μελάνι.

Μήπως, όμως, μοιράζεται και την κακή πράξη της κλεψιάς; Ένας κόκορας κουρσάρος που τον είδε στον δρόμο, ανέβηκε πάνω σε μία μεγάλη μάζωξη από ξερά χόρτα και λιανά ξύλα, που κάποια σβέλτη νοικοκυρά έχει μαζέψει για προσάναμμα, κορδώθηκε, έκανε λίγο ζέσταμα και άρχισε με ρητορική δεινότητα να κικιρίζει δυνατά σαν να ήξερε τι έχει συμβεί. Ο αέρας ξάφνου δυνάμωσε συμμαχώντας με το λαρύγγι της αλήθειας.

Την ίδια μέρα, γράφει πάνω σε ένα κομμάτι από ξύλο: «Το γάλα μπορείς να το πιεις μέσα από ένα γυάλινο, ένα ξύλινο ή ένα χρυσό κύπελλο. Το γάλα μένει πάντα ίδιο στη γεύση. Ο άνθρωπος όμως νομίζει ότι η γεύση αλλάζει, γιατί αρχίζει να σκέφτεται την αξία του κυπέλλου μέσα από το οποίο το πίνει, σε σελίνια και πένες. Όσο αυξάνει όμως η φτώχεια, τόσο μειώνεται και η αξία του κυπέλλου!»

O Δημήτρης Ελέας είναι συγγραφέας, ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής, που ζει στη Νέα Υόρκη.

Keywords
Τυχαία Θέματα