Τέσσερα ποιήματα του Στέλιου Μανουσέλη

Σύντροφοι

Σφιχτά απ’ το μπράτσο τον κρατούσε και γελούσε μιλώντας του
γαντζωμένη στο αδύναμο χέρι του
μην την αφήσει τον κρατούσε, μη χαθεί απ’ τη ζωή της,
του χαμογελούσε και τον κρατούσε και του μιλούσε
στα μάτια τον κοιτούσε
τον ισχνό απ’ τις χημειοθεραπείες και με πεσμένα μαλλιά
και βήμα ασταθές σύντροφό της
και γελούσε κι αυτός παιδιάτικα, αχόρταγα την κοιτούσε
και την έσφιγγε πάνω του και κούρνιαζε κι έλαμπε
βέβαιοι για το αδύνατο του θανάτου
πώς να πεθάνεις και ν’ αφήσεις μια τέτοια σύντροφο;
Πεθαίνουν οι άνθρωποι όταν

οι άλλοι τούς αφήνουν να πεθάνουν.

Ένας ισολογισμός

Μετά από 48 χρόνια συμβίωσης αποδεκτά ικανοποιητικής
με δυο παιδιά, μικροκαβγάδες διαχειρίσιμους
μικροχαρές μεγεθυνόμενες στο πέρασμα του χρόνου
με δυσχέρειες και πένθη που τους ωρίμασαν
με δύο διαμερίσματα ιδιόκτητα, μη κληρονομημένα
με περίπου τρεις χιλιάδες ερωτικές συνευρέσεις
χαμογελώντας αλληλοσαρκαζόμενοι για την καθημερινή χρήση της τουαλέτας
ανταλλάζοντας τη θέρμη των σωμάτων τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα
με την προοπτική ενός ακύμαντου, μειλίχιου γήρατος
βαδίζοντας στον θάνατο σχεδόν μ’ αυτοπεποίθηση,
μετά το εγκεφαλικό του,
του μιλούσε ελάχιστα και απότομα, ξεσπούσε σε φωνές, τον πρόσβαλλε
συχνά τον άφηνε νηστικό, τον παρατούσε κατουρημένο ώρες.
Τον κατάτρωγε αυτό το ανεξήγητο, που δεν τον άντεχε πια.
Τι να πήγε στραβά στη ζωή τους;
Τι τους διέφυγε μέσα σ’ αυτά τα 48 ολόκληρα χρόνια;
Τι έμεινε ανεπίλυτο, τι είχε συσσωρευθεί;
Ποιο το ποσοστό του άλλου που ποτέ δε θα γνωρίσουμε;
Τον κατέβαλλε που ούτε να τα εξηγήσει
ούτε και να τα γυρίσει πίσω μπορούσε.

Αδίχτης

Ο θείος μου, όπως κι ο πατέρας του
φύτευε ελιές μέχρι τα βαθιά του τα γεράματα.
Τις φύτευε στοργικά για να τις προστατέψει
από τα έχνη, την ανομβρία, τη λάβρα,
τον βοριά, του χρόνου τον φθόνο, παρόλο που ήξερε ότι
για πολλές δε θα προλάβαινε καν την πρώτη τους την καρποφορία.
Ήταν το χνάρι του που θα κληροδοτούσε στους απογόνους του
παρότι τα παιδιά του εγκατεστημένα μόνιμα στο εξωτερικό
και με δουλειές καλές αδιαφορούσαν για την εκεί μικρή τους περιουσία,
έρχονταν στο χωριό πολύ σπάνια και μόνο για λίγες μέρες
κι ούτε που είχανε σχέσεις καλές με τον πατέρα τους.

Έτσι όλες οι ελιές που ο θείος μου ανάσταινε τα τελευταία
της ζωής του τα χρόνια ξεραθήκανε μετά που πέθανε.
Να τις φύτευε από ματαιοδοξία ή γιατί δεν είχε με τι άλλο να καταπιαστεί;
Να το ’κανε γιατί κάποιο πάθος πρωτόγονο αταβιστικό
ανεξέλεγκτο χτυπούσε μέσα στο αίμα του
ή το ’κανε γιατί ένιωθε ότι οι ξεραμένες οι ελιές
στοιχειώνουνε, δεσμός ακατάλυτος
αφού είδα τον γιο του να τις ποτίζει και να λύνεται σε λυγμούς;

Εικοστή πέμπτη ραψωδία

Μετά του Οδυσσέα την έλευση
το τι απόγιναν ο Κύκλωπας, η Καλυψώ, η Κίρκη δε μαθαίνουμε·
πώς να έζησε στο εξής ο τυφλωμένος Κύκλωπας;
Η Κίρκη με τα φίλτρα της ανενεργά;
Να ’μεινε μόνη η Καλυψώ ή βρήκε άλλο σύντροφο;
Να συναπαντήθηκαν ξανά με τον Οδυσσέα;
Να τους αποθύμησε;
Να του ’μεινε πόνος βαθύς, να ’ταν ο νόστος του πικρός
που στη ζωή του μόνο μια φορά
Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες, Καλυψώ συνάντησε;

O Στέλιος Μανουσέλης γεννήθηκε το 1966 στη Σητεία. Σπούδασε Φυσική Αγωγή στο ΕΚΠΑ και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Κατοικεί στη Λεμεσό. Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση ποιημάτων του.

Keywords
Τυχαία Θέματα