Το προπατορικό αμάρτημα της υπόθεσης των Τεμπών

Τα Χριστούγεννα ο Πρωθυπουργός ήταν στην κορυφή του κόσμου. Είχε μόλις κερδίσει κατά κράτος την κοινοβουλευτική αναμέτρηση του προϋπολογισμού, είχε διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά, είχε συσπειρώσει τους βουλευτές του και δεν φαινόταν ούτε ίχνος δυνητικής αμφισβήτησης ούτε από την αντιπολίτευση ούτε εσωκομματικά. Και τα Τέμπη έμοιαζαν με τραγική ανάμνηση, χωρίς όμως πολιτικό αντίκτυπο.

Δυο μήνες αργότερα, βρίσκεται στη χειρότερη

θέση της θητείας του. Η καθαρή πρόθεση ψήφου στη Νέα Δημοκρατία πέφτει σαν βαρίδι και βρίσκεται πια λίγο πάνω από το 20%. Η εντύπωση της «συγκάλυψης» κυριαρχεί – τη συμμερίζονται επτά στους δέκα. Η κοινωνική εμπιστοσύνη καταρρέει – και ιδιαίτερα απέναντι στη Δικαιοσύνη, που είναι το βασικό ανάχωμα της κυβέρνησης απέναντι στο κύμα αιτιάσεων που δέχεται. Παλιά αποκαλούσαν τον Τόνι Μπλερ «teflon Tony» γιατί καμιά αρνητική εξέλιξη δεν επηρέαζε την εικόνα του. Η κυβέρνηση είναι το αντίθετο. Κολλάνε όλα: από τις πιο εύλογες απορίες μέχρι τις πιο ροκαμβολικές θεωρίες συνωμοσίας. Γιατί;

Η απάντηση βρίσκεται στο προπατορικό αμάρτημα της υπόθεσης των Τεμπών. Η «συγκάλυψη» έχει πολλές έννοιες. Η μία είναι εσκεμμένη παραποίηση στοιχείων, από πρόθεση ώστε να μην αποκαλυφθούν πραγματικά γεγονότα και αντίστοιχες ποινικές ευθύνες. Η διαλεύκανση αυτού του σκέλους ορθά λέει η κυβέρνηση ότι αφορά τη δικαστική έρευνα (αλλά η αξιοπιστία της κάθε είδους διερεύνησης υπονομεύεται όταν έρχονται στο φως με καθυστέρηση δύο ετών, από την πιο προφανή πηγή – την εταιρεία ασφαλείας που έδωσε τα γνωστά πρόσφατα βίντεο – έστω κι αν τα στοιχεία αυτά ενισχύουν το κυβερνητικό επιχείρημα).  Υπάρχει όμως και η πολιτική έννοια της συγκάλυψης. Ας θυμηθούμε τις συνθήκες πριν από ακριβώς δύο χρόνια. Ο Πρωθυπουργός επρόκειτο να ανακοινώσει τις αμέσως επόμενες μέρες την προκήρυξη εκλογών. Η κάλπη ήταν σε κάθε περίπτωση θέμα εβδομάδων. Ανέβαλε τις εκλογές για να διαχειριστεί τον άμεσο πολιτικό αντίκτυπο. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται η επιλογή του να προκρίνει, να υιοθετήσει, να διατυπώσει ο ίδιος δημόσια και να υπερασπιστεί το σενάριο του ανθρώπινου λάθους – χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς να περιμένει έστω μια πρώτη εικόνα έρευνας. Εκανε δηλαδή την επιλογή της πολιτικής επικοινωνίας για τη μείωση του άμεσου κόστους. Η μετάνοια δύο χρόνια μετά έχει μικρή αξία, ακόμη κι αν με περίσσεια ψυχικής γενναιοδωρίας τη θεωρήσει κανείς ειλικρινή. Και ακολούθησε μια άλλη – καταλυτική – επιλογή. Ο κ. Μητσοτάκης θεώρησε πως η ανάληψη του κόστους για την εκ νέου υποψηφιότητα του Κώστα Καραμανλή τζούνιορ του έδινε τη δυνατότητα να επιβάλει από θέση ισχύος μια μακροπρόθεσμη και ευνοϊκή για εκείνον ανακωχή με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή και το καραμανλικό στρατόπεδο στο κόμμα του. Διαχειρίστηκε δηλαδή σε πρώτο χρόνο την υπόθεση των Τεμπών με προτεραιότητα όχι τη διερεύνηση των συνθηκών, αλλά τις πολιτικές και εσωκομματικές παραμέτρους της. Αυτό πληρώνει σήμερα.

Η κυβέρνηση στην παρούσα κατάσταση μοιάζει με την υποψηφιότητα του Κ. Μπακογιάννη ανάμεσα στους δύο γύρους των δημοτικών εκλογών. Υπάρχει μια βαθιά και εκτεταμένη καχυποψία, δυσπιστία αλλά όχι εναλλακτική. Χωρίς πολιτικό φορέα να εκφράζει την αμφισβήτηση της κυβερνητικής εξουσίας, η δυσφορία βρίσκει έκφραση σε ένα ζήτημα που υπερβαίνει τα κόμματα και το πολιτικό πεδίο, αγγίζοντας το σύνολο της κοινωνίας: τα Τέμπη. Οπως έδειξε και η δημοτική κάλπη, όταν εμφανίζεται έστω και μια υποψία αξιόπιστης εναλλακτικής, η πολιτική κυριαρχία μπορεί να εξαϋλωθεί σε χρόνο μηδέν.

Ο Φοίβος Καρζής είναι δημοσιογράφος

Keywords
Τυχαία Θέματα