«Ανυπότακτες μικρές ζωές» της Αρντίτας Ιατρού

ΝόΝΑ

Ήρθε η Νόνα
χτες τη νύχτα.
Χτύπησε την πόρτα.
Σηκώθηκα να της ανοίξω
και ούρλιαξα από τρόμο
όταν είδα τη Νόνα στο κατώφλι να γελά
κουβαλώντας στην πλάτη της έναν βράχο.

Εσύ πέθανες, της είπα
γιατί ήρθες;
Η Νόνα γέλασε δυνατά
κι από το στόμα της ξεχύθηκε ένας καταρράκτης
και βράχηκα ολόκληρη
Ύστερα με μια στοργική φωνή μού είπε:
Έλα κόρη μου
μ’ έκανες να γελάσω
Ήρθα μόνο ένα πράγμα να σου θυμίσω
πως ζωντανός είναι ο πόνος
και παίρνω μαζί μου
το μεγαλύτερό του μέρος.

Τώρα στον Θεό μου κινώ και φεύγω
μην πεις στη μάνα σου ότι ήρθα.

Μα, τον βράχο, άφησέ τον,
μαζί σου γιατί τον παίρνεις;
Η Νόνα δεν απάντησε
Γύρισε την πλάτη της
σηκώθηκε σαν πούπουλο στον αέρα
με το βάρος του πόνου στα χέρια
και μ’ άφησε στην πόρτα ταραγμένη
σαν είδα τον θάνατο μες στη νύχτα
να φεύγει.

Μπήκα μέσα
κι έπεσα καταγής
και με πήρε ένας ύπνος βαθύς
δίχως πόνο
δίχως βάρος
σαν ψέμα.

ΕΒΛΕΠΑ ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ

Παιδί, έβλεπα τη μάνα μου τα πρωινά,
σαν τράβαγε απ’ το χέρι την ανυπότακτη
μικρή ζωή της
την έπαιρνε αγκαλιά
και έφευγε
σαν βουητό μιας επερχόμενης κακοκαιρίας.
Πίσω της κουνούσε την ουρά η μοναξιά.

Και κολλούσε το βλέμμα μου
σ’ εκείνο το θορυβώδες σκηνικό
σ’ εκείνη την άτυχη όμορφη γυναίκα
και κάλπαζαν τα ηλιοβασιλέματα
μες στα μάτια μου
λίγο ακόμα, έλεγα
λίγο ακόμα
και ύστερα άκουγα τον κρότο του σκοταδιού
έκλεινα τα παράθυρα
και μίκραινε ο δικός μου κόσμος.

Ήτανε στενές οι πλάτες μας
για να κουβαλάμε τη βαριά μας τύχη
μα είχαμε τα μάτια μας να κλαίμε.

Έτσι θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα
παιδί με μάτια μελαγχολικά γεμάτο συμπόνια.
Τα έκλεινα
και όλο το είναι μου
κατέγραφε την πραγματικότητα.

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΥΑΛΙ

Κάποτε κοιτούσα τον ουρανό
από το μικρό γυάλινο τετράγωνο
παράθυρο του δωματίου μου
που φώτιζε στο σούρουπο
ένα μακρινό αστέρι
και φανταζόμουν ότι ήταν πνεύμα
που χαμογελούσε διαρκώς
ή ο Θεός ο ίδιος.

Δεν ρώτησα ποτέ γιατί τα παράθυρά μας
δεν είχαν κουρτίνες
Ήταν αυτονόητο.
Ένα είδος ελευθερίας ήταν
που λίγοι γνώριζαν.

Έχτιζα σκαλοπάτια
και ξεφόρτωνα τα όνειρά μου
στις κοιλιές των σύννεφων
μα αυτά ξαναγύριζαν και πάλι πίσω
βροχερά
από τον ουρανό μου εκείνο
που αεροπλάνα δεν είχανε ποτέ πετάξει.

Μετρούσα τα χρόνια με τα δάχτυλα
και ανυπομονούσα να μεγαλώσω
να γίνω το απραγματοποίητο όνειρο
της μητέρας
μα εγώ άλλαζα τις επιθυμίες μου
ανάλογα με τις εποχές.

Τώρα γράφω για τα ίδια απέραντα ουράνια,
τα πλατιά και ξάστερα,
μα δεν έγινα ποτέ
το απραγματοποίητο όνειρο
της μητέρας.

ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΠΑΙΔΙΟΥ

Χάθηκε ένα παιδί
το εβδομήντα δύο γεννηθέν,
ετών σαράντα πέντε,
ημέρα Πέμπτη, άγνωστη ώρα.
Με ξανθά μαλλιά που φτάνουν στους ώμους,
ύψος ένα εβδομήντα.
Την ημέρα τής εξαφάνισης
φορούσε κόκκινο παλτό
με ξύλινα κουμπάκια
παπούτσια άσπρα
χρώματος μπεζ η σχολική της τσάντα.
Παράκληση,
όποιος τη βρει
να την οδηγήσει στην παιδική χαρά,
της οδού Ελμπασάν, δίπλα στο παλιό υφαντουργείο.
Η μάνα του το περιμένει.

Υστερόγραφο: Αυτή είναι μια παράκληση
για να βρεθεί ένα παιδί
παντοτινά χαμένο.

Η Ardita Jatru (Αρντίτα Ιατρού) γεννήθηκε στα Τίρανα της Αλβανίας το 1972. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Το 2017, η συλλογή ποιημάτων της 66 κιλά μοναξιά εκδόθηκε στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Transcedent Zero Press (ΗΠΑ). Τα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή λογοτεχνικά περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες. Από το 1990 ζει στη Θεσσαλονίκη.

Keywords
Τυχαία Θέματα