«Εκεί στη Μελίγια» της Λίνας Στεφάνου

URGENT

(Melilla, Friday, 24.6.2022)

1, 2
1, 2, 4
1, 6, 9, 14
1, 2, 3, 4
αρνούμαι να πάω παρακάτω
λες κι έχει καμιά σημασία
λες και το 1, 2, 3, 4, είναι λίγο
Ένας, Δύο, Τρεις, Τέσσερις... Φτάνει τώρα!
Η φρίκη μού γλείφει το πρόσωπο. Τα κορμιά τους γίνονται κορμί μου.

Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις – να κι ο πέμπτος, που τον πέταξαν πάνω στους άλλους.

Έξι
Γυμνός από τη μέση και πάνω. Ακίνητος. Μόνος του εκεί στη μέση. Άραγε πού είναι
η μητέρα του; Τον είδε; Εύχομαι εκείνη να έχει πεθάνει

προ πολλού. Να μην δει τον
γιο της, να μην χρειαστεί έτσι να τον θυμάται.

Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, Εφτά
Ιερός αριθμός. Εφτά πτώματα το ένα πάνω στο άλλο. Εφτά σώματα. Εφτά άνθρωποι.
Πτώμα είναι κάτι άψυχο δίχως ζωή. Μα αυτοί οι επτά δεν ήταν πάντα έτσι. Ήταν νέοι
και έπιναν και κάπνιζαν, χτυπούσε καρδιά μέσα στο στήθος τους και ονειρεύονταν
μια καλύτερη ζωή.
Εκεί στην Μελίγια.
Τη Μλίλια των Μαυριτανών. Μλίλια η ξεχασμένη πόλη.
Χτισμένη, με τα δόντια της καρφωμένη στην ανατολική πλευρά μιας παράπλευρης απώλειας
που αποκαλεί τον εαυτό της χερσόνησο και καταλήγει στο ακρωτήριο Τρες Φόρκας.
Τρεις Φούρκες μάγισσες. Τρία πιρούνια, θανατηφόρα και μια βάση στρατιωτική.

Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οκτώ –
Τι θα τραγουδούσε γι’ αυτούς η Μεσόγειος σήμερα; Πόσο τρυφερά το έλεγε ο Μουστακί;
Il y a l’odeur du sang qui flotte sur ses rives
Et des pays meurtris comme autant de plaies vives

Ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά, οκτώ, εννέα...
Διαταγές ακολουθώ. Δεν μπορώ να τους αφήσω. Αν δραπετεύσουν, θα δικαστώ εγώ.

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι επτά οχτώ εννέα, πόση φρίκη χωράει σ’ ένα δελτίο των 9;
Δεν χωράει. Κανένα δεν έδειξε αυτό το βίντεο.
Des îles barbelées, des murs qui emprisonnent

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα. Αν σου δείξω ότι εκείνοι
πέθαναν για μια μέρα Ελευθερίας ο δικός σου καρκίνος θα υποχωρήσει από φρίκη;
Θα υποκλιθεί στη ζωή;

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα
Ποιος μέτρησε τα πτώματα; Πώς περπατάς ανάμεσα στη φρίκη μετρώντας εμμονικά...
Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα ξέχασα
να πλύνω τα δόντια μου. Μαμά, θα μου πεις μετά το παραμύθι με τον λύκο;
Θέλω να ξαπλώσω στα ζεστά. Θέλω λίγο να φοβάμαι πριν κοιμηθώ. Γιατί έτσι νιώθω
ζωντανή, ευγνώμων, ασφαλής κι ευτυχισμένη.

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα δώδεκα Δώδεκα
είναι μια αθώα ηλικία. Θα βάλω την ταμπέλα Μην ενοχλείτε

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα δώδεκα δεκατρείς –
Σαν τον ποταμό Λούρο που πετάνε τα σφάγια μέσα. Σαν τον Λούρο που ποτίζει
τα χωράφια τους κι εκείνοι πετάνε μέσα πτώματα ζώων που αρρώστησαν χωρίς να
σκέφτονται πως θα το πιουν αυτό το νερό. Πως τα πάντα στη ζωή είναι κύκλος.
Πως η ζωή που πήραν θα πάρει και τη δική τους.

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα δώδεκα δεκατρείς δεκατέσσερις –
Δεκατέσσερα παιδιά είχε ο άλλος. Δεκατέσσερις μικροί μάρτυρες.
Δεκατέσσερις εκδικήσεις που μια νύχτα σκοτεινή θα επιστρέψουν. Έτσι ξεκινάνε
οι επαναστάσεις. Όταν τους τα παίρνεις όλα και δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν.

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα δώδεκα δεκατρείς δεκατέσσερις δεκαπέντε φεγγάρια, δεκαπέντε καρδιοχτύπια. Δεκαπέντε φορές
που μέτρησε με τα δάχτυλά του. Δεκαπέντε φορές που τύλιξε το δάχτυλό του
γύρω από τα μαλλιά της.
Δεκαέξι δεν έχει.

Ένας δύο τρεις τέσσερις πέντε έξι Εφτά οχτώ εννέα δέκα έντεκα δώδεκα δεκατρείς
δεκατέσσερις δεκαπέντε δεκαέξι φορές που του είπε η μάνα του να μην βγει.
Δεκαέξι φορές που του είπε η μάνα του να μην πάει. Δεκαέξι φορές που τον πυροβόλησαν στο στήθος.

Δεκαεφτά, σαν τους χρησμούς από το Μαντείο των Δελφών. Ή θα πας μ’ εκείνους
ή που μόνος αόρατος θα γυρίσεις.

Δεκαοκτώ, σαν εφηβεία, δροσιά της άνοιξης, σπέρμα που ρέει ζωή, μικρό ηφαίστειο που εκρήγνυται.
Δεκαεννιά, σαν άγουρο μυθιστόρημα για έφιππους τρυφερούς υπολοχαγούς
σε υποσαχάρια φρούρια στις αποικίες
Il y a des oliviers qui meurent sous les bombes
Είκοσι
Σαν να ξεχειλίζει η ορμή και γίνεσαι φωτεινός κομήτης πριν τη σύγκρουση με τη Γη.
Είκοσι ένας, σαν άδεια απαράμιλλης τεστοστερόνης και βίας από τον ίδιο
τον Ισπανό Πρόεδρο επιβραβευμένης.
Είκοσι δύο, σαν ηλικία που ερωτεύτηκες πρώτη φορά, Τότε που ορκιζόσουν
πως στα μάτια της επάνω κρεμάστηκε το σούρουπο, κι έσβηνε το φως,
για να μεγαλώσει τη λάμψη τους.
Είκοσι τρεις, σαν πτώματα που ζητούν αναγνώριση κι εκδίκηση στην άκρη
της Αφρικής, στις τρεις φουρκέτες, στην άκρη της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας,
που κοιμάται ήσυχη κάτω από μια Μεσόγειο πτώματα.
On peut toujours rêver, d’Athènes et Barcelone
Il y a un bel été qui ne craint pas l’automne
En Méditerranée

Η Λίνα Στεφάνου γεννήθηκε στην Αθήνα κι από το 1980 εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση και ραδιόφωνο. Από το 2002 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί έξι βιβλία της, ένα μυθιστόρημα (Κέδρος), τέσσερις ποιητικές συλλογές (Μελάνι), ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε το έκτο, με δυο ποιητικές συλλογές και τίτλους: ΚΡΑΚ και ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (Εκδόσεις NOMAS Biblia). Σήμερα είναι διευθύντρια στο αγγλόφωνο, συλλεκτικό εξαμηνιαίο περιοδικό NOMAS και αρθρογραφεί στην Athens Voice.

Keywords
Τυχαία Θέματα